Το πρόβλημα της ρύπανσης του Σηκουάνα, που έχει γίνει πρωτοσέλιδο στον Τύπο εδώ και μερικές ημέρες, ενώ οι Ολυμπιακοί Αγώνες έχουν ξεκινήσει, είναι στην πραγματικότητα συνέπεια ενός ευρύτερου προβλήματος, της διαχείρισης των κοπράνων που μολύνουν σταθερά τον ποταμό, όπως γράφει ο Paul Minier, διδάκτωρ Περιβαλλοντικών Επιστημών και Τεχνικών στην École des Ponts ParisTech.
Τα κόπρανα ενδέχεται να περιέχουν παθογόνους μικροοργανισμούς που προκαλούν εντερικές λοιμώδεις νόσους (γαστρεντερίτιδα, χολέρα, τύφο κ.λπ.) και ο πιο συχνός τρόπος μετάδοσής τους είναι από χέρια που δεν έχουν καθαριστεί επαρκώς ή με την κατάποση μολυσμένου νερού ή τροφής.
Μετά τις τροφικές δηλητηριάσεις που συνδέονται με τη μόλυνση οστρακοειδών από περιττώματα στις αρχές του 2024, παρόμοιο πρόβλημα έχει φέρει τα ολυμπιακά αγωνίσματα της κολύμβησης που θα διεξαχθούν στον Σηκουάνα και πάλι στο επίκεντρο.
Μόλις τον περασμένο Ιούνιο τα βακτήρια (Escherichia coli και εντερικοί εντερόκοκκοι) που βρέθηκαν στον Σηκουάνα απέδειξαν μόλυνσή του από παθογόνους μικροοργανισμούς που βρίσκονται στα επιφανειακά ύδατα και ενδέχεται να εγκυμονούν κινδύνους για την υγεία των αθλητών.
Η κατάσταση βελτιώθηκε στις αρχές του Ιουλίου χάρη στον καλό καιρό, κάτι που επέτρεψε στη δήμαρχο του Παρισιού Aν Ινταλγκό να κολυμπήσει στα νερά του στις 17 του μήνα, δυστυχώς όμως στη συνέχεια η ρύπανση των υδάτων επανήλθε εξαιτίας των έντονων βροχοπτώσεων που προκάλεσαν υπερχείλιση των υπονόμων.
Η ρύπανση είναι γνωστό ότι υπάρχει, όμως συνήθως τα μέτρα λαμβάνονται κάπως αργά, μόνο όταν το οικονομικό και κοινωνικό διακύβευμα είναι υψηλό, όπως τώρα με τη διεξαγωγή των ολυμπιακών και παραολυμπιακών αγωνισμάτων στον Σηκουάνα. Τα μέτρα αυτά δεν είναι πανάκεια, ούτε λύνουν το πρόβλημα. Αν και χρήσιμα, δεν το αντιμετωπίζουν στη ρίζα.
Από τις τουαλέτες μας στην πηγή του προβλήματος
Η κατάσταση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη διαχείριση των κοπράνων στο πλαίσιο του αποχετευτικού συστήματος που έχει αναπτυχθεί από τον 19ο αιώνα σε χώρες με υψηλό κατά κεφαλή εισόδημα, όπου οι υδάτινοι πόροι είναι άφθονοι. Παρόλο που τα λύματα πλέον κατά κύριο λόγο υφίστανται επεξεργασία σε ειδικές μονάδες, συχνά αυτές δεν είναι σχεδιασμένες για να απομακρύνουν αποτελεσματικά τα παθογόνα των κοπράνων. Συνεπώς, οι κίνδυνοι για την υγεία παραμένουν. Στη Γαλλία, μόνο το 1,6% των μονάδων επεξεργασίας λυμάτων (STEU) είναι σε θέση να κάνει απολυμαντική επεξεργασία.
Επιπλέον, σε πολλές πόλεις, και ειδικότερα στο Παρίσι, τα οικιακά λύματα, όταν βρέχει, αναμειγνύονται με το νερό της βροχής και με αυτόν τον τρόπο διέρχονται από τον ίδιο αποχετευτικό αγωγό που αναγκαστικά είναι περιορισμένης χωρητικότητας. Έτσι, κάθε φορά που η ένταση της βροχόπτωσης ξεπερνά συγκεκριμένες τιμές, τα λύματα και τα περιττώματα καταλήγουν στον Σηκουάνα.
Ενώ η αποχέτευση, μαζί με την παροχή πόσιμου νερού, θεωρείται ως η μεγαλύτερη πρόοδος από το 1840 σε επίπεδο υγιεινής, είναι μύθος ότι συνέβαλε σημαντικά στη μείωση της θνησιμότητας που προκάλεσε η χολέρα στο Παρίσι τον 19ο αιώνα.
Στην πραγματικότητα, η αποχέτευση άρχισε να εφαρμόζεται στο Παρίσι μόλις στα τέλη του 19ου αιώνα, σε μια εποχή που είχε αρχίσει να σημειώνεται αποτελεσματική αντιμετώπιση της αρρώστιας, σημειώνει ο Paul Minier.
Πολλοί υγιεινολόγοι στο Παρίσι αντέδρασαν με την απόφαση για μετάβαση στην αποχέτευση (νόμος της 10ης Ιουλίου 1894 σχετικά με την υγιεινή του Παρισιού και του Σηκουάνα), προβλέποντας ότι θα αποτελούσε μέσο συστηματικής διάδοσης παθογόνων παραγόντων αντί περιορισμού τους.
Στις αρχές του 20ού αιώνα τα εγχειρίδια υγιεινής έγραφαν ότι η επιλογή να θυσιαστούν τα υδάτινα περιβάλλοντα με την αποβολή λυμάτων σε αυτά είχε γίνει συνειδητά και υπεύθυνα.
Η επιλογή αυτή όμως απλώς θέτει σε κίνδυνο το περιβάλλον. Σε πολλές βιομηχανικές χώρες λαμβάνονται μέτρα για τον περιορισμό αυτού του κινδύνου: επεξεργασία του πόσιμου νερού, ελεγχόμενη κολύμβηση, απαγόρευση πώλησης οστρακοειδών όταν εντοπίζονται παθογόνοι μικροοργανισμοί. Η κριτική συνέχισε να ασκείται στα συστήματα αποχέτευσης κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα και το πρόβλημα επιδεινώθηκε από την αστικοποίηση και την εκβιομηχάνιση των πόλεων.
Τα μέτρα που προτείνονται είναι ουσιαστικά προληπτικά: απολύμανση των λυμάτων, έλεγχος για κακές συνδέσεις σε περιοχές όπου τα δίκτυα οικιακών λυμάτων και όμβριων υδάτων είναι διαχωρισμένα, αποθήκευση νερού που ενδέχεται να διαχυθεί κατά τη διάρκεια έντονης βροχόπτωσης και απομάκρυνσή του από περιοχές λουομένων κ.λπ. Αν και αυτές οι λύσεις καθιστούν δυνατή τη μείωση της μικροβιολογικής μόλυνσης, δεν την εξαλείφουν εντελώς, ούτε τους κινδύνους για την υγεία.
Ακόμα και σήμερα, ένας στους τέσσερις ανθρώπους παγκοσμίως δεν έχει πρόσβαση σε καθαρό πόσιμο νερό. Σε αυτό το πλαίσιο, η απόρριψη λυμάτων π.χ. σε ένα ποτάμι μπορεί να έχει δραματικές επιπτώσεις στην υγεία των πληθυσμών που διαμένουν κοντά στα σημεία της απόρριψης.
Η αποχέτευση θεωρείται η χειρότερη λύση από την άποψη της υγιεινής. Οι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι η διαχείριση των κοπράνων μέσω της αποχέτευσης, ακόμα κι αν έχει γίνει κανόνας στις πόλεις της Δύσης, δεν είναι ο μόνος τρόπος. Υπάρχουν άλλα συστήματα που βασίζονται στη διαφοροποιημένη διαχείριση των λυμάτων και αποκαλούνται «διαχωρισμός πηγών».
Στην πραγματικότητα, περισσότερο από το 99,9% της μικροβιολογικής μόλυνσης των λυμάτων προέρχεται από περιττώματα, παρόλο που αντιπροσωπεύει μόνο το 0,1% του όγκου των λυμάτων που παράγονται ανά άτομο την ημέρα. Ο διαχωρισμός των κοπράνων από τα λύματα θα μπορούσε να εξαλείψει σχεδόν τον κίνδυνο. «Ο καλύτερος τρόπος για να διαχειριστείς τον κίνδυνο είναι να τον περιορίσεις!» λέει ο Paul Minier.
Εναλλακτικά συστήματα βασίζονται συχνά στην ξηρή διαχείριση των κοπράνων. Σταδιακά δοκιμάζονται ξανά στη Γαλλία, στις αγροτικές αλλά και στις αστικές περιοχές. Σήμερα εφαρμόζονται και πάλι κατά περίπτωση, π.χ. στη Βρετάνη και στο Μπορντό.
Για το Παρίσι, όπου τελικά τα νερά του Σηκουάνα είναι αδύνατο να είναι όσο καθαρά θα ήθελαν οι διοργανωτές των Ολυμπιακών Αγώνων, η αντιμετώπιση του προβλήματος θα απαιτούσε κομποστοποίηση σε μεγάλη κλίμακα των λυμάτων για τουλάχιστον δυο χρόνια βάσει ενός συστήματος ηθικών πρακτικών σε οικολογικό, υγειονομικό και οικονομικό επίπεδο.
Η βροχή που έπεσε στο Παρίσι την περασμένη Κυριακή ισοδυναμεί με «περίπου 15 ημερών βροχόπτωση έναν συνηθισμένο Ιούλιο. Σε περίπτωση έντονης βροχόπτωσης, μπορεί να καταλήξει στον ποταμό μη επεξεργασμένο νερό, ένα ενδεχόμενο που οι κατασκευές οι οποίες εγκαινιάστηκαν λίγο πριν από τους Αγώνες είχαν σκοπό να αποτρέψουν.
Οι διοργανωτές, οι οποίοι δεν προσδιόρισαν τα επίπεδα των βακτηρίων Escherichia coli και εντερόκοκκου, κάνουν λόγο για «βελτίωση της ποιότητας του νερού τις τελευταίες ώρες». Ωστόσο, δεν είναι αρκετή για να εγγυηθεί την ασφαλή διεξαγωγή των αγωνισμάτων, ενώ πρόβλημα φαίνεται ότι θα αντιμετωπίσει και η σκυταλοδρομία μεικτού τριάθλου (5 Αυγούστου), η μαραθώνια κολύμβηση (8 και 9 Αυγούστου) και το παρατρίαθλο (1 και 2 Σεπτεμβρίου).
1,4 δισ. ευρώ για τον καθαρισμό του Σηκουάνα
Το κράτος και οι τοπικές αρχές στην περιοχή Île-de-France επένδυσαν 1,4 δισεκατομμύρια ευρώ για να κάνουν τον Σηκουάνα και τον κύριο παραπόταμό του, τον Marne, ασφαλείς για τα ολυμπιακά αθλήματα και για το ευρύ κοινό. Ο καθαρισμός τους αποτελεί σημαντικό μέρος της περίφημης «κληρονομιάς» των Ολυμπιακών Αγώνων.
Συγκεκριμένα, η δημοτική αρχή του Παρισιού κατασκεύασε μια γιγάντια λεκάνη συγκράτησης λυμάτων, ικανή να δέχεται έως και 50.000 m3 απορριμμάτων και όμβριων υδάτων από την πρωτεύουσα σε περίπτωση έντονης βροχόπτωσης ‒ ο τελικός προϋπολογισμός ανήλθε περίπου στα 100 εκατομμύρια ευρώ. Ωστόσο η Aν Ινταλγκό εξακολουθεί να είναι αισιόδοξη «επειδή υπάρχουν όλες αυτές οι επενδύσεις που θα αποκαταστήσουν τo πρόβλημα πολύ γρήγορα», όπως λέει.
Με στοιχεία από Numerama, La Dépêche