Μόλις το ένα τρίτο των παιδιών κάτω των δύο ετών σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες σιτίζεται με τα απαραίτητα για υγιή ανάπτυξη, προειδοποιεί η Unicef, σημειώνοντας πως δεν έχει επιτευχθεί προόδος για τη βελτίωση της διατροφής τους την περασμένη δεκαετία.
Η υπηρεσία των Ηνωμένων Εθνών για τα παιδιά, σε έκθεσή της που δημοσιεύτηκε σήμερα, αποδίδει την επισιτιστική επισφάλεια σε 91 χώρες σε ένα συνδυασμό κρίσεων, από την πανδημία κορωνοϊού έως τις κατά τόπους συγκρούσεις.
Σύμφωνα με την έκθεση, τα μισά παιδιά ηλικίας από έξι έως 23 μηνών σε ένα φάσμα αναπτυσσόμενων χωρών, δεν σιτίζονται με τον ελάχιστο αριθμό ημερήσιων γευμάτων.
Ως αποτέλεσμα της κακής διατροφής, τα παιδιά μένουν πίσω στο σχολείο, γίνονται πιο ευάλωτα σε ασθένειες και υποφέρουν από τις επιπτώσεις τού υποσιτισμού - στασιμότητα στην ανάπτυξη, εξασθένηση οργανισμού, αδυνάτισμα ή πρήξιμο.
Όπως εκτιμά η Unicef, πάνω από 11 εκατομμύρια παιδιά κάτω των δύο ετών είναι ευπαθή στην εξασθένιση που προκαλεί η ελλιπής σίτιση, παγκοσμίως.
Η διατροφή ήταν χειρότερη για τα παιδιά των φτωχώτερων ή των αγροτικών οικογενειών, σύμφωνα με την έκθεση, και διαφοροποιείτο ανά περιοχή. Για παράδειγμα, στη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική το ποσοστό των παιδιών μεταξύ έξι και 23 μηνών που λάμβαναν το ελάχιστο των καθημερινών γευμάτων έφτανε το 62% ,σε αντίθεση με την Αφρική όπου δεν ξέπερνούσε το 25% και την Ασία που άγγιζε μόλις το 19%.
Σύμφωνα με την έκθεση, πολλές οικογένειες πλέον αγοράζουν το φαγητό τους αντί να το παράγουν, ακόμη και στις γεωργικές περιοχές, κάτι που τους καθιστά εξαρτώμενους από τα συστήματα παραγωτής και διανομής φαγητού.
Με πληροφορίες από Guardian