H 63χρονη συγγραφέας Άνα Βιλαντόμιου κατοικεί στην Κάζα Μιλά, γνωστή και ως "La Pedrera" («λατομείο» ή «νταμάρι»), το διάσημο κτίριο της Βαρκελώνης και ύστατο κατασκεύασμα του Αντόνι Γκαουντί, του περίφημου Καταλανού αρχιτέκτονα που έχασε τη ζωή του όταν χτυπήθηκε από τραμ της πόλης το 1926.
Όπως και άλλες δημιουργίες του στην πόλη, το κτίριο αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα τουριστικά αξιοθέατα της Βαρκελώνης και τις περισσότερες μέρες του χρόνου, μεγάλες ουρές επισκεπτών συνωστίζονται απ' έξω για να θαυμάσουν τον σουρεαλιστικό σχεδιασμό αυτής της απίστευτης πολυκατοικίας που ολοκληρώθηκε το 1912.
Για την κυρία Βιλαντόμιου όμως, η ζωή στην "Pedrera" παρουσιάζει κάποια σοβαρά πρακτικά προβλήματα. Όπως ο καθημερινός της αγώνας να φτάσει στην είσοδο του ασανσέρ που θα την οδηγήσει στο διαμέρισμά της στον τέταρτο όροφο. Υπολογίζεται ότι πάνω από ένα εκατομμύριο τουρίστες το χρόνο επισκέπτονται το κτίριο.
Tο σφοδρό ειδύλλιο της Βαρκελώνης με τον Γκαουντί είναι σχετικά πρόσφατο αν αναλογιστεί κανείς τη σχετική αδιαφορία που επικρατούσε για το μεγαλειώδες έργο του μέχρι και τη δεκαετία του '80
«Δεν ξέρω κι εγώ πόσες φορές έχω δεχτεί αγκωνιές προσπαθώντας απλά να γυρίσω σπίτι μου, ενώ συγχρόνως κάποιοι με βρίζουν επειδή νομίζουν ότι πηδάω την ουρά που σχηματίζεται για τις ξεναγήσεις στο εσωτερικό της πολυκατοικίας», λέει στη συνέντευξη που παραχώρησε στους New York Times από το διαμέρισμά της, στο οποίο ζει από τη δεκαετία του '80 και είχε νοικιαστεί από τον σύζυγό της πριν το κτίριο ανακηρυχτεί Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την Unesco το 1984.
Ως μία από τους ελάχιστους ενοικιαστές που έχουν απομείνει στο εντυπωσιακό οικοδόμημα, η Άνα Βιλαντόμιου έγραψε ένα βιβλίο που εκδόθηκε τον περασμένο Μάρτιο με τίτλο "La última vecina" (Η τελευταία γειτόνισσα), σχετικά με την ιστορία του κτιρίου αλλά και με την εμπειρία της μόνιμης διαμονής σε ένα από τα διαμάντια του αρχιτεκτονικού μοντερνισμού όπως τον αντιλαμβανόταν η ιδιοφυία του Γκαουντί.
Και μάλιστα με «ελεγχόμενο ενοικιοστάσιο», γεγονός που σημαίνει ότι το ενοίκιο δεν έχει φτάσει στα ύψη παρότι οι ουρές των τουριστών έξω από το κτίριο έχουν πολλαπλασιαστεί στις τρεις και πλέον δεκαετίες που κατοικεί εκεί.
«Με το ποσό που πληρώνω για να μένω σε ένα τέτοιο εξωπραγματικό μέρος στην καρδιά της Βαρκελώνης, θα ήμουν τρελή να μετακομίσω οπουδήποτε αλλού» λέει, χωρίς να αποκαλύπτει όμως το μέγεθος αυτού του ποσού.
Οι τουρίστες, από την άλλη, που επισκέπτονται το μέρος χρεώνονται με το αντίτιμο των 22 ευρώ, ποσό που τους επιτρέπει την πρόσβαση σε ένα περιορισμένο τμήμα του εσωτερικού του κτιρίου.
Κάποιοι από αυτούς βεβαίως, υπερβαίνουν το επιτρεπτό όριο πρόσβασης, αναγκάζοντάς την να εγκαταστήσει μια μπάρα έξω από την είσοδο του διαμερίσματός της: «Αναγκάστηκα να το κάνω όταν απηύδησα πια με τους τουρίστες που μου χτυπούσαν την πόρτα απαιτώντας να μπουν μέσα να δουν το σπίτι».
Αντίθετα απ' ότι θα πίστευε κανείς ίσως, το σφοδρό ειδύλλιο της Βαρκελώνης με τον Γκαουντί είναι σχετικά πρόσφατο αν αναλογιστεί κανείς τη σχετική αδιαφορία που επικρατούσε για το μεγαλειώδες έργο του μέχρι και τη δεκαετία του '80, όταν είχε τεθεί πωλητήριο για την Κάζα Μιλά χωρίς θερμή ανταπόκριση από υποψήφιους αγοραστές.
Τελικά, το κτίριο αγοράστηκε το 1986 αντί του ποσού των 900 εκατομμυρίων πεσετών (λιγότερο από 6 εκατομμύρια ευρώ) από την τράπεζα Caixa de Catalunya, το ίδρυμα της οποίας ακολούθως ανακαίνισε το οίκημα, ανοίγοντας τις πόρτες του στους τουρίστες και προτείνοντας πολύ δελεαστικές οικονομικές προσφορές στους ενοικιαστές προκειμένου να το εγκαταλείψουν.
Η Άνα Βιλαντόμιου ήταμ ανάμεσα σ' αυτούς που αρνήθηκαν την προσφορά του ιδρύματος. Σήμερα, μόνο εκείνη και άλλοι δύο ενοικιαστές – οι οποίοι δεν δέχτηκαν να παραχωρήσουν συνέντευξη - παραμένουν στο κτίριο.
Ο Γκαουντί συμπεριέλαβε στον σχεδιασμό του κτιρίου πρωτοποριακά για την εποχή λειτουργικά στοιχεία, όπως τον ανελκυστήρα, το τρεχούμενο νερό σε κάθε διαμέρισμα, αλλά και ένα υπόγειο γκαράζ 16 θέσεων (για μηχανοκίνητα οχήματα ή άμαξες) το οποίο έχει μετατραπεί σε αμφιθέατρο.
Όπως όμως σημειώνει και η κυρία Βιλαντόμιου, τα κυρίαρχα στοιχεία του κτιρίου είναι αισθητικής φύσεως, όπως οι περίφημες καμπυλωτές επιφάνειες που χαρακτηρίζουν τον σχεδιασμό του:
«Ουσιαστικά πρέπει να ξεχάσεις την ιδέα να εγκαταστήσεις συμβατική βιβλιοθήκη από τη στιγμή που δεν υπάρχει ούτε ένας ίσιος τοίχος εδώ μέσα. Ο Γκαουντί είχε πολύ ξεκάθαρες ιδέες και μια ιδιαίτερα ισχυρή ιδιοσυγκρασία, την οποία οφείλεις να σέβεσαι αν θέλεις να ζήσεις εδώ».
Με στοιχεία από τους New York Times
σχόλια