Ενόσω περί τους 1400 Ισραηλινούς πολίτες έπεσαν θύματα βασανισμού, βιασμών και αρκετοί δολοφονήθηκαν και μετά την αρπαγή 200 ομήρων από την παλαιστινιακή οργάνωση Χαμάς οι Ισραηλινοί καλλιτέχνες Dede Bandaid και Nitzan Mintz, που βρίσκονταν στην Νέα Υόρκη για ένα τρίμηνο residency, θέλησαν να πάρουν κάποιες πρωτοβουλίες.
«Ήμασταν πολύ μακριά από την πατρίδα μας και νιώθαμε με κομμένα τα χέρια για να αντιδράσουμε. Θελήσαμε να κάνουμε κάτι για να ευαισθητοποιήσουμε τον κόσμο και να τον ενημερώσουμε σχετικά με το τι συνέβη. Έπρεπε όλοι να καταλάβουν ότι πρόκειται για πραγματικούς ανθρώπους που απήχθησαν», δηλώνει ο street art από το Τελ Αβίβ και σχολιαστής του αστικού ιστού Dede Bandaid στον Observer. «Ξαφνικά ήρθαμε σε επαφή με αυτή την εμβληματική εικόνα ενός αγνοούμενου επάνω σε ένα κουτί γάλα». Η ιδέα ήταν σωστή, αλλά δεν υπήρχε τρόπος να δημιουργηθούν χιλιάδες κουτιά γάλατος με τα ονόματα και τα πρόσωπα των ομήρων τόσο γρήγορα και να διανεμηθούν άμεσα. Έτσι ο Bandaid μαζί με την Nitzan Mintz επαναχρησιμοποίησαν την ιδέα για τη δημιουργία αφισών σχεδιασμένων με την ίδια εικόνα και αίσθηση, τις οποίες και παρήγαγαν σε συνεργασία με τους γραφίστες Tal Huber και Shira Gershoni από το Ισραήλ.
«Πρόκειται μόνο για μια προσπάθεια ανθρωπισμού και μια χειρονομία τέχνης που ελπίζουμε ότι μπορεί να αναπτυχθεί αρκετά ώστε να ασκήσει πίεση στους πολιτικούς και στους ανθρώπους που διαπραγματεύονται και μπορούν να πατήσουν τα σωστά κουμπιά για να επιτευχθεί η ελευθερία».
Οπτικά εντυπωσιακές χάρη στα χρώματα και τις γραμματοσειρές που επιλέχθηκαν, οι αφίσες «Kidnapped» έχουν μια τρομακτική ομοιότητα με τα κουτιά γάλακτος για τα αγνοούμενα παιδιά της δεκαετίας του 1980 στη Νέα Υόρκη. Κι ενώ ετοιμαζόντουσαν να αρχίσουν να τις αναρτούν δεν άργησαν να εμφανιστούν στους δρόμους του Βερολίνου, του Μπουένος Άιρες, της Λισαβόνας και άλλων πόλεων. Ο Bandaid εξηγεί: «Την ίδια μέρα που τυπώσαμε 2.000 αφίσες περπατήσαμε με ένα κουτί γεμάτο με αυτές κάνοντας έναν αγώνα δρόμου να τις κολλήσουμε στους δρόμους κι όπου αλλού μπορούσαμε όσο το δυνατόν περισσότερες. Ξεκινήσαμε την πρώτη μέρα από το Σέντραλ Παρκ προς το Λόουερ Μανχάταν ενώ στη διαδρομή, τις μοιράζαμε σε διάφορους ανθρώπους ζητώντας τους να τις αναρτήσουν στις γειτονιές τους».
Μέσα σε μία ή δύο ημέρες, οι αφίσες ήταν παντού -τόσο στη Νέα Υόρκη όσο και αλλού- και πολλοί αναρωτιόντουσαν από πού ήρθαν. Ήταν σα να είχαν εμφανιστεί από το πουθενά, εν μία νυκτί. Δύο εβδομάδες αργότερα, άνθρωποι από όλο τον κόσμο επικοινωνούσαν με τον Bandaid και τη Mintz για να αποκτήσουν πρόσβαση στις εικόνες και να δημιουργήσουν στρατηγικές διανομής.
Το όλο πρότζεκτ ωστόσο παραμένει χωρίς χρηματοδότηση, αλλά έχει αποκτήσει τη δική του ζωή και μάλιστα με περισσότερους από έναν τρόπους. Καθώς κανένας επίσημος κατάλογος με ονόματα Ισραηλινών ομήρων δεν έχει κυκλοφορήσει, οι Bandaid και Mintz βασίστηκαν στην προφορική επικοινωνία για τη δημιουργία αυτών των αφισών. Ο κόσμος τους παίρνει τηλέφωνο, στέλνει email ή μηνύματα για να ζητήσουν να δημιουργήσουν αφίσες για τους δικούς τους αγνοούμενους. Εντωμεταξύ δεν έχουν σταματήσει να δημοσιεύουν τις αφίσες σε έναν ιστότοπο από όπου ο καθένας μπορεί να τις κατεβάσει και να τις εκτυπώσει.
Μέχρι αυτή τη στιγμή της δημοσίευσης, έχουν αναρτηθεί εβδομήντα επτά αφίσες στον ιστότοπο - η καθεμία με μια φωτογραφία αγνοούμενου μαζί με το όνομα, την ηλικία και μια περιγραφή του τι πιθανώς του/της συνέβη εκείνη την αδιανόητη ημέρα. Η ηλικία των ομήρων κυμαίνεται από μωρά 3 μηνών έως ηλικιωμένους 85 ετών. Παραδόξως, παρόλο που το πρότζεκτ, όπως αναφέρει ο επίσημος ιστότοπος, έχει εξελιχτεί σε «ένα από τα πιο διαδεδομένα δημόσια έργα τέχνης αντάρτικου στην ιστορία», η επιτυχία του αποκάλυψε το γεγονός ότι τα συναισθήματα του κοινού είναι διχασμένα σχετικά με αυτή τη σκοτεινή ιστορική στιγμή.
Σχεδόν αμέσως μόλις αναρτήθηκαν οι πρώτες αφίσες στις γειτονιές της Νέας Υόρκης, οι κάμερες έπιασαν ανθρώπους να τις κατεβάζουν με τη βία, ίσως ως έναν τρόπο να δηλώσουν την υποταγή τους στο ένα στρατόπεδο έναντι του άλλου, σε έναν πόλεμο με τη μεγαλύτερη πρόσβαση του κοινού μέσω της εικόνας σε αυτόν. Κι όμως, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η Χαμάς είναι μια πασίγνωστη διεθνώς τρομοκρατική οργάνωση και ότι η πλειονότητα των ομήρων είναι άμαχοι. Κι ας έχουμε υπ΄όψιν μας ακόμα μία παράμετρος της πολυπλοκότητας του θέματος πίσω από τον βανδαλισμό των αφισών των αγνοουμένων: το γεγονός ότι ορισμένοι από αυτούς είναι Αμερικανοί και Γερμανοί πολίτες.
«Όταν οι άνθρωποι σκίζουν ένα κομμάτι χαρτί, σκέφτονται με το μυαλό τους ότι καταστρέφουν το Ισραήλ, τη χώρα, την οντότητα του», λέει η Mintz, η οποία δηλώνει εικαστικός ποιητής. «Αυτό δεν ισχύει σε καμία περίπτωση. Οι άνθρωποι πρέπει να μη ξεχνάνε, αν έχουν κάποια αξιοπρέπεια ως ανθρώπινα όντα, ότι αυτά τα μωρά κρατούνται υπό παρανοϊκές συνθήκες ένας Θεός ξέρει πού όσο εκείνοι σκίζουν πρόσωπα επάνω σε ένα χαρτί».
«Είναι μια απάνθρωπη πράξη», συμπληρώνει ο Bandaid και συνεχίζει: «Οι αφίσες περιλαμβάνουν φωτογραφίες μωρών και ηλικιωμένων ανθρώπων, μεταξύ άλλων. Πώς μπορούν να τις σκίζουν; Αυτό υπερβαίνει τη σύγκρουση Ισραήλ-Παλαιστίνης». Οι δυο τους, Bandaid και Mintz επισημαίνουν ότι δεν λειτουργούν ως πολιτική οργάνωση. «Κανείς μας δεν είναι πολιτικός ούτε υποστηρίζεται από κάποιο θεσμικό όργανο» λέει χωρίς περιστροφές ο Bandaid. «Πρόκειται μόνο για μια προσπάθεια ανθρωπισμού και μια χειρονομία τέχνης που ελπίζουμε ότι μπορεί να αναπτυχθεί αρκετά ώστε να ασκήσει πίεση στους πολιτικούς και στους ανθρώπους που διαπραγματεύονται και μπορούν να πατήσουν τα σωστά κουμπιά για να επιτευχθεί η ελευθερία».
Το αν αυτή η ελπίδα θα πραγματοποιηθεί μένει να φανεί, αλλά ένα πράγμα είναι βέβαιο. Όταν οι ιστορικοί αναλύσουν τελικά αυτή τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, το πρότζεκτ των Bandaid και Mintz «Kidnapped» θα προσφέρει αποδείξεις μέσα από εικόνες και από πρώτο χέρι τόσο το μέγεθος της ανθρώπινης ενσυναίσθησης όσο και το μέχρι που φτάνει το ανθρώπινο μίσος.
Με πληροφορίες από το Observer