Η κρίση κορωνοϊού στην Ινδία έχει επιδεινωθεί δραματικά, με τη χώρα να καταγράφει πλέον τα περισσότερα ημερήσια κρούσματα παγκοσμίως, μετά τις ΗΠΑ και τη Βραζιλία και το ήδη επιβαρυμένο σύστημα υγείας της να βρίσκεται υπό κατάρρευση. Η περίπτωση μιας εγκύου που κατέληξε μετά από περιπέτεια 15 ωρών και 8 νοσοκομείων επιβεβαιώνει την τραγικότητα της κατάστασης στη δεύτερη πολυπληθέστερη χώρα του πλανήτη.
Η ετοιμόγεννη Νίλαμ Κουμάρι Γκαούταμ (Νeelam Kumari Gautam) ξύπνησε στις 5 τα ξημερώματα με φρικτούς πόνους. Ο σύζυγός της Μπιτζέντρα Σινγκ (Bijendra Singh) την έβαλε προσεκτικά σε ένα ρίκσο και τη μετέφερε στο νοσοκομείο. Και μετά σε ένα δεύτερο νοσοκομείο. Και σε ένα τρίτο. Οι ωδίνες ήταν τόσο έντονες που μετά βίας μπορούσε να αναπνεύσει.
Ωστόσο, κανείς δεν την αναλάμβανε. «Γιατί οι γιατροί δε με δέχονται; Τι συμβαίνει; Θα πεθάνω» έλεγε στο σύζυγό της η 30χρονη γυναίκα.
Το χρονικό της τραγωδίας
Στο πρώτο νοσοκομείο, το πρώτο πράγμα που της είπε ο γιατρός ήταν «θα σε χαστουκίσω αν βγάλεις τη μάσκα σου». Η 30χρονη και ο σύζυγός της σοκαρίστηκαν. Και παρά τη δυσκολία ανάσας της γυναίκας, δεν ήρθαν σε αντιπαράθεση. Η 30χρονη ικέτευε για οξυγόνο. Όμως, ο γιατρός αντί να βοηθήσει, έστειλε το ζευγάρι σε άλλο νοσοκομείο.
Και εκεί, όμως, την απέρριψαν, με το πρόσχημα πως χρειαζόταν εισαγωγή στη ΜΕΘ που το νοσοκομείο δεν διέθετε.
Στο τρίτο νοσοκομείο οι γιατροί τής έδωσαν λίγο οξυγόνο, όμως φοβούμενοι πως ίσως πάσχει από κορωνοϊό, την έδιωξαν ξανά.
Για άλλη μια φορά στο ρίκσο, μόνο που τώρα η 30χρονη ήταν πλέον σε ημιλυπόθυμη κατάσταση, ανήμπορη να μιλήσει και κάθιδρη.
«Δεν ήταν απλώς πως οι γιατροί δεν μπορούσαν να τη βοηθήσουν. Ήταν σαν να μην ήθελαν να τη βοηθήσουν. Δεν τους ενδιέφερε αν ήταν νεκρή ή ζωντανή» περιέγραψε εκ των υστέρων ο 31χρονος Σινγκ.
Στο τέταρτο νοσοκομείο, όταν ο σύζυγος ζήτησε να μπει σε αναπνευστήρα, η απάντηση του γιατρού τον άφησε ακόμα πιο απελπισμένο: «Θα πεθάνει. Πήγαινέ την όπου θέλεις».
Ακολούθησαν άλλα τρία νοσοκομεία, νέα χιλιόμετρα στους δρόμους του μποτιλιαρισμένου Δελχί και νέες χαμένες ώρες. Όταν όλα τούς απέρριψαν, ο Σινγκ κάλεσε την αστυνομία.
Οι δύο αστυνομικοί συνάντησαν το ζευγάρι στην είσοδο ενός μεγάλου δημόσιου νοσοκομείου, προσπαθώντας να πείσουν τους γιατρούς να κάνουν εισαγωγή στην έγκυο. Μάταια.
Στο όγδοο πλέον νοσοκομείο, 8 ώρες αφότου είχαν ξεκινήσει από το σπίτι τους το πρωί, τούς ενημέρωσαν πως δεν υπήρχαν διαθέσιμα κρεβάτια.
Επέστρεψαν με ασθενοφόρο στο πρότελευταίο νοσοκομείο όπου, μόλις μπήκαν, η γυναίκα σταμάτησε να αναπνέει. Ο σύζυγός της τη μετέφερε σε κατάσταση πανικού στα επείγοντα.
Στις 8.05 το βράδυ, μετά από 8 διαφορετικά νοσοκομεία και 15 ώρες, η Νίλαμ Κουμάρι Γκαούταμ ανακηρύχθηκε νεκρή. Το ίδιο και το μωρό τους.
Η προκαταρκτική έρευνα ανέφερε: «Η διοίκηση και το προσωπικό του νοσοκομείου κρίνονται ένοχοι για αμέλεια».
Υπό κατάρρευση το σύστημα υγείας
Η οδύσσεια και η τραγική κατάληξη της 30χρονης δεν είναι η μοναδική περίπτωση στην Ινδία. Αντιθέτως. Σύμφωνα με μια βάση δεδομένων των πρόσφατων θανάτων, αποκαλύπτεται πως πλήθος ανθρώπων πέθαναν στους δρόμους ή στα ασθενοφόρα, στερούμενοι στοιχειώδη υγειονομική περίθαλψη στα υπερπλήρη, από ασθενείς κορωνοϊού, νοσοκομεία της χώρας.
Ακομα και πριν την πανδημία, τα ινδικά νοσοκομεία ήταν εξαιρετικά επιβαρυμένα. Η ινδική κυβέρνηση ξοδεύει λίγοτερες από 2.000 ρουπίες (περίπου 26 δολάρια) ετησίως ανά άτομο για την ιατροφαρμακευτική φροντίδα του.
Η ελπίδα κατά τη διάρκεια του lockdown -που τέθηκε σε ισχύ στα τέλη Μαρτίου, αλλά ήρθη μερικώς στις αρχές Ιουνίου- ήταν πως οι περιορισμοί θα καθυστερούσαν την εξάπλωση του ιού και θα διασφάλιζαν στις πόλεις πολύτιμο χρόνο για την προετοιμασία των νοσοκομείων πριν την κορύφωση της πανδημίας.
Αυτό δεν συνέβη. Και το Νέο Δελχί βρέθηκε ενώπιον μιας τρομακτικής έλλειψης κλινών - η κυβέρνηση χρησιμοποιεί εκατοντάδες βαγόνια ως «νοσηλευτήρια»- και η σύγχυση και η έλλειψη πρόνοιας για όσους δεν πάσχουν από Covid-19 είναι χαρακτηριστική.
«Η κατάσταση στο Δελχί είναι τρομακτική, φρικτή και αξιολύπητη» ανέφεραν οι δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου της χώρας μετά τα ρεπορτάζ τηλεοπτικού σταθμου με τα νεκρά σώματα ανθρώπων στο λόμπι δημόσιου νοσοκομείου και ασθενείς που ικετεύουν κλαίγοντας, αλλά αγνοούνται.
Η μεγαλύτερη εικόνα
Όμως, η κρίση του κορωνοϊού δεν είναι το μόνο πρόβλημα του Ινδού πρωθυπουργού, Ναρέντρα Μόντι. Την περασμένη εβδομάδα, κινεζικά στρατεύματα χτύπησαν μέχρι θανάτου 20 Ινδούς στρατιώτες σε διαφιλονικούμενη περιοχή των Ιμαλαΐων, πυροδοτώντας το πιο επικίνδυνο επεισόδιο μεταξύ των δύο πυρηνικών δυνάμεων μετά από δεκαετίες.
Την ίδια ώρα, η ινδική οικονομία διαγράφει ελεύθερη πτώση και η πανδημία του κορωνοϊού έχει στοιχίσεισ τη χώρα πάνω από 100 εκατομμύρια θέσεις εργασίας. Σε μια απέλπιδα προσπάθεια να ανατρέψει την πορεία της οικονομίας, ο Μόντι αγνόησε τις οδηγίες των ειδικών περί νέου ολικού lockdown, λέγοντας πως η Ινδίας πρέπει να «ξεκλειδώσει».
Κι έπειτα, το χάος με τα νοσοκομεία και τις αμέτρητες καταγγελίες περί απόρριψης ασθενών -που πιστώνεται ασφαλώς στην πολιτική της κυβέρνησης- ανάγκασε το υπουργείο Εσωτερικών να εκδώσει εμφατικά οδηγία πως «όλα τα νοσοκομεία πρέπει να είναι ανοιχτά για όλους τους ασθενείς, νοσούντες με Covid-19 ή μη».
Προφανώς, κάτι τέτοιο δεν εισακούστηκε από όλους. Τον Απρίλιο, ένας 13χρονος με στομαχικό πρόβλημα από την Άγκρα πέθανε μετά από απόρριψή του από έξι νοσοκομεία. Ενώ ένα άλλο αγόρι στην Πουντζάμπ, με φραγμένο αεραγωγό, απορρίφθηκε από επτά νοσοκομεία και πέθανε στα χέρια ενός οικογενειακού φίλου που έτυχε να είναι γιατρός, αλλά χωρίς τα απαραίτητα εργαλεία για να σώσει το παιδί.
Ενώ οι αρχές εξετάζουν το ενδεχόμενο ποινικών διώξεων στην περίπτωση της 30χρονης εγκύου, ο σύζυγός της περνά τις μέρες του φροντίζοντας τον εξάχρονο γιο τους. Ο μικρός ζήτησε από τον πατέρα του να πετάξει όλα τα ρούχα της μαμάς του για του τη θύμιζαν.
Ο 31χρονος λέει πως ο Ρουντράς έχει χάσει τη λάμψη από τα μάτια του. Πριν λίγες μέρες δε, του είπε πως όταν μεγαλώσει, θέλει να γίνει γιατρός «ώστε να μπορώ να κάνω τους νεκρούς ξανά ζωντανούς».
Με πληροφορίες από New York Times