Ο εκλεγμένος πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ θα είχε καταδικαστεί για προσπάθεια να ανατρέψει τα αποτελέσματα των προεδρικών εκλογών του 2020, αν δεν είχε εκλεγεί τον Νοέμβριο του 2024, σύμφωνα με έκθεση του υπουργείου Δικαιοσύνης που δόθηκε στο Κογκρέσο.
«Τα αποδεικτικά στοιχεία ήταν επαρκή για να καταδικαστεί», ανέφερε η έκθεση του ειδικού εισαγγελέα Τζακ Σμιθ. Το έγγραφο 137 σελίδων στάλθηκε στο Κογκρέσο αφού η δικαστής Αϊλίν Κάνον άνοιξε τον δρόμο για τη δημοσιοποίηση του πρώτου από τα δύο μέρη της έκθεσης του Σμιθ, για την υπόθεση με την παρέμβαση στις εκλογές.
Στο μεταξύ, διέταξε μια ακρόαση αργότερα μέσα στην εβδομάδα για το αν θα δημοσιοποιηθεί το μέρος της έκθεσης σχετικά με τους ισχυρισμούς ότι ο Τραμπ διατηρούσε παράνομα απόρρητα κυβερνητικά έγγραφα. Επίσης, σημειώνεται πως ο ειδικός εισαγγελέας, Τζακ Σμιθ, παραιτήθηκε από τη θέση του την περασμένη εβδομάδα. Ο Σμιθ διορίστηκε το 2022 για να επιβλέπει τις έρευνες του υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ για τον Τραμπ που αναλαμβάνει καθήκοντα στις 20 Ιανουαρίου.
Ο Τραμπ κατηγορήθηκε ότι διατηρούσε παράνομα έγγραφα και, σε ορισμένες περιπτώσεις και τα αποθήκευε σε δωμάτια στο θέρετρο Mar-a-Lago στη Φλόριντα, την κατοικία του στην οποία ανήκει. Στην υπόθεση παρέμβασης στις εκλογές του 2020, κατηγορήθηκε για συνωμοσία για την ανατροπή του εκλογικού αποτελέσματος τότε. Και οι δύο υποθέσεις κατέληξαν σε ποινικές διώξεις κατά του Τραμπ, ο οποίος δήλωσε αθώος, χαρακτηρίζοντας τις διώξεις ως πολιτικά υποκινούμενες.
Όμως, ο Σμιθ έκλεισε τις υποθέσεις μετά την εκλογή του Τραμπ τον Νοέμβριο, σύμφωνα με τους κανονισμούς του υπουργείου Δικαιοσύνης που απαγορεύουν τη δίωξη ενός εν ενεργεία προέδρου. Πράγματι, στην έκθεση που κυκλοφόρησε, ο Σμιθ δηλώνει: «Η άποψη του υπουργείου Δικαιοσύνης ότι το Σύνταγμα απαγορεύει τη δίωξη ενός προέδρου».
Με πληροφορίες από BBC