Για τους περισσότερους, η πανδημία του κορωνοϊού σήμαινε λιγότερες ταξιδιωτικές επιλογές. Όχι όμως και για τις βαθύπλουτες οικογένειες που χρησιμοποιούν τα χρήματά τους για να περνούν τα σύνορα που σε άλλη περίπτωση θα ήταν κλειστά για εκείνους.
Αυτός είναι ο ελίτ κόσμος των μεταναστευτικών επενδύσεων, όπου οι αιτήσεις διαβατηρίου δεν βασίζονται στην εθνικότητα ή την υπηκοότητα, αλλά τον πλούτο και την επιθυμία να μετακινούνται σε όλο τον πλανήτη.
Τα προγράμματα CIP (citizen-by-investment), ήτοι «πολίτης μέσω επενδύσεων», εμφανίζουν τεράστια ανάπτυξη, όπως ακριβώς και η υπηκοότητα μέσω επενδυτικών συμφωνιών, γνωστή επίσης ως «golden visa».
Είναι ένας τρόπος για τους υπερ-πλούσιους του πλανήτη όχι μόνο να ενισχύσουν το χαρτοφυλάκιό τους μετακομίζοντας σε μια χώρα, αλλά να απολαύσουν επίσης τα προνόμια της υπηκοότητας, μεταξύ άλλων καινούργιο διαβατήριο.
Τα τελευταία πέντε με δέκα χρόνια, τα βασικά κίνητρα των συμμετεχόντων του CIP -που συνήθως έχουν περιουσία από 2 μέχρι και άνω των 50 εκατ. δολαρίων- είναι η ελευθερία κινήσεων, φορολογικές ελαφρύνσεις αλλά και διαφορετικός τρόπος ζωής, όπως καλύτερη εκπαίδευση ή πολιτικές ελευθερίες.
Plan B
«Ο κόσμος θέλει την ασφαλιστική κάλυψη μιας εναλλακτικής υπηκοότητας, που του παρέχει "Σχέδιο Β"», σχολίασε οDominic Volek της Henley & Partners.
«Επίσης ανησυχούν για την υγειονομική περίθαλψη και την προετοιμασία απέναντι στον κορωνοϊό, επειδή φυσικά, αυτή ίσως να μην είναι η μοναδική πανδημία στη ζωή μας. Οι πλούσιοι δεν κάνουν σχέδια για τα επόμενα πέντε με 10 χρόνια- σχεδιάζουν για τα επόμενα 100 προκαταβολικά, σε επίπεδο πλούτου και καλής ζωής».
Η παντοδύναμη Κύπρος και το Μαυροβούνιο
Όταν πρόκειται για συγκεκριμένα προγράμματα υπηκοότητας, το Μαυροβούνιο και η Κύπρος είναι τα πιο δημοφιλή, με τις νέες αιτήσεις να έχουν αυξηθεί κατά 142% και 75% αντίστοιχα, στο πρώτο τέταρτο του 2020, ενώ η Μάλτα διατηρεί ένα σταθερό και συνεχές ενδιαφέρον.
«Πολλοί πλούσιοι ενδιαφέρονται για την Κύπρο και την Μάλτα, επειδή δίνει στον αιτούντα και την οικογένειά του απεριόριστη πρόσβαση και ελευθερία στην Ευρωπαϊκή Ένωση», εξηγεί ο Volek. «Δεν έχουν μόνο μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων αλλά επίσης καλύτερη εκπαίδευση και υγειονομική περίθαλψη (συγκριτικά με την πατρίδα τους)».
Παρόμοια προγράμματα σε Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία εμφανίζουν επίσης υψηλή ζήτηση, αλλά για άλλο λόγο: τον τρόπο διαχείρισης κρίσεων.
«Η Νέα Ζηλανδία έχει αντεπεξέλθει καλά στο πώς αντιμετώπισε τον κορωνοϊό, συγκριτικά με άλλους συνήθως πιο αγαπημένους προορισμούς όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και οι ΗΠΑ. Οπότε διαπιστώσαμε αυξανόμενη ζήτηση σε αιτήματα για βίζα εκεί. Σε αυτό ενδεχομένως συνέβαλαν επίσης άρθρα από τύπους της Σίλικον Βάλεϊ, που είχαν συμμετάσχει σε τέτοια προγράμματα προ πανδημίας», λέει ο Volek.
Επένδυση 6.5 εκατομμυρίων δολαρίων
Μόνο οι πάρα πολύ πλούσιες οικογένειες μπορούν να συμμετέχουν σε τέτοια προγράμματα: εκείνο της Αυστραλίας κοστίζει 1-3.5 εκατομμύρια, ενώ οι επενδυτές στη Νέα Ζηλανδία θα δώσουν από 1.9-6.5 εκατομμύρια δολάρια.
Την ίδια στιγμή έχει αρχίσει να αλλάζει και το πελατολόγιο: Αμερικανοί, Ινδοί, Νιγηριανοί και Λιβανέζοι αιτούντες έχουν παρουσιάσει την μεγαλύτερη αύξηση τους τελευταίους εννέα μήνες. Ειδικά οι Αμερικανοί, έχουν αυξήθηκαν κατά 700% στο πρώτο τέταρτο του 2020, και συγκαταλέγονται σε ένα ευρύτερο ρεύμα επενδυτών από την Κίνα και τη Μέση Ανατολή.
Covid-free καταφύγια
Κάποιοι ζάπλουτοι ταξιδιώτες απλώς αναζητούν ένα ασφαλές, απομακρυσμένο μέρος όπου μπορούν να καταφύγουν με την οικογένειά τους σε περίπτωση δεύτερου κύματος της πανδημίας. Ακόμη και αν δεν έχουν άμεση πρόσβαση, θέλουν να είναι προετοιμασμένοι.
«Το θέμα προς το παρόν είναι πως μικρότερες χώρες μπορούν να αντιμετωπίσουν και να διαχειριστούν την πανδημία πιο εύκολα», σχολιάζει ο Nuri Katz της Apex Capital Partners.
«Στις ΗΠΑ είναι εντελώς εκτός ελέγχου. Αλλά μικρότερες χώρες δεν έχουν πληγεί τόσο έντονα. Οπότε υπάρχει τεράστια ζήτηση γι' αυτές σε επίπεδο υγείας και lifestyle. Αν έχεις περιουσία ύψους από περίπου ένα μέχρι 5-10 εκατ. δολάρια, η Καραϊβική είναι τέλεια επιλογή. Αν κάνεις δωρεά 100.000 δολαρίων στην κυβέρνηση της Μπαρμπούντα, συν φόρους, η τετραμελής οικογένειά σου μπορεί να πάρει δεύτερο διαβατήριο σε περίπου τέσσερις με έξι μήνες».
Υπερνικώντας τις απαγορεύσεις
Ο Katz επισήμανε επίσης την άνοδο μιας νέας τάσης: την επένδυση σε διαβατήρια προκειμένου να αυξήσει κανείς τις πιθανότητες του να νικά τις απαγορεύσεις μελλοντικά.
Καθώς αρκετές χώρες ανοίγουν τα σύνορά τους, θα επιτρέπουν μόνο συγκεκριμένα διαβατήρια- για παράδειγμα, οι Ευρωπαίοι δεν μπορούν να επισκεφτούν τις ΗΠΑ και αντίστροφα.
Ωστόσο, ένας κάτοχος κυπριακού διαβατηρίου θα έχει τη δυνατότητα να ταξιδεύει εντός ΕΕ όταν είναι ανοιχτά τα σύνορα.
«Ο κόσμος σκέφτεται, εντάξει, αυτό το πράγμα θα κυκλοφορεί για καιρό. Πώς προσαρμόζουμε τις επενδύσεις μας ώστε να μπορούμε να έχουμε το lifestyle που θέλουμε;», λέει ο Katz.
Το «κόστος» των διαβατηρίων
Τα συγκεκριμένα προγράμματα προσφέρουν υπηκοότητα ή ιθαγένεια ως αντάλλαγμα με επενδύσεις στην οικονομία μιας χώρας, συνήθως υπό μορφή ακινήτων, δημιουργίας θέσεων εργασίας ή ομολόγων.
Το πρώτο τέτοιο πρόγραμμα ξεκίνησε το 1984 στην Καραϊβική και έκτοτε, δεκάδες χώρες έχουν ακολουθήσει το παράδειγμά της, ανάμεσά τους Αυστρία, Κύπρος, Μάλτα, Μολδαβία, Τουρκία, Ελλάδα, Μαυροβούνιο και πολλές άλλες.
Κάποιες ζητούν από τους αιτούντες την ίδρυση μη κερδοσκοπικών εταιριών που θα προσφέρουν εργασία στους ντόπιους ή την διαβίωση στη χώρα για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, ενώ άλλες δίνουν την δυνατότητα στους αιτούντες να επενδύσουν σε ομόλογα, ακίνητα και επενδυτικά πρότζεκτ εξ αποστάσεως.
Ανάλογα με τη χώρα, αυτά τα προγράμματα μπορεί να κοστίσουν από 100.000 δολάρια σε μέρη όπως Αντίγκουα και Μπαρμπούντα μέχρι 250.000 στο Νέβις, 280.000 στην Ελλάδα, 380.000 στην Πορτογαλία, 1.1 εκατομμύρια στη Μάλτα και 2.4 εκατομμύρια στην Κύπρο.
Η απαιτούμενη έρευνα
Το 2017, ο Katz υπολόγιζε πως περίπου 5.000 άνθρωποι ετησίως ζητούσαν υπηκοότητα στο εξωτερικό. Το 2020, εκτιμά τον αριθμό τους σε σχεδόν 25.000, χωρίς ωστόσο να υπάρχουν επίσημα στοιχεία.
Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν οι ζάπλουτοι του πλανήτη στρέφονται ολοένα και περισσότερο στο CIP ως εναλλακτικό πλάνο, η πραγματικότητα είναι πως αυτά τα προγράμματα θέλουν χρόνο.
«Δεν υπάρχει περίπτωση να έρθει απλώς ένας Ρώσος ολιγάρχης, δίνοντας ένα εκατομμύριο δολάρια σε ένα πολιτικό και να φύγει με διαβατήριο», λέει ο Volek. «Προφανώς και δεν γίνεται αυτό».
Ανάλογα με την χώρα, η απαιτούμενη έρευνα μπορεί να πάρει από μήνες μέχρι και χρόνια. Συνήθως, οι αιτούντες θα υποβληθούν σε ενδελεχή οικονομική και ποινική αξιολόγηση για να διασφαλιστεί πως τα χρήματα αποκτήθηκαν νόμιμα, πριν την έγκριση της αίτησης.
Οι υπέρμαχοι του CIP υποστηρίζουν πως τέτοια προγράμματα έχουν μόνο κέρδος, ωστόσο κάποιοι ειδικοί διαφωνούν κάνοντας λόγω για αδιαφάνεια στην επιλογή και ελλιπείς ελέγχους, με τα πολλά CIP να εγείρουν υποψίες δεδομένου πως αρκετές κυβερνήσεις κρατούν μυστικές τις διαδικασίες.
Ο George DeMartino, καθηγητής διεθνούς πολιτικής στο Πανεπιστήμιο του Ντένβερ, λέει πως τα CIP μπορούν επίσης να επιτείνουν τις ανισότητες.
«Τέτοιου είδους προγράμματα παρέχουν ειδικά προνόμια σε ήδη προνομιούχους. Δίνουν σε εκείνους που το έχουν λιγότερο ανάγκη να μεταναστεύουν και να αποκτούν υπηκοότητα σε μια νέα χώρα, τη μεγαλύτερη ευκαιρία να το κάνουν, ενώ οι μακράν πιο απελπισμένοι να μεταναστεύσουν, όπως εκείνοι που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες στην πατρίδα τους, αποκλείονται από τα προνόμια ενός τέτοιου προγράμματος», λέει ο ίδιος. «Σίγουρα δεν είναι η αιτία των ανισοτήτων, αλλά τις επιτείνουν», καταλήγει.
Με πληροφορίες από CNN