Στην εκκλησία της Παναγίας του Άρακος, που εικονογραφήθηκε περί το 1192 μ.Χ., σώζεται, σύμφωνα με τον βυζαντινολόγο, δρα Χριστόδουλο Χατζηχριστοδούλου, η πιο παλιά ακέραιη παράσταση της Γεννήσεως στην Κύπρο.
Η Aγία του Χριστού Γέννησης, η οποία κατά τον Μέγα Βασίλειο αποτελεί «κοινή εορτή πάσης της κτίσεως και την γενέθλιο ημέρα της ανθρωπότητας», αποτελεί μια από τις πιο συχνές σκηνές στην τέχνη των ορθοδόξων εκκλησιών σ' ολόκληρο τον κόσμο. Η Γέννηση του Θεανθρώπου απεικονίζεται όχι μόνο σε εντοίχια ψηφιδωτά, τοιχογραφίες, φορητές εικόνες και μικρογραφίες χειρογράφων, αλλά και σε άλλα είδη τέχνης εκτός από τη ζωγραφική, όπως σε χρυσοκεντήματα, σε είδη αργυροχοΐας και ξυλόγλυπτα, όπου με άλλα μέσα και χωρίς τη δυνατότητα της απόδοσης λεπτομερειών, που έχει ο χρωστήρας δίνεται με πιο απλοποιημένο τρόπο το μήνυμα των Χριστουγέννων.
«Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει, και η γη το Σπήλαιον, τω απροσίτω προσάγει Άγγελοι μετά Ποιμένων δοξολογούσι. Μάγοι δε μετά αστέρος οδοιπορούσι». Το Χριστουγεννιάτικο κοντάκιο θέτει ήδη το θείο συμβάν μέσα από το λόγο.
Η κτίση συμμετέχει στο μυστήριο της Γεννήσεως του Θεού, γύρω από τη φάτνη του Θεανθρώπου. Όλα τα κτίσματα σκύβουν εκστατικά και προσφέρουν δείγματα ευλάβειας: «οι Άγγελοι τον ύμνον, οι ουρανοί τον Αστέρα, οι Μάγοι τα δώρα, οι Ποιμένες τα θαύμα, η γη το σπήλαιον, η έρημος τη φάτνην, ημείς δε Μητέραν Παρθένον». Προστίθενται, ακόμα, τα ζώα, τα φυτά, που εκπροσωπούν το ζωικό και φυτικό βασίλειο.
Σύμφωνα με την δρα Δήμητρα Παπανικόλα-Μπακιρτζή, διευθύντρια του Λεβέντειου Δημοτικού Μουσείου Λευκωσίας, και τον δρα Χριστόδουλο Χατζηχριστοδούλου, λειτουργό του Πολιτιστικού Ιδρύματος της Τράπεζας Κύπρου, σε βραχώδες τοπίο εικονίζεται σπήλαιο με τη Θεοτόκο πάνω σε στρωμνή και το Χριστό δίπλα της σπαργανωμένο σε φάτνη. Έξω από το σπήλαιο διαδραματίζονται διάφορες σκηνές, που συνδέονται με το γεγονός της Γεννήσεως. Οι ποιμένες δέχονται από τους αγγέλους το χαρμόσυνο άγγελμα. Οι σοφοί Μάγοι από την Ανατολή, Βαλτάσαρ, Μελχιόρ και Γάσπαρ έρχονται καθοδηγούμενοι από τον αστέρα να προσφέρουν τα πολύτιμα δώρα τους, χρυσό και λίβανο και σμύρνα, στο νεογέννητο Θείο Βρέφος.
Στο κάτω μέρος της παράστασης της Γεννήσεως εικονίζονται δύο ακόμα σκηνές, παρμένες από την Ιερά Παράδοση. Αριστερά ο Ιωσήφ καθισμένος κοιτάζει σκεπτικός και εκστατικός την εκ Παρθένου Γέννηση του Θεανθρώπου. Δεξιά απεικονίζεται το πρώτο λουτρό που δέχεται ο Χριστός ως βρέφος.
Η στάση της Παναγίας δηλώνει δογματικές αντιλήψεις. Η Παναγία εικονίζεται άλλοτε καθισμένη κοντά στη φάτνη, άλλοτε ανακεκλιμένη, άλλοτε γονατιστή και πιο σπάνια να θηλάζει. Στις περιπτώσεις που η Παναγία εικονίζεται να κάθεται δείχνοντας ότι δεν πέρασε τις ωδίνες του τοκετού τονίζεται η θεία προέλευση του Χριστού από την Παρθένο Μητέρα Του.
Τέτοια περίπτωση, σημειώνουν οι κα Μπακιρτζή και κ. Χατζηχριστοδούλου, είναι η απεικόνιση της Παναγίας στη σκηνή της Γεννήσεως στην εκκλησία της Παναγίας του Μουτουλλά, κοντά στην οροσειρά του Τροόδους. Οι περισσότερες ωστόσο παραστάσεις δείχνουν την Παναγία ξαπλωμένη σε στρωμνή να ξεκουράζεται, αποδεικνύοντας την ανθρώπινη φύση του Χριστού, την ενανθρώπιση του θείου και την πραγματικότητα του γεγονότος.
Γύρω από το κεντρικό θέμα με την Παναγία και τον Χριστό, η απεικόνιση συμβάντων με μη ιερά πρόσωπα δίνει την ευχέρεια στον τεχνίτη να αποδώσει χαριτωμένες βουκολικές κυρίως σκηνές και να αποτυπώσει με αφέλεια και ρεαλισμό στοιχεία και στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής.
Μέσα από τις απεικονίσεις της Γεννήσεως μπορεί κανείς να παρακολουθήσει την πορεία της βυζαντινής τέχνης και ειδικότερα της ζωγραφικής στην Κύπρο, επισημαίνουν οι δύο επιστήμονες. Όπως εξηγούν κατά τον 11ο και 12ο αιώνα «η Κύπρος βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της Κωνσταντινούπολης και έχει στενές σχέσεις με αυτή»
Αυτοκράτορες και υψηλά ιστάμενοι αξιωματούχοι γίνονται ιδρυτές μονών και αναλαμβάνουν τη δαπάνη ανέγερσης και τοιχογράφησης εκκλησιών. Κωνσταντινουπολίτες ζωγράφοι έρχονται να ιστορήσουν ναούς και μοναστήρια. Ανάμεσα τους ζωγραφισμένη στα 1192 και η εκκλησία της Παναγίας του Άρακος, στην οποία σώζεται η πιο παλιά ακέραιη παράσταση της Γεννήσεως στην Κύπρο. Η υστεροκομνήνεια παράδοση επιβιώνει στην Κύπρο και μετά την κατάληψή της από τους Σταυροφόρους στα 1911.
Παράλληλα, η Κύπρος αποκομμένη από την τέχνη της πρωτεύουσας δέχεται επιδράσεις από την Ανατολή και τη λεγόμενη σταυροφορική τέχνη. Δείγμα της ζωγραφικής αυτής είναι τοιχογραφίες στην εκκλησία της Παναγίας του Μουτουλλά (1280).
Κατά τον 14ο αιώνα οι επαφές με το Βυζάντιο αποκαθίστανται εν μέρει και η ζωγραφική της Κύπρου γνωρίζει την παλαιολόγεια τέχνη.
Εξάλλου, Κύπριοι σπουδάζουν στην Ιταλία και γνωρίζουν την τέχνη και τις αντιλήψεις της Αναγέννησης. Τις σχέσεις αυτές μαρτυρεί σειρά τοιχογραφιών, όπως αυτές στο παρεκκλήσιο του Ακαθίστου Ύμνου στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή, στον Καλοπαναγιώτη, γύρω στα 1500.
Στο β΄μισό του 15ου αιώνα αναπτύσσεται η Κυπριακή Σχολή ζωγραφικής, η οποία διατηρεί αφενός τη μακροχρόνια παράδοση της βυζαντινής ζωγραφικής και αφετέρου αφομοιώνει τις επιδράσεις της ιταλικής τέχνης. Η τέχνη αυτή έδωσε μεγάλο αριθμό τοιχογραφιών και φορητών εικόνων σ΄ ολόκληρη την Κύπρο. Μεταξύ αυτών οι τοιχογραφίες του καθολικού της Μονής Αγίου Νεοφύτου στην Πάφο, οι τοιχογραφίες στην εκκλησία του Σταυρού του Αγιασμάτι στην Πλατανιστάσα, της εκκλησίας της Παναγίας στο Παλαιχώρι και άλλες.
Η Ορθόδοξη κατ' Ανατολάς Εκκλησία χρησιμοποιεί ξύλινους φορητούς πίνακες με θρησκευτικές παραστάσεις, όπως τα επιστύλια, που τοποθετούσαν πάνω από το τέμπλο, οι φορητές εικόνες για το εικονοστάσι και το προσκυνητάρι.
Το θέμα της Γεννήσεως απαντάται σε επιστύλια, ήδη από τον 14ο αιώνα. Η δημιουργία των ψηλών ξυλόγλυπτων εικονοστασίων κατά τον 16ο αιώνα συμπεριέλαβε και εικόνες από τη ζωή του Χριστού, το Δωδεκάορτο. Ανάμεσα στις εικόνες της Γεννήσεως ξεχωρίζουν αυτές από τη Δερύνεια, το Κλωνάρι και το Κούρδαλι.
Στα 1571 η Κύπρος καταλαμβάνεται από τους Τούρκους και υπάγεται υπό το ίδιο καθεστώς με τον υπόλοιπο βυζαντινό κόσμο. Η βυζαντινή παράδοση επιβιώνει αναπτύσσοντας την τοπική μεταβυζαντινή τέχνη, όπως αυτή παρουσιάζεται μέσα από εικόνες, χρυσοκεντήματα, έργα ξυλογλυπτικής και αργυροχρυσοχοΐας. Δείγμα ύστερης μεταβυζαντινής ζωγραφικής στην Κύπρο είναι οι τοιχογραφίες του καθεδρικού ναού του Αγίου Ιωάννου των ετών 1740-1750 στη Λευκωσία, όπως επίσης και σειρά φορητών εικόνων.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
σχόλια