Πριν από έναν χρόνο, στην πρωτοχρονιά του 2020, έγιναν γνωστά τα πρώτα κρούσματα Covid-19 στην πόλη Γουχάν της Κίνας, παρά την προσπάθεια των αρχών να τα αποσιωπήσουν. Το οδοιπορικό της Γερμανικής Ραδιοφωνίας.
«Νι χάο», δηλαδή «γεια σας» λέει ο Σεν Ζιλόνγκ, υποδεχόμενος τους Γερμανούς δημοσιογράφους στην πόλη Γουχάν της Κίνας, εκεί που οι ειδικοί τοποθετούν- σύμφωνα με όσες πληροφορίες διαθέτουν μέχρι σήμερα- την αρχή της πανδημίας που άλλαξε τον κόσμο ολόκληρο.
Ο 26χρονος Σεν Ζιλόνγκ εργάζεται ως σεφ σε γνωστό εστιατόριο της πόλης. «Είχα φοβηθεί πολύ, όταν άρχισε όλο αυτό», λέει ο ίδιος. «Αλλά μετά αποφάσισα να το αντιμετωπίσω και σε δυο-τρεις μέρες ο φόβος είχε φύγει. Ξαφνικά αισθάνθηκα δυνατός, ο φόβος μπροστά στον θάνατο εξαφανίστηκε...»
Με υπερηφάνια ο Σεν Ζιλόνγκ μας ξεναγεί στο εστιατόριό του, στο κέντρο της πόλης. Στον πρώτο όροφο ξεχωρίζουν τα σεπαρέ πολυτελείας για τους πιο απαιτητικούς πελάτες, με μεγάλα στρογγυλά τραπέζια και ελαφρώς κιτς πολυέλαιους στην οροφή. Τραβώντας τις βαριές κουρτίνες αποκαλύπτεται μία πανοραμική θέα στην πιο κοσμική συνοικία της πόλης, τη Γουχάν-Τιαντί. «Όλοι υποψιαζόμαστε κάτι, αλλά...»
Ο νεαρός σεφ κάθεται κι αυτός στο τραπέζι και διηγείται τις αναμνήσεις του από τον Ιανουάριο του 2020. Εκείνη την εποχή, λέει, κατάλαβε για πρώτη φορά ότι υπάρχει ένας καινούριος, μυστηριώδης, δολοφονικός ιός χωρίς όνομα:
«Ένας φίλος μου είναι γιατρός, εργάζεται στο πνευμονολογικό τμήμα νοσοκομείου εδώ στη Γουχάν. Είχαμε ραντεβού για φαγητό σε μία στιγμή που όλοι υποψιαζόμαστε ότι κάτι συμβαίνει, αλλά δεν ακούγαμε τίποτα στις ειδήσεις. Ο φίλος μου δεν τολμούσε να πει κάτι, αλλά είδα ότι δεν εμφανίστηκε στο ραντεβού και μετά έστειλε μήνυμα, λέγοντας: Αγοράστε μάσκες! Εκεί σκεφτήκαμε βέβαια ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει...»
Μέχρι την πλήρη απομόνωση της γουχάν, στις 23 Ιανουαρίου του 2020, οι κρατικές αρχές προσπαθούσαν για πολλές εβδομάδες να αποσιωπήσουν την εξάπλωση του ιού ή να υποβαθμίσουν την επικινδυνότητά του. Ιατροί όπως ο Λι Βενλιάνγκ από τη Γουχάν, ο οποίος ήδη στα τέλη Δεκεμβρίου απηύθυνε δημόσια προειδοποίηση για τον σοβαρό κίνδυνο που διαφαινόταν, δέχθηκαν πιέσεις ή ακόμη και απειλές και αναγκάστηκαν να σιωπήσουν. Εκείνη την εποχή, θυμάται ο Σεν Ζιλόνγκ, το πρώτο μέλημα ήταν η υγεία του και η οικογένειά του. Από κει και πέρα όμως ανησυχούσε και για τα εμπορεύματα, αξίας άνω των 10.000 ευρώ, που θα σάπιζαν στα ψυγεία του.
Κοινωνική προσφορά για τα νοσοκομεία της πόλης
«Καθίσαμε όλοι μαζί και παρακαλέσαμε τους υπαλλήλους μας να συνεχίσουν να εργάζονται εθελοντικά, για να στείλουμε φαγητό στα νοσοκομεία της πόλης», λέει ο νεαρός σεφ. «Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ήρθαμε σε επαφή με τα νοσοκομεία. Δεν υπήρχε αρκετό φαγητό για τους γιατρούς και τους νοσηλευτές, το πολύ πολύ να έτρωγαν ψωμί ή έτοιμες σούπες...»
Αυτή η διάθεση εθελοντικής προσφοράς και αυτοθυσίας- μάλλον ασυνήθιστη για τα κινεζικά δεδομένα- κράτησε όρθια την πόλη στις πιο δύσκολες στιγμές. Οικονομική βοήθεια από το κράτος δεν έχει πάρει, λέει ο Σεν Ζιλόνγκ. Ωστόσο «στην περίοδο του λόκνταουν ο ιδιοκτήτης δεν μας ζήτησε να του καταβάλουμε ενοίκια, ενώ μειώσαμε τους μισθούς κατά 50% και οι εργαζόμενοι το δέχθηκαν. Μόνο έτσι καταφέραμε να επιβιώσουμε»
Με πληροφορίες από Deutsche Welle