Δεν ξέρω αν υπάρχει μια συγκεκριμένη φόρμουλα αποδόμησης της σχέσης ποδοσφαίρου και πολιτικής. Αν, ίσως το ποδόσφαιρο είναι μονάχα μια καμουφλαρισμένη μορφή κοινωνικού οπίου, ώστε η πολιτική εξουσία να βρίσκει όλο και λιγότερα εμπόδια στα μεγαλεπήβολα σχεδία της. Ή αν εν τέλει η δύναμη του κοινωνικού φαινομένου που λέγεται ποδόσφαιρο είναι τόσο σπουδαία ώστε η πολιτική εξουσία να εκβιάζεται από τους δημοφιλείς πολιτικοποιημένους αθλητές, τις φίλαθλες ή και κάποιες φορές οπαδολάγνες μάζες της εποχής μας. Η σχέση της πολιτικής με το ποδόσφαιρο ήταν ανέκαθεν θέμα συζήτησης είτε σε θεωρητικό επίπεδο, είτε με συγκυριακές αφορμές όπως η διεξαγωγή μιας μεγάλης διοργάνωσης.
Δίχως άλλο, πολιτική και ποδόσφαιρο αλληλοεπιδρούν, αλληλοεξαρτούνται, αλληλοδιαμορφώνονται κάτω από το ευρύτερο κοινωνικό φάσμα ύπαρξής τους. Πολλοί από τους διάσημους και επιτυχημένους σύγχρονους ποδοσφαιριστές διατηρούν τη δική τους ξεχωριστή πολιτική ιδεολογία αυτοκαθορισμού και κινητοποίησης και δεν διστάζουν να την δημοσιοποιήσουν. Άνθρωποι που κρύβουν πίσω από τις φανέλες τους αιτήματα εθνικών μειονοτήτων, γνήσια πολιτικά προτάγματα, θρησκευτικούς δογματισμούς. Δείτε μερικές από τις πιο απροκάλυπτες περιπτώσεις πολιτικοποιημένων ποδοσφαιριστών σε μια προσπάθεια να καλυφθεί όλο το φάσμα από την αριστερά στην δεξιά με την πρώτη να υπερεκπροσωπείται για λόγους υποκειμενικούς αλλά και γιατί οι ανήκοντες σε αυτή το φωνάζουν πιο εύκολα.
Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα
Ο Ντιέγκο του λαού...
Το ότι γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1960 στο χωριό Φιορίτο μία από τις πιο φτωχότερες συνοικίες στο Βόρειο μέρος του Μπουένος Άιρες, θα μπορούσε να μην είναι λόγος διαμόρφωσης της πολιτικοποιημένης ποδοσφαιρικής του προσωπικότητας. Αλλά, ο Ντιέγκο μεγάλωσε στα χρόνια του τρόμου της Αργεντίνικης χούντας του Βιντέλα, αναπτύσσοντας μια ξεκάθαρα αριστερή πολιτική συνείδησή. Η κοινωνική πραγματικότητα της γειτονιάς του απέκτησε για τον Ντιέγκο μια «ταξική» ερμηνεία». Πριν το μεγάλο άλμα στην Ευρώπη, έπαιξε στην ομάδα του «λαού» της χώρας του, την Μπόκα Τζούνιορς, ένα πολιτικό σύμβολο αντίθεσης με την ομάδα του πλούτου, τους «εκατομμυριούχους» τη Ρίβερ Πλέιτ. Αλλά και στην καριέρα του στο Ιταλικό καμπιονάτο συνέδεσε τον εαυτό του με τη Νάπολι, ομάδα-θρύλο των λαϊκών στρωμάτων και των φτωχικών συνοικιών της Νότιας Ιταλίας, έναντι των οικονομικών κολοσσών του Βιομηχανικού Βορρά.
Σήμερα, μετά από την απεξάρτησή του από το αμαρτωλό του παρελθόν, ακόμη πιο έντονα πολιτικοποιημένος, δεν διστάζει να τα βάζει συχνά πυκνά με την πολιτική του δυτικού κόσμου, δηλώνοντας υπερασπιστής των φτωχών και κατατρεγμένων. Οι κινήσεις του παραπέμπουν σε ένα μοντέρνο «Ρομπέν των δασών». Ο μύθος των γηπέδων έχει αποτυπώσει την ιδεολογική ταυτότητά του στο πόδι του με ένα τατουάζ της μορφής του προσωπικού του φίλου και παιδικού του ινδάλματος Φιντέλ Κάστρο. Στο μπράτσο του έχει «χτυπήσει» την εικόνα του ήρωα του Τσε Γκεβάρα. Η σχέση του με την σοσιαλιστική Κούβα είναι εξάλλου (έχει δηλώσει ότι την θεωρεί δεύτερη πατρίδα του) και αποτέλεσμα της ιδεολογίας του.
Σε αντίθεση με άλλους μεγάλους ποδοσφαιριστές, όπως ο Πελέ, ο Μαραντόνα χρησιμοποίησε τη διασημότητα που κέρδισε από το ποδόσφαιρο ως πολιτική πλατφόρμα. Συνέδεσε στο μυαλό του την εθνική ομάδα της Αργεντινής και την Νάπολι, τους δύο καταπιεσμένους Νότους. Έχει κατά καιρούς κάνει επιθετικές δηλώσεις εναντίον του Πάπα, του Μπιλ Κλίντον, έχει κατηγορήσει τον ισχυρό άνδρα του ποδοσφαίρου δρα Ζοάο Χαβελάνζ, τον πρόεδρο της ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας της Αργεντινής Γκροντόνα και, φυσικά, ως γνήσιος εχθρός της εξουσίας, ουδέποτε μπόρεσε να έχει αρμονικές σχέσεις με τους εργοδότες του. Ο Εμίρ Κουστουρίτσα γύρισε ένα ντοκιμαντέρ για την πολυτάραχη ζωή του.
Ο Ντιέγκο μίλησε για την φτώχεια, την παιδική του ηλικία και τον λαό που αγαπάει: «Οι φτωχοί άνθρωποι δεν θα σε προδώσουν ποτέ. Πολλοί φίλοι μου, ένας μάνατζερ μου με λήστευαν συχνά. Οι φίλοι μου όμως από το Φιορίτο έμειναν για πάντα οι ίδιοι. Αυτή είναι η αληθινή τοποθεσία της φτώχειας. Μπορεί να υπάρχει περισσότερη άσφαλτος αλλά το χωριό είναι ακόμα όσο φτωχό ήταν και όταν εγώ ζούσα εκεί. Οι πολιτικοί, οι άνθρωποι της κυβέρνησης, οι επιχειρηματίες γίνονται όλο και πιο πλούσιοι. Είχα πολλές φορές την τύχη να γίνω ένας από αυτούς αλλά αρνιόμουν. Και ο λόγος είναι ότι θα έπρεπε να κλέψω απ' τους φτωχούς...Τα λεφτά παίρνουν το χρόνο σου. Πρέπει να διατηρείς την αξιοπρέπειά σου, την τιμή σου και την καλή υγεία σου. Κοιτάξτε την έκανε η Αμερική στην Λατινική Αμερική στην δεκαετία του 1970. Εγκαθίδρυσαν στρατιωτικά καθεστώτα, σκότωσαν αθώους πολίτες στην Αργεντινή, στη Χιλή, στη Νικαράγουα, στη Γουατεμάλα. Πρώτα σε βαράνε και μετά σε αφήνουν να υποφέρεις. Η Αργεντινή, η Βραζιλία η Βενεζουέλα είμαστε σήμερα όλοι μαζί και λέμε δυνατά και καθαρά μπροστά τους τι πιστεύουμε για αυτόν το δολοφόνο τον Μπους».
Ολεγκέρ Πρέσας
Καταλανός και Αριστερός ...
Γεννήθηκε στις 2/2/1980 στο χωριό Σανταμπέλ της Καταλονίας. Σήμερα ο Ολεγκέρ είναι ένας έντονα πολιτικοποιημένος ποδοσφαιριστής, διανοούμενος, συγγραφέας, ποιητής και φανατικός θιασώτης της «καταλανικής ιδέας». Πρόσφατα παρουσίασε στο πολιτικό κτίριο Καν Βίες, δημοτικό ακίνητο της Βαρκελώνης γνωστό από παλιές καταλήψεις, το βιβλίο που συνέγραψε μαζί με τον ποιητή Ροκ Κασαγκράν «Cami d' Itaka – Επιστροφή στην Ιθάκη». Σύμφωνα με τους «αφισιονάδος» της Μπαρτσελόνα το ποίημα του Καβάφη «Ιθάκη» είναι το αγαπημένο του Ολεγκέρ. Μέσα από το βιβλίο, ο Ολεγκέρ δεν μένει μόνο στην ποδοσφαιρική διάσταση της αγάπης του για την Μπαρτσελόνα, αλλά αναλύει μια σειρά από άλλα ζητήματα: Θέματα της καθημερινότητας, πολιτικά, ιστορικά και κυρίως θέματα της Καταλονίας και του αγώνα ανεξαρτησίας της από την υπόλοιπη Ισπανία.
Ταυτοποιεί κατά κάποιο τρόπο την Μπαρτσελόνα με τις καταλανικές αξίες και υπογραμμίζει την ιστορική και κομβική σημασία της πόλης στον αντι-Φρανκικό – αντιδικτατορικό αγώνα. Δηλώνει: «η ομάδα που υποστηρίζεις δεν μπορεί να είναι παράταιρη από τα πολιτικά πιστεύω σου». Και τα πιστεύω του Ολεγκέρ είναι ξεκάθαρα και αδιαπραγμάτευτα. Πριν από χρόνια και συγκεκριμένα για το Euro 2008 ξεκαθάρισε στον Ομοσπονδιακό προπονητή Αραγονές που θέλησε να τον καλέσει ότι η εθνική Ισπανίας δεν τον αντιπροσωπεύει. Αντίθετα είναι διαθέσιμος για την εθνική Καταλονίας όποτε αυτή σχηματιστεί. Μέσα στην Ιθάκη του ο Ολεγκέρ συναντά ακρογωνιαίους λίθους της παγκόσμιας αριστεράς αλλά και του καταναλικού αγώνα όπως o Xιλιανός τραγουδιστής Βίκτορ Χάρα, -δολοφονηθέντας από την χούντα του Πινοσέτ-, ο Τσε Γκεβάρα, ο Γκαρθία Λόρκα, η Καταλανή ποιήτρια Μαρία Μερσέ Μαρσάλ.
Χοσέ Άνγχελ Ιρίμπαρ
Για την ανεξαρτησία των Βάσκων...
Γνωστός και με το παρατσούκλι «el Chopo, – η Λεύκα» ο Βάσκος Χοσέ Άνχελ Ιρίμπαρ γεννήθηκε το 1943 στην περιφέρεια της Γουϊπόθκα. Πρόλαβε και μεγαλούργησε ως παίκτης κάτω από τα δοκάρια της μεγάλης Αθλετίκ ντε Μπιλμπάο, ένα σαφές ιδεολογικό όχημα των Βασκικών αιτημάτων ανεξαρτησίας. Έτσι ο Ιρίμπαρ απέκτησε μια συγκεκριμένη πατριωτική ιδεολογική απόχρωση την οποία και φρόντιζε με κάθε δυνατό τρόπο να διαδίδει. Στις 5 Δεκεμβρίου 1975 πριν από ένα παιχνίδι ενάντια στην Ρεάλ Σοσιεδάδ, ο Ιρίμπαρ και ο αρχηγός της Σοσιεδάδ Ιγκνάθιο Κορταμπαρία εμφανίστηκαν στον αγωνιστικό χώρο κρατώντας την σημαία των Βάσκων (Ικουρίνια) και την τοποθέτησαν στο κέντρο του γηπέδου.
Αυτή ήταν και η πρώτη δημόσια εμφάνιση της βασκικής σημαίας μετά τον θάνατο του Φράνκο. Μετά το τέλος της ποδοσφαιρικής του καριέρας ασχολήθηκε ακόμη πιο έντονα με την πολιτική σε σημείο που ηγήθηκε της συγκρότησης της εκλογικής κίνησης του Βάσκου πολιτικού Έρι Μπατασούνα. Ακόμη και σήμερα ο Ιρίμπαρ αν και αποτελεί έναν ποδοσφαιριστή σύμβολο για τους Βάσκους πολλές φορές στηλιτεύετε ως υποκριτής. Και αυτό γιατί φόρεσε την φανέλα της Ισπανίας για 49 φορές και υπήρξε ενεργό μέλος της ομάδας που κατέκτησε το Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα του 1964 στην Ισπανία.
Ρόμπι Φάουλερ
Στο «Κόκκινο» λιμάνι...
Φαίνεται ότι οι όλοι όσοι έχουν μια ακατάσχετη τάση στην αλητεία, την παρανομία και την κακή εξωγηπεδική ζωή έχουν συνάμα και μια τάση προς την πολιτικοποίησή τους στο μετερίζι της (λούμπεν) αριστεράς. Ο Ρόμπι κατάγεται από το λιμάνι του Λίβερπουλ. Γεννήθηκε εκεί στις 9 Απριλίου 1975 και ανήμερα των 17ων γενεθλίων του, δηλαδή στις 9 Απριλίου 1992 έκανε το επίσημο ντεμπούτο του με την ομάδα του Μέρσεσαϊντ. Ο Ρόμπι συνδέθηκε έντονα με τον λαό της πόλης, την έντονη αντιπαράθεση των κόκκινων με τους «εφοπλιστές» της Έβερτον με αποτέλεσμα να αναπτύξει φιλολαϊκές και φιλεργατικές απόψεις.
Στον ημιτελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων τον Μάρτιο του 1997 στον αγώνα Λίβερπουλ – Μπραν ο Φάουλερ σκόραρε και πανηγύρισε γκολ του δείχνοντας ένα T-shirt με μηνύματα αλληλεγγύης προς τους τότε διαμαρτυρόμενους λιμενεργάτες του Λίβερπουλ. Οι εργάτες είχαν μείνει χωρίς δουλειά για περίπου 18 μήνες απεργώντας για λόγους ασφαλείας στον χώρο εργασίας τους. Η UEFA τιμώρησε εν τέλει τον ποδοσφαιριστή με πρόστιμο, αλλά αυτό δεν εμπόδισε το κακό παιδί της Λίβερπουλ να συνεχίσει να προβάλει τα πολιτικά του φρονήματα, τα οποία χαρακτηρίζονται από την πλήρη έλλειψη ιδεολογικής υποδομής. Πολύ περισσότερο μοιάζουν με ηθικά ή και ακόμα ενοχικά συναισθήματα που πηγάζουν από τους προσωπικούς του τραπεζικούς λογαριασμούς.
Έτσι η πολιτική του δραστηριοποίηση στον ευρύτερο χώρο της αριστεράς έχει εσχάτως εξελιχθεί στην ανάπτυξη έντονου φιλανθρωπικού έργου. Οι ποδοσφαιρόφιλοι της Μεγάλης Βρετανίας τον πειράζουν για την αμύθητη πλέον περιουσία του τραγουδώντας στου ρυθμούς του Yellow Submarine το στιχάκι «We all live in a Robbie Fowler House». Ο τίτλος, λοιπόν, της πολιτικής σταδιοδρομίας του Ρόμπι Φάουλερ θα μπορούσε να είναι αριστερά και ρεφορμισμός. Κόκκινη φανέλα, .... «ροζ» ιδέες.
Γιούργκεν Κλίνσμαν
Ισορροπημένος και κεντρώος...
Η ερωτική του σχέση με τα αντίπαλα δίκτυα είναι το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο μυαλό όταν ακούω το όνομα Γιούργκεν Κλίνσμαν. Κι όμως πέρα από δεινός σκόρερ, προπονητής και σταρ του ποδοσφαίρου ο άλλοτε ηγέτης μιας νάσιοναλμανσαφτ που θύμιζε ομάδα με τα όλα της, ο Κλίσνμαν ασχολείται έντονα και με την πολιτική. Αν πρέπει να τον εντάξουμε κάπου, ανήκει στον πολιτικό χώρο του «κέντρου», άντε της «κεντροαριστεράς» αν είμαστε ιδιαίτερα ευγενείς με το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της δεκαετίας του 1990.
Όταν δε, το SPD και ο καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ δεν κατόρθωσε να διατηρήσει την καγκελαρία στις εκλογές του 2006 ο Γιούρκεν Κλίζμαν δήλωσε ευθαρσώς: «έπρεπε να δοθεί στον Σρέντερ και δεύτερο ημίχρονο. Μην ξεχνάμε πως η πολιτική του έχει φέρει σπουδαία αποτελέσματα». Αν και έχει βολιδοσκοπηθεί πολλές φορές από το SPD να συμμετάσχει σε κάποιους από τους εκλογικούς του συνδυασμούς είτε σε βουλευτικό, είτε σε δημοτικό επίπεδο, ο Κλίζμαν αρνείται εξαιτίας της μόνιμης διαμονής του στο πολυτελές σπίτι του στην Καλιφόρνια των Ηνωμένων Πολιτειών. Τόσο οι ποδοσφαιρικές – προπονητικές του επιδώσεις όσο και οι ευρέως γνωστές σοσιαλδημοκρατικές του απόψεις σηματοδοτούν την ιδεολογική ταυτότητά του και εμπνέουν ομοϊδεάτες του από όλους του χώρους.
Πολ Μπράιτνερ
Ιδεολόγος με ανάλογη εμφάνιση...
Γεννήθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου του 1951 στο Κόλμπεμουρ της Βαυαρίας. Για 48 φορές φόρεσε την φανέλα της εθνικής Γερμανίας και κάλυψε με επιτυχία το αριστερό άκρο της άμυνας. Ξεχώριζε για την εξαιρετική τεχνική του κατάρτιση και τις επιθετικές επελάσεις του αλλά και για το ... αναρχοαυτόνομο στυλ του, κάτι που του έδωσε το παρατσούκλι «ο αφρικανός». Φυσικά η φυσιογνωμία του αυτή ήταν απόρροια των πολιτικών του πεποιθήσεων.
Είναι ένας από τους λίγους ποδοσφαιριστές που έχουν κατορθώσει να σκοράρουν σε 2 τελικούς Παγκοσμίου Κυπέλλου μαζί με τους Πελέ, Βαβά, και Ζινεντίν Ζιντάν. Σχεδόν πάντα εξέφραζε ανοικτά και δημόσια τις επαναστατικές του πολιτικές απόψεις σε μια περίοδο και σε μια χώρα που κάτι τέτοιο ήταν ουσιαστικά ανεπίτρεπτο. Και με αυτό εννοούμε την πολιτική διχοτόμηση της Γερμανίας σε Ανατολική και Δυτική, μια διχοτόμηση που σήμαινε ότι ήταν ηθικά απαγορευτικό για κάθε Δυτικο-Γερμανό να εκφέρει φιλο σοσιαλιστικές απόψεις.
Ο Μπράιτνερ όμως κατέρριψε αυτόν τον κανόνα. Και μάλιστα η εξαιρετική αγωνιστική του αξία δεν σήμαινε ούτε την αγωνιστική του περιθωριοποίηση. Δε έπαψε ποτέ να δηλώνει ότι η παγκόσμια πτώση του καπιταλισμού θα είναι ευεργετική για την ανθρωπότητα. Η πολιτική του όμως απομυθοποίηση συνέβη όταν λίγο πριν το Παγκόσμιο Κύπελλο της Ισπανίας το 1982 γνωστή εταιρεία καλλυντικών πρόσφερε στον Μπράιτνερ το μυθικό ποσό των 150.000 μάρκων για να ξυρίσει τα «κομμουνιστικά» γένια του και εκείνος δεν κατόρθωσε να αρνηθεί.
Χόρχε Βαλντάνο
Κουλτούρα και πολιτική...
Στην επαρχία της Σάντα Φε της Αργεντινής, στην πόλη Λας Παρέχας γεννήθηκε στις 4 Οκτωβρίου του 1955 ο Χόρχε Βαλντάνο. Το παρατσούκλι που απέκτησε από τους περισσότερους συμπαίκτες του στο ξεκίνημα της καριέρας του, στην ομάδα Νιούελς Οντ Μπόις, ήταν «ο φιλόσοφος του ποδοσφαίρου» και αυτό καταδεικνύει ότι ο Βαλντάνο ήταν ένας σκεπτόμενος ποδοσφαιριστής. Κάτι που επίσης τον χαρακτηρίζει είναι κάποιες απίστευτες ατάκες που κατά καιρούς έχει πει και έχουν μείνει ως σήμα κατατεθέν του, όπως: «το ποδόσφαιρο αρχίζει να είναι ένα ψέμα που τα μίντια παρουσιάζουν με πολύ έξυπνο τρόπο», ή «το ποδόσφαιρο είναι μια δικαιολογία για να είμαστε ευτυχισμένοι».
Σε μια συνέντευξη του στην Ελ Μούντο Ντεπορτίβο στην ερώτηση «ότι η ιστορία έχει αποδείξει ότι για να βάλει πολλά γκολ ένας παίκτης δεν χρειάζεται να έχει διαβάσει και πολύ Μπόρχες», ο Βαλντάνο απάντησε: «ποτέ μου δεν τα έχω συνδέσει αυτά τα δύο». Όμως ο Βαλνάνο πέραν του πνεύματός του και την ευφυΐας του φέρει και την στάμπα του πολιτικοποιημένου ή έστω του σκεπτόμενου αθλητή. Σήμερα εργάζεται για την Ρεάλ Μαδρίτης και ο κόσμος των εκλεπτισμένων ιδεών του συναντά αυτόν του πολιτικού φιλελευθερισμού.
Έβαλντ Λίνεν
Τι Λίνεν τι Λένιν...
Ο άλλοτε προπονητής του Πανιωνίου και του Ολυμπιακού και αστέρι της Γερμανικής Μπουντεσλίγκα έχει την δική του ξεχωριστή ιστορία πολιτικοποίησης. Γεννήθηκε στις 28 Νοεμβρίου 1953 στην πόλη Στούκενμπροκ και συνέδεσε αγωνιστικά το όνομά του με την μεγάλη ομάδα της Γλάντμπαχ. Η ηχητική συγγένεια του ονόματος του με την ηγετική φυσιογνωμία του μπολσεβικισμού Βλάντιμιρ Ίλιτς Λένιν ήταν ένα από τα σημεία αναφοράς της ιδεολογικής του απόχρωσης. Πολλές φορές όταν ο Λίνεν μεγαλουργούσε σαν αριστερό χαφ-εξτρέμ στην Γλάντμπαχ φίλαθλοι και εφημερίδες τον επευφημούσαν χρησιμοποιώντας ως παρατσούκλι του το όνομα του Ρώσου επαναστάτη. Εξάλλου ο αναγραμματισμός αυτός αντανακλούσε εν γένει την πολιτική ταυτότητα του Λίνεν.
Φυσιογνωμικά, ακολούθησε το εναλλακτικό στυλ του συμπατριώτη του Μπράιτνερ, δηλαδή μακριά μαλλιά και μούσια, μια πρώτη ένδειξη των ανήσυχων ιδεών του. Η πολιτικοποίησή του ουδέποτε όμως έμεινε σε θεωρητικό επίπεδο. Αντίθετα, είναι από τις περιπτώσεις πολιτικοποιημένων ποδοσφαιριστών που είτε κατά την διάρκεια, είτε μετά την λήξη της ποδοσφαιρικής τους καριέρας είχαν έντονη πολιτική και συνδικαλιστική δράση. Αρχικά, επεδίωξε να σχηματίσει μια Ένωση Επαγγελματιών Ποδοσφαιριστών σε συνεργασία με τους φίλους του Μπένο Μέλμαν και Φρανκ Πάγκελσντορφ.
Η δεκαετία του 80΄στην Γερμανία συσπείρωσε αρκετό κόσμο της αριστεράς στο Παγκόσμιο αντιπυρηνικό κίνημα Ειρήνης. Και ο Έβαλντ Λίνεν συμμετείχε ενεργά στην οργάνωση «Peace List» με την οποία ήταν υποψήφιος στις εκλογές του 1984. Σήμερα, παραμένει ενεργό μέλος ενός συμβουλευτικού οργάνου της τοπικής κυβέρνησης της Βόρειας Ρηνανίας – Βεστφαλίας σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, διακυβέρνησης και διπλωματίας.
Ο ίδιος αρνείται την κομμουνιστική ταυτότητα που του είχαν αποδώσει αλλά ταυτόχρονα φανερώνει τις αριστερές του καταβολές μέσα από συνέντευξή του στο περιοδικό ρήξη: «Δεν έκρυψα ποτέ τις δημοκρατικές και κοινωνικές μου θέσεις. Δεν θα τις χαρακτήριζα ριζοσπαστικές. Θυμάμαι όταν αγωνιζόμουν στην Γκλαντμπαχ ένας πολιτικός από το Μόναχο μου έλεγε να κοιτάω το ποδόσφαιρο και να αφήσω τα πολιτικά. Ναι κάποιες φορές είχα πρόβλημα. Μια χρονιά (αγωνιζόμουν στην Γκλαντμπαχ...) στη πόλη υπήρχε ένας κομμουνιστής δάσκαλος.... Δεν είμαι κομμουνιστής, Δεν έχω πειστεί ότι είναι σωστές οι κομμουνιστικές ιδέες. Όμως γνώριζα τους κομμουνιστές από το κίνημα ειρήνης. Είμασταν μαζί. Δουλέψαμε ενάντια στα πυρηνικά. Τους σεβόμουν γιατί έδιναν τα πάντα στον αγώνα. ... Όταν δεν έβαζα γκολ που έλεγαν ότι φταίνε οι πολιτικές μου απόψεις (γελάει...). Θα σας διηγηθώ μια ιστορία που είχε πολύ γέλιο, αλλά είναι και ενδεικτική τις κατάστασεις που επικρατούσε στη Γερμανία εκείνη την εποχή. Το '80-'81 το κίνημα ειρήνης ήταν πολύ δυνατό. Καθημερινά γινόντουσαν διαδηλώσεις. Σ' ένα ματς με την Ιρντιγκεν για το πρωτάθλημα δεν είχα αγωνιστεί καλά και ο προπονητής με έκανε αλλαγή στο 70ο λεπτό του ματς. Ο συμπαίκτης μου που μπήκε φοιτούσε σε στρατιωτικής χολή. Μπήκε λοιπόν και έβαλε γκολ με το οποίο η Γκλαντμπαχ νίκησε. Ξέρετε τι έγραψε μια εφημερίδα την άλλη μέρα; Ο στρατιώτης σκόραρε, ενώ ο ειρηνιστής δεν έπαιξε καλά! Ηταν αστείο... Αλλά μιλάμε για δύσκολα χρόνια...».
Κριστιάνο Λουκαρέλι
Η Bandierra Rossa της Ιταλίας...
Δεν είναι απλά άλλος ένας ποδοσφαιριστής με φιλο-λαϊκά αισθήματα, αλληλέγγυες με τους καταπιεσμένους και αδυνάτους ιδέες και κοινωνικά ευαίσθητο προφίλ. Ο Κριστιάνο Λουκαρέλι, δεν αριστερίζει αλλά δηλώνει αριστερός και μάλιστα φανατικός κομμουνιστής. Και τι άλλο να υποστήριζε δηλαδή από την στιγμή που η ομάδα που τον ανέδειξε και είναι ένα ξεκάθαρα πολιτικοποιημένο σωματείο. Χωρίς προσχήματα κι υπεκφυγές αλλά με μια σαφή έννοια αυτοπροβολής η Λιβόρνο είναι μια ομάδα με κομμουνιστική οριοθέτηση. Και ο Κριστιάνο Λουκαρέλι, γεννηθείς στις 4 Οκτωβρίου 1975 στην πόλη της Λιβόρνο υπήρξε αγωνιστικά ο «Γενικός Γραμματέας» της ομώνυμης ομάδας.
Το περιοδικό «Calcio Italia» έγραψε τον Μάιο του 2005 ότι ο Λουκαρέλι πλήρωσε ένα πούλμαν για να μεταφέρει μια ομάδα από τους φανατικούς οπαδούς της ομάδας πίσω στην πόλη του Λιβόρνο μετά από τη σύλληψη τους για την συμμετοχή τους σε επεισόδια. Στο αριστερό του μπράτσο έχει ένα τατουάζ με το σήμα της ομάδας, ενώ χρησιμοποιεί το νούμερο 99 στην φανέλα του προς τιμήν του συνδέσμου των φανατικών ακρο-αριστερών της ομάδος (Brigate Autonome Livornesi) που ιδρύθηκε το 1999. Ο τρόπος με τον οποίο πανηγυρίζει τα γκολ τα οποία σημείωνε είναι μια χειρονομία που έγινε γνωστή στην Ιταλία από το κομμουνιστικό κόμμα. Λέγεται ότι ο ήχος κλήσης στο κινητό του τηλέφωνο ήταν το τραγούδι η Κόκκινη Σημαία, ενώ μια φορά φαίνεται να είπε ότι «Η Λιβόρνο δεν ευνοείται από τους διαιτητές γιατί πολύ απλά είμαστε κομμουνιστές».
Το 1997 όταν και συμμετείχε σε αγώνες με την Εθνική Ομάδα κάτω των 21, πανηγύρισε ένα τέρμα του φανερώνοντας μια μπλούζα που φορούσε κάτω από την επίσημη φανέλα με την στάμπα του Τσε Γκεβάρα. Η κίνηση του αυτή σήμαινε και τον αποκλεισμό του από την εθνική ομάδα παρότι ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι δεν ήταν μια πολιτική κίνηση. Το 2005 συνάντησε την αδελφή του Τσε Γκεβάρα, που όπως ο ίδιος έχει δηλώσει είναι το απόλυτο ίνδαλμά του.
Πάολο Ντι Κάνιο
Στα «δεξιά» της αιώνιας πόλης...
Ο Ιταλός Ντι Κάνιο μεγάλωσε σε μια εργατική γειτονιά της Ρώμης (Quarticciolo), εκλογικό προπύργιο της Ιταλικής αριστεράς. Όπως συμπληρώνει ο συγγραφέας της βιογραφίας του Γκαμπριέλε Μαρκότι «ο Πάολο Ντι Κάνιο ως έφηβος θα σόκαρε τους πάντες με το να γίνει ακροδεξιός». Και προς αυτή την κατεύθυνση βοήθησε και η ομάδα της καρδιάς του η Λάτσιο. Κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1970 και περιέργως όχι κατά την διάρκεια της φασιστικής διακυβέρνησης της χώρας, η Λάτσιο ανέπτυξε έναν σκληρό πυρήνα οπαδών με φασιστικές και νοσταλγικές για την Ιταλία του Ντούτσε απόψεις.
Ο Πάολο Ντι Κάνιο σε πολύ μικρή ηλικία, πριν καλά καλά συνειδητοποιήσει το ποδοσφαιρικό του μέλλον έγινε μέλος του πιο σκληροπυρηνικού κλαμπ οπαδών της Λάτσιο (Irriducubili Ultras) και ταξίδευε σε πολλές πόλεις της Ιταλίας μαζί τους. Ακολούθησε η ανάδειξή του από την ομάδα της καρδιάς του και μια άκρως επιτυχημένη καριέρα στην Πρέμιερ Λίγκ. Αλλά μέχρι την επιστροφή του στην Λάτσιο ο Πάολο Ντι Κάνιο δεν είχε δείξει στοιχεία του πολιτικοποιημένου χαρακτήρα του αλλά μια τυπική παραδοχή παίκτη με στοιχεία αλάνας. Οι αποβολές του, οι έντονες αντιδράσεις του, ο νευρικός του αγωνιστικά χαρακτήρας δεν είχε ιδεολογικοποιηθεί. Κάτι που συνέβη με την επιστροφή του στην αιώνια πόλη. Οι φίλαθλοι των λάτρεψαν και εκείνος δεν άργησε να εκδηλώσει τα πιστεύω του.
Τον Δεκέμβριο του 2005 σ' ένα παιχνίδι ενάντια στην Γιουβέντους χαιρέτησε τους Λατσιάλι φασιστικά. Τιμωρήθηκε για την πράξη του αυτή με 10.000€ από την Ιταλική Ομοσπονδία και δήλωσε: «Χαιρετάω πάντα όπως έκανα και χθες, γιατί μου παρέχει την αίσθηση ότι ανήκω στον κόσμο μου». Ο γειτονικός πολιτικός χώρος της θεσμικής δεξιάς δια στόματος Σίλβιο Μπερλουσκόνι κάλυψε την κίνηση αυτή του Ντι Κάνιο λέγοντας: «Ο χαιρετισμός του δεν είχε κάποιο νόημα. Είναι απλά επιδειξίας, αλλά και ένας καλός φίλος».
Σε συνέντευξη του λίγες μέρες μετά το περιστατικό ο Ντι Κάνιο δήλωσε: «Είμαι φασίστας, δεν είμαι ρατσιστής. Ο χαιρετισμός απευθύνεται στον κόσμο μου. Με το τεντωμένο μου χέρι δεν θέλω να προκαλέσω βία και φυσικά ούτε φυλετικό μίσος», μια δήλωση που κάποιες μέρες μετά αρνήθηκε ότι ποτέ έκανε. Αν παρατηρήσει κανείς τα πολλά τατουάζ στο σώμα του Πάολο Ντι Κάνιο θα διαπιστώσει ότι στον δεξί του μπράτσο έχει χαράξει τα κεφαλαία γράμματα 'DYX', λέξη που στα λατινικά σημαίνει ηγέτης και χρησιμοποιήθηκε ως σύμβολο της ηγεσίας του Μπενίτο Μουσολίνι. Ο Ντι Κάνιο επανέλαβε τον αρχαιο-ρωμαϊκό όπως ο ίδιος ισχυρίζεται χαιρετισμό του μετά από το παιχνίδι με την αιώνια αντίπαλο της Λάτσιο, Ρόμα. Σήμερα είναι παίκτης σύμβολο των περισσότερων ακροδεξιών οργανώσεων ανά τον κόσμο και πολλά πανό των Λατσιάλι φιλοκοσμούν την φωτογραφία του.
Σίνισα Μιχαϊλοβιτς
Πατριωτισμός και Λάτσιο...
Η αρχή της καριέρας του στον Ερυθρό Αστέρα Βελιγραδίου εν τέλει καθόρισε το προς την αντίθετη σε κατεύθυνση με το κόκκινο χρώμα της φανέλας του Αστέρα πολιτικό του μέλλον. Γεννηθείς στις 20 Φεβρουαρίου 1969, Σέρβος -αν και σε Κροατικό έδαφος-, υπήρξε ηγετική φυσιογνωμία της Λάτσιο με την 6ετή του παρουσία στην ομάδα της Ρώμης. Αν και η πρώτη φορά που συμμετείχε στο Ιταλικό πρωτάθλημα ήταν με την φανέλα της Ρόμα, στην οποία και αγωνίστηκε για 2 χρόνια, ο Γιουγκοσλάβος ποδοσφαιριστής συνέδεσε την καριέρα του με την «δεξιά» πτέρυγα της πόλης. Ουδέποτε δημοσιοποίησε πολιτικές θέσεις, αλλά σ' έναν αγώνα για το Τσάμπιονς Λιγκ ενάντια στην Άρσεναλ τον Οκτώβριο του 2000 φαίνεται ότι αντανάκλασε την περιρρέουσα ιδεολογική ατμόσφαιρα της ομάδας του.
Κατά την διάρκεια της επίσημης χειραψίας των ποδοσφαιριστών λίγο πριν την έναρξη του αγώνα έφτυνε το ίδιο του το χέρι πριν χαιρετίσει κάποιον έγχρωμο ποδοσφαιριστή της Άρσεναλ, ενώ η UEFA διενέργησε έρευνες για το συγκεκριμένο παιχνίδι μετά από καταγγελίες του Πατρίκ Βιεϊρά για ρατσιστικές επιθέσεις. Σύμφωνα με τον τότε μέσο της Άρσεναλ ο Μιχαϊλοβιτς τον αποκάλεσε «μαύρο σκατό». Αντίθετα, ο ίδιος ο Μιχαίλοβιτς δήλωσε πως με τον χαρακτηρισμό αυτό απάντησε στον Βιεϊρά ο οποίος αρχικά τον είχε αποκαλέσει «γύφτο». Σε απόλυτη σύμπνοια με τις ακραίες απόψεις του ο Μιχαϊλοβιτς δηλώνει θαυμαστής του Ζέλικο Ρασνάτροβιτς, ευρέως γνωστού και ως 'Ακράν', ηγέτη παραστρατιωτικών οργανώσεων στην Γιουγκοσλαβία και υπεύθυνο για εγκλήματα εναντίον της ανθρωπότητας. Μάλιστα ο Μιχαϊλοβιτς φόρεσε μαύρο περιβραχιόνιο την ημέρα της δολοφονίας του Ακράν.
Ζωρζ Γουεά
Πολιτικοποίηση ελέω Λιβερίας...
Ο Λιβανέζος άσσος είναι η πιο θεσμοποιημένη περίπτωση ποδοσφαιριστή με πολιτικές ιδέες. Αυτό δεν συνεπάγεται μια σειρά από ιδεολογικές απόψεις που ο Ζωρζ Γουεά φρόντισε να διατυπώνει κατά την διάρκεια της ποδοσφαιρικής του καριέρας, είτε μέσα από συνεντεύξεις, είτε πανηγυρίζοντας κάποιο τέρμα, είτε φανερώνοντας ένα τατουάζ ή ένα μπλουζάκι. Κάθε άλλο παρά επιφανειακή και επουσιώδεις ήταν η ενασχόλησή του με την πολιτική. Δεν ήταν μια ιδεαλιστική πολυτέλεια απ' αυτές που ο σύγχρονος δυτικός κόσμος ήταν ουσιαστικά γεμάτος, αλλά μια ανάγκη δράσης στην οποία η οριοθέτηση εκ μέρους μας του ιδεολογικού στρατοπέδου στο οποίο άνηκε και ανήκει ο Γουεά να είναι αδύνατη. Ουσιαστικά ενεπλάκη, πιθανώς με μια πολύ πρωτόλεια ιδεολογική ταυτότητα, εξαιτίας της αγάπης του για την Λιβερία. Και αυτό γιατί επιχείρησε,-ανεπιτυχώς βέβαια-, να εκλεγεί πρόεδρος στις εθνικές εκλογές του 2005 στην Λιβερία. Παρά την ήττα του βέβαια βοήθησε την χώρα του να απαλλαγεί από την στάμπα της χειρότερα οργανωμένης χώρας στον πλανήτη.
Γεννήθηκε στην Μονβρόβια την 1η Οκτωβρίου 1966 και από τα πρώτα χρόνια της ζωής του φανέρωσε την κλίση του στο ποδόσφαιρο. Μέσα στα 14 χρόνια της επαγγελματικής του καριέρας ουδέποτε θέλησε να εκδηλώσει τα πολιτικά του φρονήματα. Ίσως η τραγική εικόνα που παρουσίαζε η χώρα καταγωγής του και η συνειδητοποίηση του ρεύματος που το πρόσωπο του είχε στους συμπατριώτες του να ήταν η χρυσή τομή της ενασχόλησής του με τα κοινά. Έτσι, στις 13 Αυγούστου του 2005 η Κίνηση για Δημοκρατική Αλλαγή ανακοίνωσε επίσημα ότι ο Ζωρζ Γουεά θα είναι ο υποψήφιος για την προεδρία της Λιβερίας.
Ο Γουέα όπως και περισσότεροι αφρικανοί ποδοσφαιριστές δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να σπουδάσει και να μορφωθεί. Μεγάλωσε μέσα στην απόλυτη φτώχεια με άλλα 13 αδέρφια και κατά την διάρκεια της εφηβείας του υπήρξε μέλος ανήλικων ένοπλων συμμοριών. Το ποδόσφαιρο αποτέλεσε σανίδα σωτηρίας για τον ίδιο, αλλά κατά την διάρκεια της παραμονής του στην Ευρώπη τα θλιβερά γεγονότα που έλαβαν χώρα στην Λιβερία στιγμάτισαν την ζωή του. Σε συνθήκες αναταραχής και πολιτικής αστάθειας έχασε τον αδερφό του Μπόμπυ, την στιγμή που το περιοδικό Economist ανέφερε ότι ο μέσος Λιβεριανός πεθαίνει σε ηλικία 41 ετών. Ο Γουέα έτυχε να αναδειχθεί στον μοναδικό άνθρωπο που θύμιζε στην διεθνή κοινότητα το πρόβλημα της Λιβερίας.
Όταν τα αποτελέσματα των εκλογών ήταν αρνητικά για τον άλλοτε σταρ του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, εκείνος έδειξε φανερά την απόλυτα δημοκρατική πολιτική του ταυτότητα. Ενώ οι άνθρωποι του στρατοπέδου του ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν μια νέα σειρά εμφύλιων αναταραχών και να αιματοκυλήσουν για ακόμη μία φορά την χώρα στο αίμα ο Γουεά φρόντισε να βάλει τα πράγματα στην θέση τους. Δήλωσε πως δεν «πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν χάσαμε τις εκλογές, αλλά αντίθετα πρέπει όλοι να αγωνιστούμε για την ενότητα και την αλλαγή στην Λιβερία».
Επαίνεσε την νικήτρια, πολιτική του αντίπαλο, Έλεν Τζόνσον Σιρλίφ και εγγυήθηκε την ασφαλή πορεία της χώρας προς την δημοκρατία. Η εμβέλεια και η αναγνωρισιμότητα που το ποδόσφαιρο παρέχει απλόχερα στους επιτυχημένους αθλητές ενδεχομένως να είναι αρκετά για τα στάνταρ των αφρικανικών δημοκρατιών στο να παρέχουν αξιόπιστους πολιτικούς και ηγέτες των οργανωτικά αποσυνθεμένων κρατών. Και ο Ζωρζ Γουεά αποτέλεσε ένα λαμπρό παράδειγμα ποδοσφαιριστή με πολιτικό πρόγραμμα, βλέψεις και όραμα που ξέφυγαν από το επίπεδο του θεωρητικού και πέρασαν στην πολύ δύσκολη και συνάμα ουσιαστική πλευρά της δράσης.
Ζβόνιμιρ Μπόμπαν
Απ' την Βαλκάνια γειτονιά του εθνικισμού...
Ήρθε στην ζωή στις 8 Οκτωβρίου 1968 στο χωριό Ιμότσκι της Κροατίας πολύ κοντά στα σύνορα της χώρας με την Βοσνία, μια περιοχή στην οποία ανθεί ο Κροατικός εθνικισμός. Η αγάπη του για την γενέτειρα του και την Κροατία και τα δύσκολα χρόνια που έζησε με τις συνεχείς αναταραχές και τις ραγισμένες σχέσεις τις επιφανειακά Ενωμένης, Σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας καθόρισαν το πολιτικό του στίγμα. Πέραν του πλούσιου ποδοσφαιρικού του ταλέντου ο Μπόμπαν ήταν ιδιαίτερα καλός μαθητής και από πολύ μικρός είχε εκδηλώσει το πάθος του προς την λογοτεχνία και τους κλασικούς συγγραφείς όπως οι Τσέχοφ και Ντοστογιέφσκι.
Στις 13 Μαΐου του 1990 συνέβη το περιστατικό που σημάδεψε την πολιτική εξέλιξη του Μπόμπαν. Σ' έναν αγώνα ανάμεσα στην αγαπημένη του Διναμό Ζάγκπεμπ και τον σέρβικο Ερυθρό Αστέρα στο Βελιγράδι ξέσπασαν άγρια επεισόδια μεταξύ Σέρβων και Κροατών οπαδών. Όμως, η Σέρβικη αστυνομία δεν κατεύνασε τις συγκρούσεις αλλά αντίθετα υπεράσπιζε μονάχα τους Σέρβους.
Ο Μπόμπαν ωρύεται βλέποντας τους φιλάθλους της Ντινάμο να ξυλοκοπούνται και χτυπάει έναν Σέρβο αστυνομικό. «Ήταν μια κλοτσιά ενός ολόκληρου έθνους που ένοιωθε ότι αδικείται» όπως σημειώνει γνωστός Κροάτης ιστορικός για να συμπληρώσει ο Ολλανδός συγγραφέας Έρικ Μπράουερ ότι «πολλοί Κροάτες ένιωσαν πως με αυτήν την κλοτσιά γεννήθηκε το έθνος τους». Η σπουδαιότητα αυτής της πράξης διαφαίνεται από το γεγονός ότι Κροάτες στρατιώτες ανέγειραν μπροστά από το στάδιο της Διναμό στο Ζάγκρεμπ ένα άγαλμα με την επιγραφή «Αφιερωμένο στους φιλάθλους της ομάδας που ξεκίνησαν τον πόλεμο ενάντια στη Σερβία στις 13 Μαΐου 1990».
Η αλήθεια είναι ότι οι πολιτικοί και όχι ο Μπόμπαν ξεκίνησαν ουσιαστικά τον πόλεμο αλλά όπως σημειώνει και ο καθηγητής φιλοσοφίας Zarko Puhovski «είναι σχετικά εύκολο και δεν χρειάζεται και έναν αιώνα για να γίνεις μύθος». Και αυτό έγινε ο Μπόμπαν για τους Κροάτες φιλάθλους. Ένας μύθος που συμβόλιζε την πίστη στην Κροατία. Όπως ο ίδιος δήλωσε στα γυρίσματα ενός ντοκιμαντέρ για την τελευταία ομάδα της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας: «Η Κροατία είναι ο λόγος που ζω. Λατρεύω την χώρα μου όπως λατρεύω τον εαυτό μου. Το να παίζεις για την Κροατία και να ακούς τον εθνικό ύμνο είναι ένα όνειρο. Θα πέθαινα για την Κροατία». Φυσικά, ο Μπόμπαν «βίωσε» τον πόλεμο από το πολυτελές σπίτι του στο Μιλάνο.
Λιλιάν Τουράμ
Ο Υπερασπιστής των Εθνικών μειονοτήτων...
Το να είσαι Γάλλος δεν σημαίνει αυτόματα ότι κατάγεσαι από τις Βερσαλίες και το Παρίσι. Ιδιαίτερα δε στον χώρο του ποδοσφαίρου, από το 1980 και έπειτα, πληθώρα Γάλλων ποδοσφαιριστών κατάγονται από τις πολύπαθες γαλλικές αποικίες. Ως εκ τούτου έχουν προκύψει αρκετά εθνικά και φυλετικά ζητήματα και ο Λιλιάν Τουράμ είναι ποδοσφαιριστής που πασχίζει να αποκαταστήσει πολιτικά τα δικαιώματα των φαινόμενων ως «ξένων».
Γεννήθηκε την 1η Ιανουαρίου 1972 στην Γουαδελούπη, ζει από τα εννιά του χρόνια στα προάστια του Παρισιού και ξεκίνησε την επαγγελματική του καριέρα από την Μονακό το 1991. Οι συχνές ρατσιστικές επιθέσεις που δεχόταν για το χρώμα του και η κοινωνική υποβάθμιση των μεταναστών από τις γαλλικές αποικίες διαμόρφωσαν την ιδεολογία του. Τον Οκτώβριο του 2001 σ΄ έναν αγώνα της εθνικής Γαλλίας ενάντια σ' αυτήν την Αλγερίας, έναν μόλις μήνα μετά τις βομβιστικές επιθέσεις τις 11ης Σεπτέμβρη το κλίμα ήταν ιδιαίτερα τεταμένο. Το κοινό ήταν εξαιρετικά επιθετικό με τον μουσουλμανικό κόσμο και εκδήλωνε τα συναισθήματα αυτά προς τους Αλγερινούς ποδοσφαιριστές. Ορισμένοι νέοι οπαδοί των Τρικολόρ εισέβαλαν στον αγωνιστικό χώρο και σχεδόν όλοι οι παίκτες αποχώρησαν φοβισμένοι. Εκτός βέβαια του Λίλιαν Τουράμ που άρπαξε από τον ώμο έναν φίλαθλο και άρχισε να του μιλάει σε έντονο ύφος.
Περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο ποδοσφαιριστή στον κόσμο ο Τουράμ, ορμώμενος από την δική του προσωπική εμπειρία, μιλάει για τις αγνοημένες εθνικές μειονότητες. Προσπαθεί να καταστήσει σαφές ότι ορισμένοι έγχρωμοι μπορούν να είναι ταυτόχρονα και Γάλλοι. Όπως και ο Ζιντάν, έχει βιώσει τα φυλετικά γκέτο της Μασσαλίας και προσπαθεί να πιέσει προς την αλλαγή της σκέψης αναφορικά με τα φυλετικά ζητήματα. Ο εξευτελισμός που ένοιωθε ήταν έντονος. Όπως ο ίδιος έχει δηλώσει «αισθάνθηκε ουσιαστικά Γάλλος μόνο όταν σκόραρε 2 γκολ ενάντια στον ημιτελικό με την Κροατία στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998».
Όταν το 2005 τα προάστια του Παρισιού φλεγόντουσαν από τους λούμπεν περιθωριοποιημένους μετανάστες και ο τότε υπουργός εσωτερικών Νικολά Σαρκοζί αποκάλεσε του διαδηλωτές «σκουλήκια», ο Τουράμ αντέδρασε έντονα και απάντησε λιτά μετά από προτροπές του ομοσπονδιακού προπονητή Ντομενέκ «δεν ξέρει πως είναι να ζεις εκεί». Σήμερα, αφιερώνει πολύ χρόνο του στην ίδρυση του αντιρατσιστικού Ιδρύματος Λιλιάν Τουράμ και δηλώνει: «Δεν νομίζω ότι είμαι διαφορετικός. Όλοι μας έχουμε αντικατοπτρισμούς στην ζωή. Ίσως πολλοί άνθρωποι να σκέπτονται σαν και μένα αλλά δεν θέλουν να το δημοσιοποιήσουν. Γιατί από την στιγμή που εκφράζεις τις ιδέες σου στο κοινό διχάζεις την κοινή γνώμη. Αν μείνεις ουδέτερος μπορείς να σκέφτεσαι ότι είσαι με το μέρος όλων».
© ΓΚΡΕΚΑ / LIFO 2014
σχόλια