Σήμερα που όλο και περισσότεροι ανακαλύπτουμε τί ακριβώς σημαίνει "Oρκισμένες παρθένες" ("Sworn Virgins") των ορεινών χωριών της Βόρειας Αλβανίας, το έθιμο οδεύει προς εξαφάνιση. Για αιώνες, ωστόσο, υπήρχαν περιοχές ολόκληρες που υποχρέωναν γυναίκες να ζουν ως άνδρες προκειμένου να "ξεπλένουν" την "ντροπή" της μη απόκτησης αρσενικού απογόνου. Η πατριαρχική εξουσία έπρεπε να παραμείνει με οποιδήποτε τρόπο και κόστος.
Στην πραγματικότητα οι γυναίκες αυτές στην κυριολεξία θυσιάστηκαν από τις οικογένειές τους στο βωμό της παράδοσης. Το έθιμο αυτό, όπως και πολλά ακόμα, χρωστά την ύπαρξή του στην προσαρμοστικότητα που δείχνουν οι άνθρωποι όταν τα πράγματα δεν έρχονται όπως τα έχουν ορίσει στον μικρόκοσμό τους.
Περιοχές ολόκληρες που υποχρέωναν γυναίκες να ζουν ως άνδρες προκειμένου να "ξεπλένουν" την "ντροπή" της μη απόκτησης αρσενικού απογόνου.
Σε μια κοινωνία, λοιπόν, όπου η απουσία ανδρών ήταν συνώνυμη της απόλυτης καταστροφής οι άνθρωποι επινόησαν τις "ορκισμένες παρθένες". Οι οικογένειες που δεν είχαν αρσενικούς απογόνους και άρα δεν είχαν άνθρωπο άξιο να διαχειριστεί τα οικογενειακά ζητήματα, αποφάσιζαν να μετατρέψουν μια γυναίκα σε άνδρα προκειμένου να της τα αναθέσουν. Το ρόλο αυτόν δεν επωμιζόταν οποιοδήποτε θηλυκό μέλος της οικογένειας αλλά μονάχα η μεγαλύτερη κόρη.
Για να βαπτιστεί "ορκισμένη παρθένα" ή "burnesha" (όπως λέγεται σε τοπικές διαλέκτους) μια γυναίκα κόβει τα μαλλιά της, ντύνεται για το υπόλοιπο της ζωής της και για οποιαδήποτε δραστηριότητα αποκλειστικά με αντρικά ρούχα, ενίοτε αλλάζει το όνομά της, υιοθετεί ανδρικές συνήθειες και χειρονομίες. Το κυριότερο, όμως, είναι που παίρνει όρκο τιμής πως θα παραμείνει παρθένα και αγνή για όλη της τη ζωή.
Το έθιμο αυτό είναι πρωτοφανές για την περιοχή της Ευρώπης. Παρόμοιες πρακτικές εφαρμόζονταν σε ορισμένες φυλές ιθαγενών στη Βόρεια Αμερική.
To έθιμο κρατά από τον 15ο αιώνα. Από τότε μέχρι και αρκετά πρόσφατα στις περιοχές εκείνες της Βόρειας Αλβανίας και του Κοσόβου η γυναίκα δεν είχε την πολυτέλεια καμιάς ελευθερίας: ακολουθούσε τις προσταγές της οικογένειας στον γάμο, δεν ψήφιζε, δεν οδηγούσε αυτοκίνητο, δεν είχε καμία επαφή με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της οικογένειας, δεν κρατούσε χρήματα. Εννοείτει δεν έπινε, δεν κάπνιζε, δεν ξενυχτούσε παρά μόνο για να περιποιηθεί κάποιον.
Με τους άντρες να απολαμβάνουν τις όποιες μικρές ή μεγάλες χαρές της ζωής (δεδομένων φυσικά των συνθηκών στην χώρα) οι γυναίκες αυτές ενδεχομένως θεωρούσαν την ένταξή τους στις "burnesha" ως ένα είδος απελευθέρωσης καθώς αυτομάτως τους χορηγούνταν όλα τα δικαιώματα και τα προνόμια του ανδρικού πληθυσμού. Με τον τρόπο αυτό έβγαιναν από την αφόρητη κοινωνική απομόνωση.
Για πολλές γυναίκες, επίσης, η ένταξή τους στις παρθένες ήταν ο μόνος τρόπος να αποδεσμευτούν από έναν γάμο που είχαν προαποφασίσει οι γονείς τους από την στιγμή που γεννήθηκαν και μάλιστα χωρίς να διακινδυνεύσουν μια βεντέτα λόγω ατίμωσης της οικογένειας του γαμπρού. Κάποιες άλλες επίσης θεωρούσαν πως αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να κληρονομήσουν την οικογενειακή περιουσία.
Μια γυναίκα γίνεται "ορκισμένη παρθένα" σε οποιαδήποτε ηλικία με μια ειδική τελετή- ορκωμοσία μπροστά σε μια επιτροπή με πρεσβύτερους 12 χωριών. Από τη στιγμή εκείνη και μετά της επιτρέπεται να ζει ως άνδρας και είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει αρσενικό όνομα, να μεταφέρει όπλο, να καπνίζει, να πίνει αλκοόλ, να εργάζεται, να ενεργεί ως επικεφαλής μιας οικογένειας, να προστατεύει τα γυναικόπαιδα, να παίζει μουσική και τραγουδά και να μιλά ισότιμα με τους άνδρες.
Σε περίπτωση που κάποτε έσπαζε τον όρκο θα τιμωρούνταν με θάνατο. Πλεόν βέβαια είναι αμφίβολο αν η ποινή αυτή εξακολουθεί να εκτελείται.
Σύμφωνα με τον ανθρωπολόγο Mildred Dickemann σημαντικό ρόλο στο δίλημμα μια νέας γυναίκας για το αν έπρεπε ή όχι να γίνει "ορκισμένη παρθένα" διαδραμάτιζε η μητέρα της. Η εξήγηση είναι απλή. Μια χήρα χωρίς γιους είχε παραδοσιακά λίγες επιλογές στην Αλβανία: ή θα επέστρεφε στο πατρικό της ή θα παρέμενε ως δούλα στην οικογένεια του αποθανόντος συζύγου της, ή θα ξαναπαντρευόταν. Αν, όμως, είχε μια κόρη να "μετατρέψει" σε γιο θα μπορούσε να συνεχίσει την υπόλοιπη ζωή της στο σπίτι της.
Η πρακτική των "ορκισμένων παρθένων" αναφέρθηκε για πρώτη φορά από ταξιδιώτες, ιεραπόστολους, γεωγράφους και ανθρωπολόγους που επισκέφτηκαν τα βουνά της βόρειας Αλβανίας κατά τον 19ο και στις αρχές του 20ου αιώνα. Η αρχαία αυτή παράδοση με τα χρόνια ξεφτίζει.
Η Δύση για χρόνια πίστευε πως η παράδοση των "ορκισμένων παρθένων" είχε οριστικά εκλείψει. Ωστόσο, μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού διαπιστώθηκε πως στα Βόρεια της χώρας οι παραδόσεις καλά κρατούν. Σήμερα υπολογίζεται ότι ζουν εκεί από σαράντα μέχρι μερικές εκατοντάδες τέτοιες γυναίκες. Είναι όλες τους άνω των 50 ετών.