Η γαλλική επιτροπή προστασίας προσωπικών δεδομένων (CNIL) επέβαλε χθες Τετάρτη στην αγροτοχημική εταιρεία Monsanto (έχει εξαγοραστεί από τον όμιλο Bayer) πρόστιμο 400.000 ευρώ διότι φακέλωνε παράνομα δημόσιες προσωπικότητες, δημοσιογράφους και ακτιβιστές με σκοπό να επηρεάσει τον δημόσιο διάλογο για τη γλυφοσάτη, αμφιλεγόμενο ζιζανιοκτόνο.
Η ανεξάρτητη αρχή, κατόπιν επτά προσφυγών (συμπεριλαμβανομένων της εφημερίδας Le Monde, του δικτύου France Télévisions, του Radio France, της εφημερίδας Le Parisien και του Γαλλικού Πρακτορείου) αποφάσισε πως η εταιρεία παρέβη την υποχρέωσή της να ενημερώσει τα πρόσωπα που είχαν καταχωριστεί σε καταλόγους για την επεξεργασία των προσωπικών τους δεδομένων, που αποκαλύφθηκε από ΜΜΕ τον Μάιο του 2019. Σύμφωνα με την έρευνα της αρχής, ο φάκελος περιείχε τα ονόματα «200 και πλέον προσωπικοτήτων», με «βαθμολογία από το 1 ως το 5» που επέτρεπε να «εκτιμάται η επιρροή τους, η αξιοπιστία τους και η υποστήριξή τους στην εταιρεία Monsanto για διάφορα ζητήματα, όπως τα ζιζανιοκτόνα ή οι γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί».
Η υπόθεση, την οποία αποκάλυψαν η Μοντ και το τηλεοπτικό δίκτυο France 2, επεκτάθηκε γρήγορα σε όλη την Ευρώπη. Κατάλογοι προσωπικοτήτων (πολιτικών, επιστημόνων, δημοσιογράφων) καταρτίζοντας επίσης σε άλλες τουλάχιστον έξι χώρες (Γερμανία, Ιταλία, Ολλανδία, Πολωνία, Ισπανία, Ηνωμένο Βασίλειο) και στους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Συνολικά, στους καταλόγους περιέχονταν 1.500 πρόσωπα. Στη διάρκεια της διαδικασίας, η CNIL «υποβάθμισε σημαντικά την αρχική βαρύτητα των κατηγοριών σε βάρος της Monsanto», ήταν η αντίδραση της Μπάγερ σε γραπτή ανακοίνωσή της που εστάλη στο Γαλλικό Πρακτορείο. Η Μονσάντο ήταν «υπεύθυνη για την επεξεργασία των δεδομένων» που είχε αναλάβει για λογαριασμό της η εταιρεία Fleishman-Hillard, που δραστηριοποιείται στα πεδία των δημοσίων σχέσεων, της επικοινωνίας και του lobbying.
Ο όμιλος Μπάγερ, που διαβεβαιώνει ότι οι κατάλογοι έπαψαν να χρησιμοποιούνται μετά την ανανέωση για πέντε χρόνια από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή της άδειας της γλυφοσάτης το 2017, εξετάζει το ενδεχόμενο να προσφύγει στο γαλλικό Συμβούλιο της Επικρατείας. «Η δημιουργία καταλόγων επαφών από εκπροσώπους συμφερόντων (...) δεν είναι καθαυτό παράνομη», διευκρίνισε η CNIL. Ωστόσο, στους καταλόγους δεν πρέπει να περιλαμβάνονται παρά μόνο «πρόσωπα που θα το ανέμεναν λογικά εξαιτίας της διασημότητάς τους ή της δραστηριότητάς τους». Επιπλέον, τα δεδομένα που περιέχονται στους φακέλους «πρέπει να συλλέγονται νόμιμα και τα πρόσωπα πρέπει να ενημερώνονται για την ύπαρξη των καταλόγων, ώστε να μπορούν να ασκούν τα δικαιώματά τους, ειδικά το δικαίωμα εναντίωσης», πρόσθεσε.
Χαρακτήρισε «θεμελιώδες δικαίωμα» αυτό της ενημέρωσης, καθώς από αυτό εξαρτάται η άσκηση «άλλων δικαιωμάτων», δηλαδή της πρόσβασης στους καταλόγους, της εναντίωσης, της διαγραφής. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η άσκηση των δικαιωμάτων αυτών «εμποδιζόταν για αρκετά χρόνια», επέμεινε η CNIL. Μετά το σκάνδαλο, η Μπάγερ, ιδιοκτήτρια της αμερικανικής Μονσάντο από το 2018, ζήτησε συγγνώμη και ανέστειλε «μέχρι νεοτέρας» τη συνεργασία της με τη Fleishman-Hillard, θυγατρική του γιγαντιαίου ομίλου Omnicom. Η υπόθεση αποτελεί επίσης αντικείμενο ποινικής φύσης έρευνας στη Γαλλία.
Τον Μάιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έδωσε πράσινο φως ώστε η γαλλική κυβέρνηση να προσφέρει φοροαπαλλαγές σε αγρότες που αποφασίζουν να μη χρησιμοποιούν ζιζανιοκτόνα με βάση τη γλυφοσάτη. Στις ΗΠΑ, η Μπάγερ υπέγραψε τον Ιούνιο του 2020 συμφωνία 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων για να μπουν στο αρχείο περίπου 125.000 αγωγές εναντίον του γνωστότερου ζιζανιοκτόνου της, του αμφιλεγόμενου Roundup, ωστόσο η συμφωνία εν μέρει καταρρίφθηκε τον Μάιο από την αμερικανική δικαιοσύνη.