Την πρώτη φορά που ο Marcos Rodríguez Pantoja άκουσε ραδιόφωνο, πανικοβλήθηκε. Σκέφτηκε: «Γαμώτο, αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να είναι κλεισμένοι εκεί μέσα πολύ καιρό!» Ήταν 1966 και τον Rodríguez τον είχαν ξυπνήσει κάποιες φωνές. Δεν υπήρχε κανείς άλλος στο δωμάτιο, αλλά άκουγε μια συζήτηση που προερχόταν από ένα μικρό, ξύλινο κουτί.
Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε αργά προς τη συσκευή. Πλησιάζοντας, είδε ότι δεν υπήρχε πόρτα, καταπακτή ή έστω μια μικρή ρωγμή στην επιφάνεια του κουτιού. Τίποτα. Οι άνθρωποι ήταν παγιδευμένοι. Ο Rodríguez κατέστρωσε ένα σχέδιο. «Μην ανησυχείτε, μαζευτείτε όλοι στην ίδια πλευρά και θα σας βγάλω από κει μέσα» φώναξε στο ράδιο.
Έτρεξε προς τον τοίχο στην άλλη άκρη του δωματίου με τη συσκευή στο χέρι. Εκεί, λαχανιασμένος και αναψοκοκκινισμένος, τη σήκωσε ψηλά και την κοπάνησε με δύναμη στον τοίχο. Το ξύλο έγινε χίλια κομμάτια, το ηχείο ξεκόλλησε από τη θέση του και οι φωνές σταμάτησαν.
Τον εγκατέλειψαν όταν ήταν επτά ετών κι έτσι αναγκάστηκε να τα βγάλει πέρα μόνος του στην άγρια φύση, όπως λέει ο ίδιος. Μεγάλωσε με λύκους που τον προστάτευαν και τον φρόντιζαν. Εφόσον δεν είχε με ποιον να μιλήσει, ξέχασε πώς να χρησιμοποιεί τη γλώσσα και άρχισε να γαβγίζει, να τιτιβίζει, να τσιρίζει και να ουρλιάζει.
Ο Rodríguez πέταξε το ράδιο στο πάτωμα και όταν γονάτισε για να ψάξει τους ανθρώπους, δεν τους βρήκε εκεί. Τους φώναξε, αλλά δεν απάντησαν. Έψαξε κι άλλο, αλλά τίποτα. «Τους σκότωσα!» ούρλιαξε κι έτρεξε στο κρεβάτι του, όπου έμεινε κρυμμένος όλη την υπόλοιπη μέρα.
Τότε ήταν 20κάτι. Δεν είχε μαθησιακά προβλήματα. Πράγματι, δεν υπήρχε κάτι που να υποδεικνύει ότι η νοημοσύνη του ήταν κάτω του μετρίου. Αλλά αγνοούσε τα βασικά όσον αφορά την τεχνολογία, καθώς, σύμφωνα με τη δική του μαρτυρία, από τα 7 έως τα 19 του χρόνια ζούσε μόνος, μακριά από τον πολιτισμό, στη Σιέρα Μορένα, μια απομακρυσμένη οροσειρά στη νότια Ισπανία.
Τον εγκατέλειψαν όταν ήταν επτά ετών κι έτσι αναγκάστηκε να τα βγάλει πέρα μόνος του στην άγρια φύση, όπως λέει ο ίδιος. Μεγάλωσε με λύκους που τον προστάτευαν και τον φρόντιζαν. Εφόσον δεν είχε με ποιον να μιλήσει, ξέχασε πώς να χρησιμοποιεί τη γλώσσα και άρχισε να γαβγίζει, να τιτιβίζει, να τσιρίζει και να ουρλιάζει.
Δώδεκα χρόνια αργότερα, η αστυνομία τον βρήκε στα βουνά, ντυμένο με δέρμα ελαφιού, με μακριά, μπερδεμένα μαλλιά. Προσπάθησε να δραπετεύσει, αλλά οι αστυνομικοί τον έπιασαν, του έδεσαν τα χέρια και τον πήγαν στο κοντινότερο χωριό. Τελικά, ένας νεαρός ιερέας τον πήγε στη νοσοκομειακή πτέρυγα ενός μοναστηριού στη Μαδρίτη, όπου έμεινε για έναν χρόνο και οι μοναχές του έμαθαν κάποια βασικά πράγματα.
Για μας είναι σχεδόν αδιανόητο πώς μπορεί να ενηλικιωθεί κάποιος χωρίς όλες αυτές τις μορφές κοινωνικοποίησης που επηρεάζουν παιδιά και εφήβους, έστω και υποσυνείδητα, μέσα από εκατομμύρια ανεπαίσθητα ερεθίσματα και συγκυρίες.
Όταν βγήκε από το νοσοκομείο του μοναστηριού, η προσαρμογή στη ζωή με άλλους ανθρώπους τού προκάλεσε μεγάλο σοκ. Την πρώτη φορά που πήγε σινεμά –για να δει ένα γουέστερν–, έφυγε τρέχοντας από την αίθουσα όταν είδε τους καουμπόι να καλπάζουν προς την κάμερα. Την πρώτη φορά που έφαγε σε εστιατόριο ξαφνιάστηκε επειδή έπρεπε να πληρώσει. Μια μέρα πήγε σε μια εκκλησία, εκεί όπου ένας γνωστός του του είπε ότι κατοικεί ο Θεός. Πλησίασε τον ιερέα και του είπε: «Μου είπαν ότι είσαι ο Θεός, ότι ξέρεις τα πάντα».
Στα πενήντα χρόνια που πέρασαν από τότε που τον βρήκαν στην άγρια φύση, ο Rodríguez έχει δυσκολευτεί πολύ να καταλάβει τα στάνταρ της κοινωνίας. Ζούσε σε μοναστήρια, σε εγκαταλελειμμένα κτίρια και πανδοχεία παντού στην Ισπανία. Έκανε διάφορες περίεργες δουλειές: δούλεψε σε οικοδομές, μπαρ και ξενοδοχεία. Τον έκλεψαν και εκμεταλλεύτηκαν την αθωότητά του. Κάποιοι άνθρωποι προσπάθησαν να τον βοηθήσουν, αλλά οι περισσότεροι τον έβρισκαν περίεργο και ακοινώνητο ‒ τις περισσότερες φορές η κοινωνία τον περιθωριοποιούσε.
«Σχεδόν όλη μου τη ζωή περνούσα πολύ άσχημα με τους ανθρώπους» είπε ο Rodríguez. Μάλιστα, ακόμα του είναι ακόμα δύσκολο να ζει ως άνθρωπος. Ζει στο Rante, ένα μικρό χωριό με περίπου 60 οικογένειες στη Γαλικία, στη βορειοδυτική Ισπανία. Είναι συνταξιούχος και περνάει τον χρόνο του κάνοντας βόλτες στην εξοχή, πηγαίνοντας στο μπαρ ή κυνηγώντας αγριογούρουνα με έναν φίλο του. Τον υπόλοιπο καιρό βλέπει τηλεόραση.
Μετακόμισε εδώ τέλη δεκαετίας του '90, όταν ένας συνταξιούχος αστυνομικός τον πήρε «υπό την προστασία του» και τον έφερε στη Γαλικία, του βρήκε δουλειά σε μια φάρμα και σπίτι. Για πρώτη φορά από τότε που έφυγε από τα βουνά η ζωή του ήταν ήρεμη και γαλήνια. «Οι άνθρωποι εδώ με προσέχουν» λέει ο ίδιος. «Είναι καλοί, καλύτεροι απ' όσους έχω γνωρίσει ως τώρα».
Το μικρό σπίτι στο οποίο μένει τώρα του το έδωσε ένας από τους φίλους του στο χωριό. «Είμαι πολύ πιο "άνθρωπος" τώρα. Πριν, όταν άρχισα να ζω ανάμεσα στους ανθρώπους, δεν είχα καν κρεβάτι – κοιμόμουν πάνω σε έναν σωρό από εφημερίδες».
Με μια πρώτη ματιά, δεν καταλαβαίνεις ότι ο Rodríguez έχει ένα τόσο ασυνήθιστο παρελθόν. Μοιάζει με συνηθισμένο εβδομηντάρη με γκρίζα μαλλιά και κόκκινα μάγουλα. Αλλά αν κάποιος περάσει λίγα λεπτά μαζί του, βλέπει ότι η συμπεριφορά του έχει κάτι διαφορετικό.
Δυσκολεύεται να κοιτάξει τον συνομιλητή του στα μάτια και πάντα χαίρεται όταν προκαλεί ενθουσιασμό στους άλλους. Φοβάται τρομερά την απόρριψη. Ένας από τους φίλους του στο χωριό λέει πως, αν και φαίνεται λίγο δύσκολος στην αρχή, άμα τον γνωρίσεις καλύτερα, γίνεται ένας πολύ πιστός φίλος.
Ακόμα και σήμερα ξαφνιάζεται με πράγματα όπως τα σπίρτα που χρησιμοποιεί για να ανάψει το τσιγάρο του: «Αν ξέρατε μόνο τι τραβούσα για να να ανάψω φωτιά τότε». Στο σπίτι του υπάρχουν πολλά αποκόμματα από εφημερίδες. Κάποια έχουν τίτλους όπως «Ο λυκάνθρωπος της Σιέρα Μορένα» και «Ζώντας ανάμεσα στους λύκους» ‒ ενθύμια μιας περίπλοκης νέας περιόδου της ζωής του.
Το 2010, ο Ισπανός σκηνοθέτης Gerardo Olivares γύρισε την ταινία «Entrelobos» («Ανάμεσα στους λύκους»), η οποία βασίζεται στη ζωή του Rodríguez στα βουνά. Έχοντας διαβάσει την ιστορία του σε ένα βιβλίο του Gabriel Janer Manila, ενός Ισπανού ανθρωπολόγου που στήριξε τη διδακτορική του διατριβή στις εκτεταμένες συνεντεύξεις που πήρε από τον Rodríguez τη δεκαετία του '70, ο Olivares προσέλαβε έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ για να βρει τα ίχνη του. «Δεν περίμενα να τον βρω. Ο Manila μου είπε ότι ήταν νεκρός» είπε ο Olivares.
Η ταινία, που έκανε μια μικρή επιτυχία στην Ισπανία, ήταν μια εξιδανικευμένη απεικόνιση του Rodríguez και αφηγούνταν την ιστορία από την πλευρά του «παιδιού-λύκου». Ο ίδιος ο Rodríguez λέει πως «κάποιες λεπτομέρειες λείπουν, αλλά πραγματικά μου αρέσει. Τη βλέπω συνεχώς, ειδικά όταν είμαι λυπημένος ή όταν δεν μπορώ να κοιμηθώ» (Ο Olivares έκανε στη συνέχεια ένα ντοκιμαντέρ για τον Rodríguez με τον τίτλο «Marcos, el lobo solitario»).
Το τρέιλερ της ταινίας Entrelobos
Και, ξαφνικά, ο Rodríguez έγινε διάσημος, γεγονός που τον σόκαρε και τον απογοήτευσε. Η ισπανική τηλεόραση τον έλεγε «γιο των λύκων», το BBC του έδωσε το προσωνύμιο «λυκάνθρωπος». Οι ισπανικές εφημερίδες έγραφαν συνέχεια γι' αυτόν. Στην αρχή τού άρεσε όλη αυτή η δημοσιότητα: μετά από χρόνια απόρριψης και δυσπιστίας, ο κόσμος μάθαινε την ιστορία του και επιτέλους τον αποδεχόταν. Αλλά σύντομα οι άνθρωποι άρχισαν να του ζητούν περισσότερα απ' όσα μπορούσε να δώσει. Οι δημοσιογράφοι έκαναν ουρές στην πόρτα του και ο Τύπος ήθελε να ξέρει τα πάντα γι' αυτόν. Του έγραφαν άνθρωποι από τη Γερμανία, την Αμερική και όλη την Ισπανία. Ήταν ο διάσημος λυκάνθρωπος της Σιέρα Μορένα.
Τα «ένδοξα», όπως λέει, χρόνια που πέρασε στην άγρια φύση τελείωσαν βίαια, όταν τον βρήκαν οι αστυνομικοί. Δεν μπορούσε να συνεννοηθεί με τους ανθρώπους, οι οποίοι δεν καταλάβαιναν τη συμπεριφορά του. Αλλά αυτό το έντονο ενδιαφέρον που έδειχναν γι' αυτόν τον προβλημάτιζε τόσο όσο και η περιφρόνηση που εισέπραττε παλιότερα. Ο Rodríguez δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήθελαν απ' αυτόν. Στην αρχή, όταν επέστρεψε στον πολιτισμό, υπέφερε: «Συνεχώς με ταπείνωναν. Κοντά στους ανθρώπους έμαθα να μισώ και να νιώθω ντροπή».
Κανένας δεν πίστευε την ιστορία του. Τον θεωρούσαν τρελό ή μέθυσο. Το μόνο που ήθελε ήταν να έχει μια φυσιολογική ζωή, να κάνει οικογένεια, και αυτό του φαινόταν ακατόρθωτο. Όμως αυτό που τον πλήγωσε περισσότερο απ' όλα δεν ήταν αυτοί οι εξευτελισμοί αλλά μια προδοσία που συνέβη πολύ παλιότερα, όταν ο πατέρας του τον πούλησε ως σκλάβο.
Ο Rodríguez γεννήθηκε στο χωριό Añora της Ανδαλουσίας στις 8 Ιουνίου του 1946. Οι γονείς του Melchor και Araceli είχαν άλλους δύο γιους. Η αγροτική οικονομία είχε καταρρεύσει μετά τον εμφύλιο πόλεμο και η ζωή ήταν δύσκολη. «Ήταν φτωχοί, γι' αυτό πήγαν στη Μαδρίτη για να βρουν δουλειά» είπε η ξαδέρφη του Rodríguez, Anastasia Sanchez.
Ο Melchor έπιασε δουλειά σε ένα εργοστάσιο, αλλά η γυναίκα του πέθανε μετά από λίγο. Σύμφωνα με τη Sanchez, ο Melchor δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα μόνος του. Σύντομα γνώρισε μια γυναίκα κι έστειλε έναν από τους γιους του να ζήσει με την οικογένειά του στη Βαρκελώνη και έναν άλλον σε κάποιους συγγενείς στη Μαδρίτη (ο Juan είναι ο μόνος εν ζωή αδερφός).
Ο Melchor κράτησε τον Marcos κοντά του και η νέα οικογένεια μετακόμισε πάλι στον Νότο. Εκεί, στην ηλικία των τεσσάρων ετών, ο Rodríguez φρόντιζε τα γουρούνια της οικογένειας. Τον έστελναν να κλέβει βελανίδια για να τα ταΐσει. «Αν δεν έφερνα αρκετά βελανίδια, η μητριά μου δεν μου έδινε φαγητό» λέει. Τον χτυπούσε πολύ συχνά.
Μια μέρα, ήρθε στο σπίτι ένας άνδρας πάνω σε άλογο, μίλησε λίγο με τον Melchor και πήρε τον Rodríguez μαζί του ‒ πρέπει να ήταν γύρω στα έξι τότε. Δεν είχε βρεθεί ποτέ ξανά σε ένα τόσο μεγάλο σπίτι. Τον έβαλαν σε μια μεγάλη κουζίνα και του έδωσαν να φάει ένα καλό γεύμα με κρέας. Ο άνδρας τού είπε ότι ο πατέρας του τον είχε πουλήσει και ότι στο εξής θα δούλευε γι' αυτόν, προσέχοντας το κοπάδι του που είχε 300 κατσίκια. Ποτέ δεν έμαθε για τι ποσό τον πούλησε ο πατέρας του.
Ήταν συνηθισμένο εκείνη τη δύσκολη εποχή παιδιά από φτωχές οικογένειες του ισπανικού Νότου να δουλεύουν ως βοσκοί στα βουνά. Και ενώ πολλά αγόρια δούλευαν έτσι, το να πουλήσει κάποιος το παιδί του δεν ήταν καθόλου συνηθισμένο.
Την επόμενη μέρα ο άνδρας τον πήγε με το άλογο στα βουνά, σε μια μικρή σπηλιά στη Σιέρα Μορένα, μια αραιοκατοικημένη οροσειρά γεμάτη λύκους και αγριόχοιρους. Τέθηκε υπό την προστασία ενός ηλικιωμένου βοσκού. Κοιμόταν έξω και στην αρχή τον τρόμαζαν οι ήχοι των ζώων. Ο λιγομίλητος βοσκός τού έδινε να πίνει γάλα κατσίκας και του έμαθε πώς να παγιδεύει λαγούς και να ανάβει φωτιές.
Αλλά μια μέρα, όχι πολύ μετά, ο γερο-βοσκός είπε ότι θα πήγαινε να πιάσει κάνα λαγό και δεν γύρισε ποτέ. Κανείς δεν ήρθε να τον αντικαταστήσει. Ο γαιοκτήμονας ερχόταν πού και πού για να ελέγχει τις κατσίκες, αλλά ο Rodríguez του κρυβόταν. Δεν ήθελε να τον πάρει πίσω στο σπίτι, όπου υπέφερε επειδή τον χτυπούσαν. «Ακόμα και στις χειρότερες στιγμές, προτιμούσα τα βουνά από το σπίτι».
Σιγά-σιγά, άρχισε να παρατηρεί τι έκαναν τα ζώα και τα μιμούνταν για να βρει τροφή. Με τα βασικά που είχε μάθει από τον βοσκό έφτιαχνε παγίδες για λαγούς και παρατήρησε ότι όταν τους έβγαζε τα εντόσθια στο ποτάμι, το αίμα τους προσέλκυε τα ψάρια. Μεγαλώνοντας, έμαθε να κυνηγά και να γδέρνει ελάφια.
Λέει πως ήταν 6 ή 7 όταν είδε για πρώτη φορά λύκους. Έψαχνε να προφυλαχτεί κάπου από τη βροχή και χωρίς να το ξέρει μπήκε στη σπηλιά τους και αποκοιμήθηκε δίπλα στα μικρά τους. Όταν γύρισε η μητέρα τους από το κυνήγι, φέρνοντας φαγητό, γρύλισε στο αγόρι. Περίμενε ότι η λύκαινα θα του επιτεθεί, αλλά τελικά τον άφησε να φάει ένα κομμάτι κρέας.
Ο Rodríguez λέει ότι έπιασε φιλίες και με αλεπούδες και φίδια και ότι ο εχθρός του ήταν ο αγριόχοιρος. Μιλούσε στα ζώα με ένα μείγμα από μουγκρητά, ουρλιαχτά και λέξεις που μισοθυμόταν: «Δεν μπορώ να σας πω τι γλώσσα ήταν, αλλά όντως τη μιλούσα». Και το λέει αυτό με απόλυτη σιγουριά. «Ένας άνθρωπος μπορεί να λέει ένα πράγμα και να εννοεί ένα άλλο. Τα ζώα δεν το κάνουν αυτό».
Το 1965 ένας δασοφύλακας είπε ότι είδε έναν άνδρα ντυμένο με δέρμα ελαφιού να τριγυρνά στα βουνά. Έτσι τον βρήκαν οι αστυνομικοί. Όταν προσπάθησαν να του μιλήσουν καταλάβαινε τι του έλεγαν, αλλά, καθώς δεν είχε μιλήσει για 12 χρόνια, δεν μπορούσε να απαντήσει. Έτρεξε, όμως τον έπιασαν και τον πήγαν σε ένα κουρείο σε κοντινή πόλη. Κοίταζε στον καθρέφτη και δεν αναγνώριζε το είδωλό του. Όταν ο κουρέας άρχισε να ακονίζει το ξυράφι, ο Rodríguez του επιτέθηκε γιατί νόμιζε ότι θα τον σκότωνε.
Οι αστυνομικοί μετά τον κράτησαν σε ένα αστυνομικό τμήμα μέχρι να βρουν τον πατέρα του. Τελικά, όταν βρήκαν τα ίχνη του Melchor, δεν του απήγγειλαν κατηγορίες που πούλησε το παιδί του ως σκλάβο – απλώς τον ρώτησαν αν ήθελε το αγόρι πίσω. Αυτός, αντί να υποδεχτεί τον γιο του με ανοιχτές αγκάλες, αδιαφόρησε πλήρως. (Τον μάλωσε, μάλιστα, όπως θυμάται ο Rodríguez, γιατί είχε χάσει ένα τζάκετ που του είχε δώσει όταν ήταν παιδί).
Όταν είδε ότι ο Melchor δεν ενδιαφερόταν, η αστυνομία άφησε τον Rodríguez σε μια πλατεία. Από κει τον πήραν δύο βοσκοί κι έτσι βρέθηκε πάλι στα βουνά, να φροντίζει ζώα.
Το 1966, οι βοσκοί για τους οποίους δούλευε μετακινήθηκαν σε ένα χωριό όπου γνώρισε έναν γιατρό, τον Juan Luis Galvez. Ακόμα δυσκολευόταν να μιλήσει με τους ανθρώπους. Ο Galvez είπε στον Gabriel Janer Manila, τον ανθρωπολόγο, ότι στην αρχή δεν ήταν καθόλου «προσαρμοσμένος στα κοινωνικά πρότυπα». Δεν τον ενοχλούσε καθόλου το κρύο και περπατούσε σκυφτός, με λυγισμένα πόδια, όπως ένας πίθηκος.
Ο Galvez πήρε τον νεαρό άνδρα σπίτι του, όπου του έμαθε πώς να ντύνεται, πώς να τρώει σωστά και να πώς να προφέρει τις λέξεις. Μέχρι που κανόνιζε να παίζει ποδόσφαιρο με κάποια παιδιά. Αλλά ο Rodríguez αντιστεκόταν: «Με την πρώτη ευκαιρία επέστρεφα στο βουνό. Δεν ένιωθα άνετα με τους ανθρώπους».
Όταν ο Janer επισκέφθηκε την περιοχή μία δεκαετία αργότερα για να επιβεβαιώσει τις λεπτομέρειες της ιστορίας του Rodríguez, «κανείς δεν ήθελε να μιλήσει για εκείνη την περίοδο», ειδικά για τις συνθήκες υπό τις οποίες εγκαταλείφθηκε και πουλήθηκε – συμπεριφορά ενδεικτική της ντροπής που νιώθουν οι ντόπιοι για τη μιζέρια και τη φτώχεια που βασάνιζε την περιοχή μετά τον εμφύλιο. «Αυτές οι κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες», έγραψε ο Janer, «ήταν σημαντικές για την κατανόηση του τραύματος που υπέστη ο Rodríguez τα πρώτα χρόνια της ζωής του».
Ένας ιερέας της περιοχής είπε ότι όταν ο Rodríguez ήταν νέος «οι άνθρωποι του φέρονταν πάρα πολύ σκληρά» και ότι τα πάντα τον ξάφνιαζαν ένα ποτήρι κρασί, ένα τσιγάρο ή μια σκούπα. «Σκεφτόταν όπως ένα πολύ μικρό παιδί». Το καλοκαίρι του 1966 ο Galvez έστειλε τον Rodríguez στο θεραπευτήριο ενός μοναστηριού στη βόρεια Μαδρίτη. Εκεί οι γιατροί τού αφαίρεσαν τους κάλους από τα πόδια και του έβαλαν μια σανίδα στην πλάτη για να μάθει να στέκεται όρθιος, ενώ οι μοναχές τού έκαναν μαθήματα γλώσσας.
Ο Rodríguez λέει ότι έπιασε φιλίες και με αλεπούδες και φίδια και ότι ο εχθρός του ήταν ο αγριόχοιρος. Μιλούσε στα ζώα με ένα μείγμα από μουγκρητά, ουρλιαχτά και λέξεις που μισοθυμόταν: «Δεν μπορώ να σας πω τι γλώσσα ήταν, αλλά όντως τη μιλούσα». Και το λέει αυτό με απόλυτη σιγουριά. «Ένας άνθρωπος μπορεί να λέει ένα πράγμα και να εννοεί ένα άλλο. Τα ζώα δεν το κάνουν αυτό».
Καταλάβαινε τη γλώσσα, αλλά το πρόβλημα ήταν ότι χρόνια μετά την επιστροφή του δεν μπορούσε ακόμα να μιλήσει. «Πριν με πιάσουν, ακόμα και όταν ήμουν στα βουνά, μιλούσα μόνος μου. Πάντα ένιωθα ότι δεν ήξερα τι ήταν πραγματικά σημαντικό για τους ανθρώπους. Το μόνο πράγμα που ήξερα ήταν η ζωή μου στα βουνά και κανείς δεν με πίστευε».
Την πρώτη φορά που είδε θάλασσα ήταν όταν ταξίδεψε με φέρι από τη Βαρκελώνη στη Μαγιόρκα. Ρώτησε τότε έναν από τους ναύτες γιατί υπήρχε τόσο πολύ νερό γύρω από το σκάφος. «Οι καημένες οι καλόγριες προσπάθησαν όσο μπορούσαν, αλλά δεν με προετοίμασαν για τον πραγματικό κόσμο... Δεν είχα ιδέα τι έπρεπε να κάνω».
Το 1967 τον έστειλαν στην Κόρδοβα για τη στρατιωτική του θητεία. Δεν άντεξε πολύ. Κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης πυροβόλησε και παραλίγο να σκοτώσει έναν άλλο φαντάρο. Απολύθηκε και επέστρεψε στο νοσοκομείο στη Μαδρίτη, όπου ένας άλλος ασθενής τον έπεισε να πάει στη Μαγιόρκα επειδή αποτελούσε τουριστικό προορισμό των Ευρωπαίων κι έτσι θα μπορούσε να βρει δουλειά.
Μόλις έφτασαν στο νησί, ο συνταξιδιώτης του τού έκλεψε τη βαλίτσα μαζί με τα λίγα χρήματα που του είχαν δώσει οι καλόγριες και τον παράτησε σε ένα πανδοχείο. Οι ιδιοκτήτες κάλεσαν την αστυνομία, επειδή νόμιζαν ότι τους κορόιδευε, αλλά αφέθηκε ελεύθερος, καθώς οι μοναχές είχαν εξηγήσει την περίπτωσή του στην τοπική αστυνομία. Τον έβαλαν να δουλέψει για να αποπληρώσει τα χρέη του.
Τα επόμενα χρόνια έκανε διάφορες δουλειές, από βοηθός σεφ και μπάρμαν μέχρι χτίστης. Επειδή δεν είχε καλή σχέση με το χρήμα, τα αφεντικά του πολλές φορές τον έκλεβαν και τον εκμεταλλεύονταν. «Για κάποιο διάστημα πουλούσα μαριχουάνα χωρίς να το ξέρω. Το αφεντικό μου μού είπε ότι ήταν φάρμακο για το στομάχι. Οι άνθρωποι έρχονταν στο μπαρ, ζητούσαν το "φάρμακό" τους κι εγώ τους το έδινα».
Ο Juan Font, που δούλευε μαζί του σε εργοτάξια στο νησί, θυμάται: «Ήταν καλός άνθρωπος, δούλευε πολύ και όλοι τον σεβόμασταν. Θυμάμαι ότι του άρεσε να τραγουδάει, είχε υπέροχη φωνή. Αλλά ήταν πολύ δύσκολο να πιστέψεις τις ιστορίες για τη ζωή του στα βουνά, ήταν εξωπραγματικές».
Ο ανθρωπολόγος Gabriel Janer Manila κινηματογράφησε το 1977 τον Marcos Rodríguez Pantoja.
Στη Μαγιόρκα γνώρισε το 1975 τον Gabriel Janer Manila, τον ανθρωπολόγο που θα έκανε την πιο σημαντική μελέτη για τη ζωή του στην άγρια φύση και την επίδραση που είχε στην εξέλιξή του. Ο Janer παραδέχτηκε ότι στην αρχή δυσκολευόταν να τον πιστέψει, αλλά παρατήρησε ότι όσες φορές και να τον ρωτούσε, η ιστορία δεν άλλαζε ποτέ, ήταν πάντα η ίδια. Επιπλέον, κάνοντας μία σειρά από τεστ νοημοσύνης κατέληξε ότι ο Rodríguez δεν είχε κάποια μαθησιακή δυσκολία. Απλώς η συναισθηματική και κοινωνική του ανάπτυξη «πάγωσε» από τη στιγμή που τον εγκατέλειψαν.
Το μεγάλο ερώτημα όμως παραμένει: μπορούσε όντως να μιλήσει στα ζώα; Οι περισσότεροι επιστήμονες πιστεύουν ότι τα ζώα δεν θα αποδέχονταν ποτέ έναν άνθρωπο ως έναν από αυτά. Αλλά, αφού δεν τον έβλεπαν ως απειλή, τον άφηναν να ζει κοντά τους. Ο Rodríguez, ωστόσο, ως παιδί που ήταν, παρερμήνευσε αυτή την αλληλεπίδραση, νομίζοντας ότι τα ζώα τού μιλούσαν.
Ο Rodríguez άφησε τη Μαγιόρκα τη δεκαετία του '80 και πήγε στον ισπανικό Νότο. Αυτό το κομμάτι της ζωής του το πέρασε κάνοντας περίεργες δουλειές και πίνοντας. Το 1998, ένας συνταξιούχος αστυνομικός από τη Γαλικία, ο Manuel Barandela, είδε τον Rodríguez στο υπόγειο ενός εγκαταλελειμμένου κτιρίου. Αφού γνωρίστηκαν, του πρότεινε να έρθει στο Rante όπου θα του έβρισκε δουλειά και ένα μέρος για να μείνει. Εκεί βρήκε επιτέλους λίγη γαλήνη. Ο Barandela δυσκολεύτηκε να τον προσεγγίσει στην αρχή, αλλά όταν άρχισε να τον βλέπει σαν μικρό παιδί, του ήταν πιο εύκολο να τον κατανοήσει.
Η ιστορία του Rodríguez, συνυφασμένη με μια πολύ άσχημη περίοδο της ισπανικής Ιστορίας, ήρθε στο φως όταν βγήκε η ταινία «Entrelobos». Τότε όλοι ήθελαν να μάθουν τα πάντα γι' αυτόν. «Άνθρωποι έρχονται και με βρίσκουν ακόμα. Κάποιοι από αυτούς πιστεύουν ότι είμαι πλούσιος και προσπαθούν να με εκμεταλλευτούν. Δεν έχω μία!».
Κάποτε μια γυναίκα ήρθε στο σπίτι του και είπε ότι ήταν ερωτευμένη μαζί του, πιστεύοντας ότι θα έβγαζε πολλά λεφτά από αυτόν.
Ο Rodríguez δεν μπορούσε να καταλάβει πώς είναι δυνατόν, 40 χρόνια μετά τα όσα έγραψε ο Janer γι' αυτόν, και ενώ όλοι αγνοούσαν την ιστορία του, να γίνεται ξαφνικά διάσημος. «Ξέρετε, στην αρχή δεν ήθελαν να ακούσουν λέξη απ' όσα έλεγα. Τι είναι αυτό που θέλουν τελικά;»
Πηγή: El Pais/ Μετάφραση: Σοφία Σταθοπούλου