Στο αεροδρόμιοτης Βυρηττού βρήκα το νέο «Μοnocle»,που συμπτωματικά είχε αφιέρωμα στηνΑσραφίγιε - το Κολωνάκι του Λιβάνου.Είχε μάλιστα στο εξώφυλλο ένανελληνορθόδοξο παπά, σε πόζα γόητος, μεολίγη από bear. Ακριβώς δενκατάλαβα το νόημα του άρθρου, πουπερισσότερο μου φάνηκε ένα γεωπολιτικόπασάλειμμα. Παρουσίαζε τη γειτονιά ωςμια από τις πιο ερμητικές παροικίες τουκόσμου - πλούσια, φοβισμένη και απόμακρη.Επιβεβαίωσα ακόμα μια φορά πόσο fakeείναι το νέο περιοδικό του TylerBrule, και καθόλου εντύπωσηδεν μου κάνει που πουλάει μετά βίας πάνωαπό 100.000 παγκοσμίως.
Η Βυρηττόςμου φάνηκε χτυπημένη κάτω σαν χταπόδι.Έχει χάσει το κέφι της. Στο Centrede Ville, όπουάλλοτε κατέφθαναν αναψοκοκκινισμένακάθε βράδυ τα παιδιά του γλεντιού, η νέαράτσα μιας παλιάς, δοκιμασμένηςηδονοθηρίας, τώρα ερημιά. Φωνές απόμακριά και άεργα γκαρσόνια ακουμπισμέναστον τοίχο που μου χαμογελούσαν αμήχανα.Η μισή Κορνίς είναι συσκοτισμένη καιστους δρόμους της εμπορικής Χάμρα συνεχήεμπόδια με συρματόπλεγμα ανάγκαζαν ταταξί να κάνουν ζιγκ ζαγκ. Περίπολα πουκαπνίζουν και κοιτούν καχύποπτα. Όμωςο θαλασσινός αέρας έχει ακόμα τημεσανατολίτικη ηδύτητα - κάτι μεταξύλαγνείας και γιασεμιού. Και στο Wolf,ένα μπαρ για Barbie queens,δεν έριχνες καρφίτσα με τη νέα Μαντόνα.
Η πολιτικήκατάσταση, ο γνωστός μύλος. Είκοσι φορέςέχουν στηθεί οι κάλπες και είκοσι φορέςέχουν αναβληθεί οι εκλογές. Ο μύθος τουδολοφονημένου Χαρίρι απλώνει τον πένθιμοίσκιο του πάνω από την πόλη. Ο γιος τουδειλά και μάλλον άχαρα προσπαθεί ναιδιοποιηθεί τη συμπάθεια του πλήθους.Γιγαντοαφίσες του παντού. Τη πρώτη νύχτακοιμήθηκα 14 ώρες σερί (!) και το ‘ριξαστο διάβασμα.
Λίγες μέρεςμετά πήγα στην Ιστανμπούλ - την άγρυπνηκαι διαβολεμένη. Κάθε φορά την αγαπώπερισσότερο. Πλημμυρισμένη λόγω Πάσχααπό Έλληνες, με βροχή και δυνατό ήλιο,ένα μικρό δωμάτιο πάνω από το Βόσπορο,η μαγεία του νερού, τα φορτηγά πλοία, οιλόφοι με τα τζαμιά και ο μουεζίνης στιςπέντε το πρωί. Ήμουν μόνος και το ήθελα.Ραχάτι, καλό φαΐ και τουρκικά σκυλάδικαστο Tekyon. Και βεβαίως ταψηφιδωτά της Χώρας -ποτέ δεν χορταίνωαυτό το αριστούργημα. Η ώρα της Ανάστασης,που δεν μου λέει και πολλά πράγματα,καθώς το Πάσχα με συνθλίβει και μεαναστατώνει με τον βαρύ, απαιτητικόσυμβολισμό του, με βρήκε να περπατάω σεένα σοκάκι του Σουλταναμέτ, για έναψαράδικο μαγαζί με γαρμπίλι, μαγκάλιαστον κήπο και απόμακρες γάτες. Έφαγακαι ήπια, κάτω από δέντρα, κλείνονταςτο κινητό.
Γυρίζονταςστην Αθήνα, βρήκα το Κολωνάκι ξυπνημένοαπό το λήθαργο του χειμώνα. Φύλλα σταδέντρα, ανάλαφρος αέρας, ανοιξιάτικοιάνθρωποι. Ερμητικά κλεισμένο στον πλούτοτου και τον ηδονισμό του κι αυτό, όπωςη Ασραφίγιε, ίσως λίγο πιο επιθετικόκαι άγαρμπο, γεμάτο ενέργεια και νευρικάκοτοπουλάκια το πρωί, γεμάτο κοιμισμένουςγέρους αργά τη νύχτα, όταν σχολάνε ταμπαρ της Σκουφά και τα σεμνά φαγάδικατης Πλουτάρχου, και πάω στο λόφο ταξενυχτισμένα ζευγαράκια δίνουν ταύστατα φιλιά πριν το σεξ ή το λήθαργο.
Δεν ήταν κιάσκημα. Ίσως περισσότερο κι από ταταξίδια, μ' αρέσει η απλή μετακίνησηαπό πόλη σε πόλη.
σχόλια