Την μπλε πολυκατοικία στα Εξάρχεια την αγαπώ. Την είχα επισκεφτεί παλαιότερα σε ένα πάρτι, αλλά ήταν νύχτα, γινόταν χαμός και όλα έδειχναν αλλιώς. Το εν λόγω διαμέρισμα είναι στον δεύτερο όροφο∙ απ’ τα παράθυρα είναι σαν να μπαίνει μέσα με ορμή η πόλη, όλο το αστικό τοπίο σαν ζωντανό κάδρο και ένα φως της Δήλου εκτυφλωτικό. Το ίδιο το διαμέρισμα αποπνέει αγριορομαντισμό, όπως θα έλεγε και ο Μπαρτ. Ψηλοτάβανο, με μεγάλα παράθυρα.
Ο Ραφαήλ και ο Κωνσταντίνος είναι 22 χρονών. Τους λέω ότι ακόμα κι αν προσθέσω και των δυο την ηλικία, παραμένω μεγαλύτερη και γελάμε. Σπουδάζουν και οι δυο δημοσιογραφία, είναι στο τελευταίο έτος και μένουν μόνοι τους από δεκαοκτώ χρονών. «Είμαστε παιδιά της επαρχίας», λένε. Ο Ραφαήλ μεγάλωσε στο Καρπενήσι, ο Κωνσταντίνος στη Λαμία. Είναι φίλοι «αυτοκόλλητοι» και τα τελευταία χρόνια «συγκάτοικοι στην τρέλα». Ισχυρίζονται ότι η συγκατοίκησή τους είναι κάτι περισσότερο από αρμονική, σαν ιερή συμμαχία. «Απ’ την πρώτη μέρα του είπα “ή θα γίνουμε κώλος και βρακί ή θα γίνουμε σκέτο κώλος”. Ευτυχώς γίναμε το πρώτο».
«Ήταν το σπίτι που ξέραμε ότι θα γίνει σαν το σπίτι των σειρών που αγαπούσαμε. Το λέμε και κοινόβιο, γιατί πάντα κάποιος ξεμένει εδώ. Άλλωστε, είναι ανοιχτό για τους καλούς μας φίλους. Χτυπάνε κουδούνι και ανεβαίνουν χωρίς καν να μας τηλεφωνούν»
«Και πώς αποφασίσατε να μείνετε μαζί σε αυτή την υπέροχη πολυκατοικία;», τους ρωτάω. Μου λένε πως ακόμα μερικές φορές τους εκπλήσσει το γεγονός ότι μένουν τελικά εδώ. Άραζαν συχνά στα Εξάρχεια για καφέ και θαύμαζαν την μπλε πολυκατοικία. Είχαν όνειρο μια μέρα να μείνουν εδώ, αλλά, όπως μου εξηγούν, ήταν απ’ αυτά τα απατηλά όνειρα που ξέρεις ότι δεν θα γίνουν πραγματικότητα, αλλά δεν στοιχίζει και τίποτα να τα κάνεις.

«Και λοιπόν, και λοιπόν;», ρωτάω σαν να βλέπω σαπουνόπερα και θέλω τη συνέχεια. Μου λένε ότι μια μέρα έκαναν βόλτα και περνώντας έξω απ’ την μπλε πολυκατοικία είδαν ένα κατακίτρινο «ενοικιάζεται» που έβγαζε μάτι. Έτσι αποφάσισαν ότι θέλουν σίγουρα να πάρουν τηλέφωνο, περισσότερο για να δουν επιτέλους πώς είναι από μέσα η μπλε πολυκατοικία και όχι για να το νοικιάσουν, γιατί φαντάζονταν ότι η τιμή δεν θα ήταν για το βαλάντιο τους.
Έκλεισαν λοιπόν ραντεβού λίγες μέρες μετά. Όταν μπήκαν μέσα, παρόλο που το διαμέρισμα ήταν σε κακή κατάσταση και αρκετά «κουρασμένο», έπαθαν αμέσως έρωτα. Τους γοήτευσε το φως, τα μεγάλα παράθυρα και το πώς έμπαινε από παντού το αστικό τοπίο μέσα στο διαμέρισμα με έναν τρόπο άκρως ποιητικό. Υπήρχε μια μαγεία.
Ο Ραφαήλ, που ασχολείται εντατικά και με τη φωτογραφία, το έκανε αμέσως visualize, όπως μου λέει. Πού θα βάλει το καθετί, ότι θα λειτουργούσε και σαν φωτογραφικό του στούντιο∙ είχε ενθουσιαστεί. Ο Κωνσταντίνος είχε γοητευτεί μεν αλλά σκεφτόταν περισσότερο με τη λογική ότι ήταν μεγάλο, ψηλοτάβανο, με μονά κουφώματα, και ότι δεν θα ζεσταίνεται με τίποτα τον χειμώνα και θα έπρεπε να κυκλοφορούν με γούνες βιζόν και να τουρτουρίζουν από το κρύο. Όσο για την τιμή, ήταν πιο πάνω από όσο άντεχαν, όποτε το ξέχασαν ως «ιδανικό και άφταστο».
Οι μήνες περνάνε και ο Κωνσταντίνος είναι στη Λαμία για τη γιορτή του. Τον παίρνουν τηλέφωνο και του λένε ότι τον διώχνουν απ’ το διαμέρισμα που έμενε γιατί το χρειάζονται για ιδιοκατοίκηση. Λίγες μέρες μετά λήγει και το ενοικιαστήριο του Ραφαήλ και δεν του το ανανεώνουν. Ο Κωνσταντίνος λέει ότι περνούσε εκείνο το διάστημα ερωτική απογοήτευση και ήταν σε φάση που ένιωθε ότι τα είχε χάσει όλα.
Εφόσον δεν είχε να χάσει τίποτα, τηλεφώνησε στον ιδιοκτήτη της μπλε πολυκατοικίας με πολύ αποφασισμένη και σταθερή φωνή και του πρότεινε το ποσό που μπορούσαν να δώσουν. Υποσχέθηκε να του το ανακαινίσουν οι ίδιοι και να το κάνουν «κούκλα». Και ναι, η τύχη τους χαμογέλασε και αυτός ο καλός, όπως μου λένε, άνθρωπος δέχτηκε. «Et voila, να ’μαστε εδώ», λέει ο Ραφαήλ και μου κλείνει το μάτι.



Τους ρωτάω αν έπεσε σκληρή δουλειά για να το φέρουν στα ίσια του. Κουνούν καταφατικά και οι δυο το κεφάλι: «Έγιναν πολλά. Τριψίματα, βαψίματα. Ένα δωμάτιο είχε υγρασία, τα μπάνια. Ένα σωρό πράγματα». Όμως, λένε, το διασκέδασαν. «Κάναμε ένα open call invitation στους φίλους μας. Toυς είπαμε “εμείς βάζουμε τα ποτά, τις μπογιές και τα πινέλα” και καθόμαστε απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ και βάφαμε και ακούγαμε στη διαπασών Μαρινέλλα και Τζένη Βάνου, γιατί μην ξεχνάμε ότι είχα και τον πόνο μου”, λέει ο Κωνσταντίνος. “Ξέρεις τι είναι να βάφεις πάνω στη σκάλα το ταβάνι και να ακούς το “Δυο σπίτια κλείσαμε”;». Το σπίτι όμως θεωρούν ότι τους έφερε γούρι και χαρά.
Τα έπιπλα είναι ένα mix and match πάντρεμα. Κάποια είναι απ’ τα παλιά τους σπίτια, κάποια από το Retrosexual. Και στους δυο αρέσουν πολύ τα vintage και κάποια έπιπλα είναι απ’ τα σκουπίδια. «Αν είσαι τυχερός, στα σκουπίδια μπορείς να βρεις μικρούς θησαυρούς», λένε. Δεν ήθελαν να το παραγεμίσουν με πράγματα. Τους αρέσει το σπίτι να παίρνει ανάσες και μαζί μ’ αυτό και εκείνοι.
Τους λέω ότι βρίσκω πολύ γουστόζικη τη συλλογή από χάρτινα ποτήρια καφέ. «Πώς το σκεφτήκατε αυτό;», ρωτάω. «Στη σχολή μού έφερνε μια φίλη καφέ και κάθε φορά έγραφε και κάτι φιλοσοφικό πάνω. Έτσι, τα μάζεψα όλα και τα βάλαμε εδώ», λέει ο Κωνσταντίνος. Στον τοίχο έχουν βάλει δικά τους ζωγραφικά έργα. Ο Ραφαήλ έχει τυπώσει κάποιες φωτογραφίες του σε ύφασμα και είναι πολύ εντυπωσιακές. Μου λέει ότι συμμετέχει αυτό το διάστημα σε μια έκθεση στο lab society.
To σπίτι είναι ανεπιτήδευτο και μποέμ. «Ήταν το σπίτι που ξέραμε ότι θα γίνει σαν το σπίτι των σειρών που αγαπούσαμε», λένε. «Είναι κάπως σαν κοινόβιο. Το λέμε και κοινόβιο, γιατί πάντα κάποιος ξεμένει εδώ. Άλλωστε, είναι ανοιχτό για τους καλούς μας φίλους. Χτυπάνε κουδούνι και ανεβαίνουν χωρίς καν να μας τηλεφωνούν».
Τους ρωτάω αν μαγειρεύουν. Τους αρέσει, αλλά δεν έχουν πάντα χρόνο. Ο Κωνσταντίνος λέει ότι λατρεύει τη μαγειρική. Είχαν κάνει ένα επικό dinner party: είχαν στρώσει ένα πολύ μεγάλο τραπέζι, κάτι σαν μυστικός δείπνος, αλλά φυσικά στο τέλος ανέβηκαν όλοι στο τραπέζι και χόρευαν.




Τους ρωτάω αν αγαπούν τα Εξάρχεια. Μου λένε ότι αγαπούν την περιοχή, αλλά δυστυχώς τα Εξάρχεια αλλάζουν μέρα με τη μέρα προς το χειρότερο. Πρόλαβαν για έναν χρόνο την πλατεία χωρίς έργα για το μετρό και αστυνομία. «Τώρα ζούμε αυτό το κύμα που μοιάζει με κύμα αποικιοκρατίας», λένε και σημειώνουν ότι τα Εξάρχεια έχουν τρεις αποικιοκράτες: τους digital νομάδες, τους αστυνομικούς και τους Γάλλους που κατακλύζουν την περιοχή.
«Διαμορφώνεται αλλιώς η περιοχή, χάνει την αίσθηση της γειτονιάς και φθείρεται», λέει ο Ραφαήλ. «Ζούμε σε μια εποχή που είμαστε όλοι αναίσθητοι και στα Εξάρχεια το βλέπεις ακόμα περισσότερο. Πέφτει ο άλλος κάτω στον δρόμο και δεν βοηθάει κανείς, ούτε οι αστυνομικοί ούτε οι περαστικοί, προσπερνούν βιαστικά. Δεν ξέρω αν θέλω να βρίσκομαι για καιρό ακόμα εδώ», λέει ο Κωνσταντίνος.
Ο Ραφαήλ συμφωνεί, όμως βρίσκει ότι είναι τρελά βολικό το σημείο και το σπίτι το λατρεύει. «Από το υπνοδωμάτιο του Κωνσταντίνου το καλοκαίρι βλέπουμε ταινίες απ’ το Βοξ», λέει. Με πηγαίνουν να το δω και είναι άκρως εντυπωσιακό γιατί πράγματι απ’ το παράθυρο βλέπουν ανεμπόδιστα τις ταινίες. «Και με τους υπότιτλους, παρακαλώ», σημειώνει ο Ραφαήλ. «Δεν είναι λίγο από το κρεβάτι σου να βλέπεις σινεμά», λέω με έναν κόμπο ζήλιας και η σινεφίλ καρδιά μου χάνει έναν χτύπο. «Είναι πολύ ρομαντικό σπίτι», συμφωνούν και οι δυο, «αν το δεις βράδυ με τα φώτα είναι εντελώς διαφορετικό και ερωτικό».
Και οι δυο περνάνε την πιο πολλή ώρα στον καναπέ στο σαλόνι, πρώτα ο Κωνσταντίνος στη γωνία για να φορτίζει το κινητό του και μετά αλλάζουν για να φορτίσει και ο Ραφαήλ. Τους ρωτάω αν το σπίτι είχε εποχή τι εποχή θα ήταν. Μου λένε «αρχές καλοκαιριού, με το που ξεκινάει το Βοξ και κλείνει το σχολείο απέναντι, γιατί στην αρχή είναι ρομαντικό να μπαίνει μέσα στο σπίτι ο ήχος της ταινίας αλλά προς το τέλος μπορεί και να σε κουράσει». Το σπίτι τι φύλο έχει; «Υπάρχει κάτι το πολύ θηλυκό γιατί μπαινοβγαίνουν πολλές φίλες, οπότε έχει ποτίσει θηλυκότητα».
Η ώρα περνάει και δεν θέλω να φύγω. Σε μια μέρα που είχα εκνευρισμό με το «καλημέρα», ξεχνιέμαι μαζί τους και γελάω και περνάω φίνα. Τι σου είναι τα νιάτα. Δυο νέα, όμορφα αγόρια, γεμάτα όνειρα, ταλέντα και ένα σπίτι που είναι πράγματι dream house. Να που καμιά φορά τα όνειρα βγαίνουν αληθινά. «Στο επόμενο πάρτι θα σε καλέσουμε», λένε. «Να είστε σίγουροι ότι θα έρθω», απαντάω. Φεύγω απ’ την μπλε πολυκατοικία με πλατύ χαμόγελο. Αγάπησα και το σπίτι και τα αγόρια και μου φαίνεται αυτό ό,τι πιο φυσικό. Ποιος λέει όχι στη δυνατότητα, στην ομορφιά και στο φως;




