Έξι άτομα που συμμετείχαν σε ένα αποτυχημένο κοινωνικό πείραμα της δεκαετίας του 1950 κέρδισαν αποζημίωση από την κυβέρνηση της Δανίας και έλαβαν προσωπική συγγνώμη από την πρωθυπουργό.
«Αυτό στο οποίο υποβληθήκατε ήταν τρομερό· ήταν απάνθρωπο, άδικο και άκαρδο», είπε η Μέττε Φρεντέρικσεν στους έξι Ινουίτ Γροιλανδούς [σ.σ. Ινουίτ είναι το όνομα των ιθαγενών της Αλάσκας, της Γροιλανδίας και του Καναδά] σε μια τελετή στην πρωτεύουσα της Δανίας, την Κοπεγχάγη.
Ήταν μεταξύ 22 παιδιών Ινουίτ που στάλθηκαν στη Δανία από τη Γροιλανδία το 1951 για να μάθουν δανικά, στο πλαίσιο ενός σχεδίου για την ανατροφή «πρότυπων» Γροιλανδών που θα βοηθούσαν στη γεφύρωση της κουλτούρας Δανίας και αυτόχθονων.
Ωστόσο, τα παιδιά παρέμειναν μακριά από τις οικογένειές τους, έχασαν τη μητρική τους γλώσσα και αγωνίστηκαν με ζητήματα ταυτότητας.
Αντιμέτωπη με νομικές ενέργειες, η δανική κυβέρνηση συμφώνησε να καταβάλει αποζημίωση 250.000 κορωνών Δανίας (38.000 δολάρια) σε καθέναν από τους έξι. Οι υπόλοιποι 16 εμπλεκόμενοι έχουν πεθάνει.
«Ολοένα και πιο μακριά»
Η Kristine Heinesen, 76 ετών, θυμάται έντονα την ημέρα που την πήραν από την οικογένειά της, σε ηλικία πέντε ετών.
«Ο αδερφός μου με πήγε στο πλοίο», θυμάται καθώς κοιτάζει μια συλλογή από παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες. «Το MS Disko».
Στην αρχή ενθουσιάστηκε, λέει, καθώς νόμιζε ότι θα πήγαινε ταξίδι με ιστιοπλοϊκό. «Αλλά πηγαίναμε ολοένα και πιο μακριά, και έγινε σαφές ότι δεν θα επέστρεφα».
Τα παιδιά, όλα ηλικίας 4 έως 9 ετών, τοποθετήθηκαν αρχικά σε οίκο ευγηρίας και μετά έμεναν με Δανούς ανάδοχους γονείς. Το πρότζεκτ ήταν υψηλού κύρους- εμφανίστηκε σε περιοδικά και τα παιδιά επισκέφτηκε ακόμη και η βασίλισσα της Δανίας.
Ενάμιση χρόνο αργότερα, 16 από αυτά επέστρεψαν στη Γροιλανδία, ενώ έξι υιοθετήθηκαν. Αλλά πίσω στην πρωτεύουσα της Γροιλανδίας, Νουούκ, τα παιδιά δεν ενώθηκαν ξανά με τις οικογένειές τους.
Αντιθέτως, τοποθετήθηκαν σε ορφανοτροφείο και φοίτησαν σε ένα σχολείο δανικής γλώσσας.
«Δεν μας επέτρεπαν να παίζουμε με παιδιά της Γροιλανδίας ούτε να μιλάμε Γροιλανδικά», λέει η Heinesen. «Υποτίθεται ότι ήμασταν η ελίτ».
Μη μπορώντας, όμως, να μιλήσουν την τοπική γλώσσα, περιθωριοποιήθηκαν στην πατρίδα τους. «Μου έλειπε η οικογένειά μου, η γλώσσα, ο πολιτισμός. Όλα αυτά, δεν τα είχα στην παιδική μου ηλικία», λέει στο BBC.
Χαμένες ταυτότητες
Ο Gabriel Schmidt, 77 ετών σήμερα, πήγε στη Δανία σε ηλικία έξι ετών. Ήταν έφηβος όταν συνάντησε ξανά τον πατέρα του.
«Θυμάμαι όταν η διευθύντρια [του ορφανοτροφείου] μου είπε: "Σήμερα θα πάμε να δούμε τον πατέρα σου". Ρώτησα: "Έχω πατέρα;"».
Ο πατέρας του έκλαιγε όταν συναντήθηκαν, θυμάται. Περπατούσαν μαζί σε ένα λιμάνι, αλλά δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν. «Μιλούσε στα Γροιλανδικά. Δεν καταλάβαινα τίποτα και του απαντούσα στα δανικά», λέει ο Schmidt. «Ήταν πολύ λυπηρό».
Αν και το πείραμα έλαβε χώρα πριν από δεκαετίες, οι συνέπειες ήταν εκτεταμένες.
Μια έκθεση του 2020, που παρήγγειλε η προηγούμενη κυβέρνηση, διαπίστωσε ότι τα μισά παιδιά αργότερα αντιμετώπισαν προβλήματα ψυχικής υγείας ή κατάχρηση αλκοόλ. Υπήρχαν περιπτώσεις αστέγων και «ζωές χωρίς ρίζες». Οι περισσότεροι πέθαναν σχετικά νωρίς και ένας αυτοκτόνησε.
«Έχασαν κατά κάποιον τρόπο την ταυτότητά τους», λέει ο Einar Lund Jensen, ένας από τους συν-συγγραφείς της έκθεσης.
Το σκεπτικό πίσω από το πείραμα
Σήμερα, η Γροιλανδία είναι μια αυτοδιοικούμενη περιοχή εντός του βασιλείου της Δανίας, αλλά νωρίτερα ήταν αποικία.
Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η ευρωπαϊκή αποικιοκρατία άρχισε να εξαπλώνεται, αλλά η Γροιλανδία παρέμεινε στα χέρια της Δανίας και στη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 καταστρώθηκαν σχέδια για επιτάχυνση της ανάπτυξής της.
«Οι πολιτικές άλλαξαν προς τον εκσυγχρονισμό και τον εξευρωπαϊσμό», λέει ο Ebbe Volquardsen, Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτιστικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Γροιλανδίας, στη Νουούκ.
«Στόχος ήταν να αφομοιωθεί ο τρόπος ζωής των Γροιλανδών στο μοντέλο της Δανίας», λέει, αλλά οι τοπικές παραδόσεις και η κουλτούρα δεν αντιμετωπίστηκαν με σεβασμό.
Η Δανία δεχόταν πίεση από τον ΟΗΕ, τους πολίτες της αλλά και τους πολιτικούς της Γροιλανδίας να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης εκεί, λέει ο Jensen. «Η δανική γλώσσα και η γνώση της δανικής ευρωπαϊκής κουλτούρας θεωρήθηκαν μέσο για την επίτευξη ισότητας».
Σε αυτό το πλαίσιο συγκροτήθηκε το πρότζεκτ του 1951.
Από την αρχή ονομαζόταν «το πείραμα» και τα παιδιά αναφέρονταν ως «vanguards» [σ.σ. πρωτοστάτες], λέει ο Jensen. «Είναι λέξεις που βρήκαμε στα έγγραφα της εποχής εκείνης».
Τα παιδιά υποτίθεται ότι ήταν ορφανά, αλλά για τους περισσότερους δεν ήταν έτσι. Στην πραγματικότητα, υπήρχαν αμφιβολίες κατά πόσον όλοι οι γονείς κατανοούσαν τις συνέπειες.
Αργότερα το πρόγραμμα φαίνεται να ξεχάστηκε ή να αγνοήθηκε. «Δεν μπορούμε πραγματικά να βρούμε την απάντηση», λέει ο Jensen στο BBC. «Δεν έχουμε τεκμήρια».
Το πείραμα ήταν σε μεγάλο βαθμό άγνωστο μέχρι το 1998, όταν δημοσιεύτηκε το βιβλίο «I den Bedste Mening», της Δανής ραδιοτηλεοπτικής και κοινωνικής λειτουργού, Tine Bryld.
Για μερικά από τα παιδιά, αυτή ήταν η πρώτη φορά που μάθαιναν γιατί τους είχε συμβεί αυτό.
«Σκοτεινό κεφάλαιο» για τη Δανία
Το πείραμα παραμένει σημαντικό ζήτημα στη Γροιλανδία σήμερα.
«Ακόμη προκαλεί θλίψη και τραύμα», λέει ο Volquardsen. «Κυρίως επειδή πολλοί Γροιλανδοί είχαν παρόμοιες εμπειρίες εκτοπισμού».
Επισημαίνει τις υιοθεσίες μεταξύ της δεκαετίας του 1950 και του 1970, όταν χιλιάδες παιδιά από τη Γροιλανδία στάλθηκαν σε οικοτροφεία της Δανίας.
Μέχρι προσφάτως, οι δανικές πολιτικές εκείνης της εποχής θεωρούνταν «γενικά καλοπροαίρετες», λέει ο Volquardsen. «Αυτή η αντίληψη αρχίζει να αλλάζει, επειδή υπήρξαν πολλά περισσότερα μέτρα που εμπίπτουν στο ίδιο πλαίσιο με το πείραμα».
«Εξακολουθεί να έχει επίδραση στη σχέση μεταξύ Γροιλανδίας και Δανίας σήμερα», λέει ο Aaja Chemnitz Larsen, βουλευτής του κόμματος Inuit Ataqatigiit, ένας από τους πολλούς Γροιλανδούς πολιτικούς που έκαναν εκστρατεία για μια συγγνώμη.
«Πολλοί άνθρωποι αισθάνονται κατώτεροι αν είναι πολύ Γροιλανδοί», εξηγεί. «Γι’ αυτό είναι σημαντικό για εμάς να διατηρήσουμε την ταυτότητα, τη γλώσσα και τον πολιτισμό μας».
Διαδοχικές κυβερνήσεις της Δανίας υποστήριξαν ότι αυτό που συνέβη ανήκει στο παρελθόν. Οι εκκλήσεις για συγγνώμη απορρίφθηκαν πολλές φορές.
Το 2020, ωστόσο, η πρωθυπουργός της Δανίας, Μέττε Φρεντέρικσεν έστειλε γραπτή συγγνώμη στους έξι εμπλεκόμενους.
Είπε στο κοινοβούλιο: «Δεν μπορούμε να αλλάξουμε αυτό που συνέβη, αλλά μπορούμε να αναλάβουμε την ευθύνη και να ζητήσουμε συγγνώμη από αυτούς που έπρεπε να φροντίσουμε, αλλά αποτύχαμε».
Τον περασμένο Νοέμβριο απορρίφθηκε αίτημα αποζημίωσης. Στη συνέχεια, λίγο μετά τα Χριστούγεννα, κινήθηκαν νομικές ενέργειες.
Ο δικηγόρος Mads Pramming υποστήριξε ότι το πείραμα είχε παραβιάσει τα ανθρώπινα δικαιώματα των πελατών του. "Κατέληξαν να μην είναι από τη Γροιλανδία, ούτε από τη Δανία - κατά κάποιον τρόπο δεν ανήκαν πουθενά. Και είχε τεράστιο αντίκτυπο στη ζωή τους», είπε στο BBC.
Την περασμένη εβδομάδα, η κυβέρνηση συμφώνησε στην αποζημίωση.
Η Astrid Krag, υπουργός Κοινωνικών Υποθέσεων και Ηλικιωμένων της Δανίας, δήλωσε: «Η μετακίνηση των παιδιών στη Δανία είναι ένα σκοτεινό κεφάλαιο στην κοινή ιστορία Γροιλανδίας και Δανίας και δεν πρέπει να κάνουμε τα στραβά μάτια».
Συνάντηση με την πρωθυπουργό
Για την Kristina και τον Gabriel, ήταν τεράστια ανακούφιση που δεν χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν μια δικαστική διαμάχη, αλλά και οι δύο θεώρησαν ότι η μήνυση ήταν απαραίτητη προκειμένου να τους λάβουν σοβαρά υπόψη.
Οι έξι επιζώντες έλαβαν επίσημη συγγνώμη από την Μέττε Φρεντέρικσεν την περασμένη Τετάρτη. Στην τελετή παρευρέθηκε και ο πρωθυπουργός της Γροιλανδίας, Mute Egede.
«Οι ιστορίες σας μας έχουν αγγίξει βαθιά και αυτός είναι ο λόγος που η Δανία λέει σήμερα τη μόνη λέξη που είναι σωστό να πει: Συγγνώμη», είπε η Φρεντέρικσεν.
Την επόμενη εβδομάδα, θα ταξιδέψει στη Γροιλανδία για να ζητήσει συγγνώμη και εκεί.
Με πληροφορίες από BBC