ΗΤΑΝ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ, όταν η Σάντρα Μακ Γκόουαν-Γουότς, μια 46χρονη γιατρός από τα προάστια του Σικάγο, άνοιξε το λαπ-τοπ της, έσφιξε τα δόντια και αφηγήθηκε –μέσω Zoom- σε ένα μάτσο ξένες γυναίκες την προσωπική της τραγωδία.
Λίγες μέρες πίσω, η Σάντρα είχα χάσει τον σύζυγό της, Στίβεν από κορωνοϊό. «Πέθανε μόνος του. Δεν μου επέτρεψαν να τον δω, να τον αγγίξω, απλώς να είμαι εκεί για λίγο, κοντά του. Να μη φύγει μόνος. Κι αυτή είναι μια θλίψη πιο περίπλοκη από κάθε άλλη», εξήγησε η κυρίας Γουότς, έτσι απλά, σε μια κλήση του Zoom και μετά από μία πρόσκληση που είχε δεχθεί από ένα γκρουπ στο Facebook που δημιούργησαν χήρες. Χήρες του κορωνοϊού.
Όσες την άκουγαν να αφηγείται την εμπειρία της, ήξεραν από την πρώτη στιγμή τι εννοούσε. Όλες τους είχαν ζήσει κάτι παρόμοιο. Εκείνο το ζεστό καλοκαιρινό βράδυ καμία δεν τερμάτισε τη βιντεοκλήση νωρίς. Οι ιστορίες τους, η μία μετά την άλλη ξεδιπλώνονταν μέσω των «παραθύρων» του Zoom και όλες ήταν ιστορίες ολιγοήμερης πάλης με την ασθένεια, ιστορίες παιδιών που τώρα έπρεπε να αναθρέψουν μόνες, ιστορίες τραγικών ειδήσεων που μόνο από το τηλέφωνο μπορούσαν να βιώσουν, ιστορίες των ίδιων των ανθρώπων τους που τους αποχαιρέτισαν από μακριά, χωρίς ένα τελευταίο φιλί και ένα χάδι, λόγω των μέτρων προστασίας από τον κορωνοϊό.
Μέχρι στιγμής, η πανδημία στην Αμερική έχει στοιχίσει τη ζωή σε 340.000 ανθρώπους, οι περισσότεροι από αυτούς άντρες. Αυτό το δεδομένο δημιουργεί ένα δυσανάλογο πλεόνασμα γυναικών που μένουν μόνες τους πίσω και που σύμφωνα με τους επιστήμονες οφείλεται στην παραδοσιακά κακή υγεία των ανδρών, συγκριτικά με αυτήν των συζύγων τους.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι γυναίκες στις ΗΠΑ βιώνουν την πανδημία μέσα από ένα σαφώς διαφοροποιημένο πρίσμα. Μένουν μόνες, με όλες τις οικογενειακές ευθύνες να τις βαραίνουν πλέον αποκλειστικά, με όλα τα οικονομικά βάρη και τις ανησυχίες για το μεγάλωμα των παιδιών τους και φυσικά να πρέπει μόνες να αντιμετωπίσουν την απώλεια και τις ενοχές τους.
Πολλές από αυτές έζησαν για καιρό, περιθάλποντας τα άρρωστα ταίρια τους, στο σπίτι τους, σε καραντίνα, μαζί με τα παιδιά τους, έστω και σε διαφορετικά δωμάτια και μόνο όταν οι σύζυγοι έπρεπε να νοσηλευτούν έπρεπε να ζήσουν και το διαφορετικό τέλος, το να πεθαίνουν οι άνθρωποι τους, από αυτή την παράξενη ασθένεια που τους στερούσε ακόμη και το δικαίωμα του αποχαιρετισμού, του τελευταίου φιλιού, της σιγουριάς ότι ο άνθρωπος τους δεν έφυγε μόνος. Να μια διαφορετική εκδοχή της χηρείας και του πένθους.
Από την Καλιφόρνια μέχρι τη Γιούτα, σ' όλες τις πολιτείες της Αμερικής οι χήρες του κορωνοϊού είναι πλέον μια διαφορετική κατηγορία ανθρώπων. Κεραυνοβολημένες, ανίκανες να αντιδράσουν, σοκαρισμένες από την ταχύτητα με την οποία εξελίχθηκαν τα πράγματα, ακόμη και μήνες μετά τον θάνατο των συζύγων τους, προσπαθούν να εξηγήσουν το πλήγμα, μήπως και μπορέσουν να πάνε παρακάτω.
«Είναι πολύ τραυματικό όλο αυτό, λόγω του απροσδόκητου τρόπου με τον οποίο εξελίσσεται», δηλώνει η Τζένιφερ Λόουτ. Ο σύζυγος της πέθανε από κορωνοϊό τον Νοέμβριο, στο Τέξας. Ήταν στρατιωτικός και για χρόνια υπηρέτησε στο Ιράκ. «Πέθανε στο σπίτι του μετά από δύο επικίνδυνες αποστολές. Γύρισε σπίτι, για να πεθάνει από αυτό», ομολογεί συντετριμμένη η Λόουτ, προσπαθώντας να καταλάβει τι συνέβη και μέσα σε πόσο λίγο χρονικό διάστημα.
«Ήταν πραγματικά δύσκολο για μένα γιατί ένιωθα, για πρώτη φορά στη ζωή μου ότι είμαι απόλυτα μόνη μου. Έτσι ξαφνικά», δήλωσε η Πάμελα Άντισον, 37 ετών, δασκάλα στο Waldwick. Ο σύζυγός της, ο Martin, παθολόγος που εργαζόταν σε πολιτειακό νοσοκομείο, πέθανε από τον ιό τον Απρίλιο.
«Είναι ανόητο να το λέω, το ξέρω, αλλά αν δεν ήταν ο Covid όλοι οι σύζυγοί μας θα ήταν ακόμα εδώ», λέει σαστισμένη.
Η Άντισον ήταν από τις πρώτες που έσπευσε να αναζητήσει παρηγοριά σε ανθρώπους που βίωναν την ίδια εμπειρία μέσα από αναρίθμητα γκρουπ στο Facebook, στα οποία εντοπίζει κανείς και άντρες. Παραδόξως, δεν ευδοκιμούν φλερτ εδώ, παρά μόνο φιλίες ή για την ακρίβεια παράξενοι δυνατοί δεσμοί μεταξύ ανθρώπων που έμειναν μόνοι ξαφνικά με τον πιο σκληρό τρόπο.
Συναντιούνται, περπατούν, βρίσκονται όλοι μαζί σε δείπνα και όσο κι αν διαφέρουν –κοινωνικά, οικονομικά, από άποψη μορφωτικού επίπεδου- εδώ δεν υπάρχουν διακρίσεις. Είναι τόσο ισχυρό το κοινό βίωμα και το άγριο πλήγμα της απώλειας που όλοι είναι ένα παράξενο «ένα» μέσα στο πένθος τους.
Ανταλλάσσουν μηνύματα μέσα στην ημέρα, τσεκάρουν ο ένας τον άλλο αν είναι καλά, αν χρειάζεται κάτι, αν έχει αυτοκτονικές τάσεις ή σημάδια κατάθλιψης. Η θλίψη είναι τόσο βαριά και τόσο ανυπόφορη –ειδικά στην περίπτωση που υπάρχουν παιδιά και οικονομικές εκκρεμότητες- που συχνά κάποιος λυγάει.
ΑΛΛΩΣΤΕ ΟΙ ΧΗΡΕΣ και οι χήροι του κορωνοϊού μοιράζονται ένα οδυνηρό σύνολο κοινών εμπειριών: τη φρικτή εμπειρία της φροντίδας των ανθρώπων τους, όταν ασθένησαν, την ανησυχία τους για το πότε και πώς θα έπρεπε να μεταφερθούν στο νοσοκομείο, τις ενοχές που τους στοιχειώνουν μέχρι σήμερα, επειδή έπρεπε (!) να τους αφήσουν να πεθάνουν μόνοι, χωρίς κανένα από τα αγαπημένα τους πρόσωπα στο πλάι τους. Ειδικά, το τελευταίο είναι μία τεράστια ανωμαλία, μία πραγματική ύβρις στην αρχέτυπη εικόνα που μας θέλει ως είδος να βγαίνουμε από τη ζωή, έχοντας κάποιον να μας κρατά το χέρι...
«Η γενιά από την οποία προέρχομαι, δεν άφησε τους γονείς και τους συζύγους της αφρόντιστους, μόνους. Φροντίσαμε τους άντρες μας, τους πατεράδες μας, τους παπούδες μας - έτσι μεγαλώσαμε», εξηγεί συντετριμμένη η Μαίρη Σμιθ, η οποία έχασε τον 64χρονο σύζυγό της, Μάικ, από τον ιό. «Αυτή ήταν η δουλειά μας, να είμαστε εκεί. Έχουμε συνηθίσει τόσο πολύ να το έχουμε αυτό και ξαφνικά απλώς δεν μπορούμε να το έχουμε. Δεν επιτρέπεται να είμαστε εκεί! Είναι κάτι τρομερό!», λέει.
Όταν πέθανε ο σύζυγος της και της έδωσαν πια το αποστειρωμένο τηλέφωνό του, η Μαίρη ανακάλυψε τις μοναχικές του σέλφι μέσα από το νοσοκομείο, τη δική του καταγραφή των τελευταίων ημερών του: ένα χάρτινο πιάτο για το φαγητό του, το οξυγόνο, η μάσκα εισπνοών...
«Όλες αυτές τις ημέρες ήταν πρακτικά μόνος του. Ολομόναχος!», λέει.
Αυτό το αίσθημα στοιχειώνει και τη Τζένιφερ Κέι Τζένσεν, η οποία ζει στο Delray Beach της Φλόριντα. Όπως εξηγεί, οι ενοχές την πνίγουν, καθώς πιστεύει ακράδαντα πως αν οι γιατροί την άφηναν να σταθεί δίπλα στον άντρα της την ώρα της κρίσης, εκείνος θα τα κατάφερνε, θα ζούσε.
«Η ενοχή με τρώει κάθε στιγμή. Νομίζω ότι αν ήμουν εκεί, να τον κοιτάξω στα μάτια, να ξύσω λίγο την πλάτη του ή να του χαιδέψω το χέρι, να φιλήσω το μέτωπό του και να του πω δυο λόγια, θα τα είχε καταφέρει. Το πιστεύω αυτό», λέει.
Το καινούριο εδώ, λένε οι ψυχολόγοι, που από πέρσι τον Δεκέμβριο παλεύουν να στηρίξουν ανθρώπους εν μέσω πανδημίας, είναι ο κλονισμός που υφίσταται η πανίσχυρη σημειολογία, αλλά και κυριολεξία, της επαφής, της αγκαλιάς, της εγγύτητας. Οι άνθρωποι –και η επιστήμη- πιστεύουν στην αφή, στο θαύμα της ανθρώπινης ζεστασιάς. Όταν αυτά χάνονται, κλονίζονται τόσο πυρηνικά και τόσο απόλυτα, το αίσθημα απώλειας και απομόνωσης είναι εκατονταπλάσιο.
Είναι αυτό που ζουν αυτές οι γυναίκες και οι σαφώς λιγότεροι άντρες που χήρεψαν τον τελευταίο χρόνο.
Στο μεταξύ, μια έκθεση που δημοσιεύθηκε τον Μάιο από το Global Fund for Widows, μια μη κερδοσκοπική οργάνωση που εδρεύει στη Νέα Υόρκη, χαρακτήρισε τον κορωνοϊό ως «μηχανή χηρείας», ένα φονικό ξέσπασμα που θα μπορούσε να δημιουργήσει έναν «άνευ προηγουμένου αριθμό χήρων στον αναπτυσσόμενο κόσμο»...
Με στοιχεία από τους New York Times
σχόλια