Ο Μπρεχτ κάπου υμνεί τη λησμονιά. Χωρίς αυτήν, λέει, τα παιδιά ποτέ δεν θα κατάφερναν να φύγουν από τη μάνα τους. Να κόψουν τον λώρο πριν γίνει θηλιά. Αλλά ξέρω ελάχιστους που έχουν κόψει αυτόν το λώρο οριστικά.
Το μεγάλο τεστ κάθε ζωής είναι πώς τοποθετείται απέναντι σ’ εκείνους που τη γέννησαν. Η λησμονιά μάς βοηθάει μαζί με τις τρυφερότητες να ξεχάσουμε κι όλους τους άλυτους κόμπους. Αλλά όσο κι αν σκεπάζεις τα θέματά σου, υπάρχουν.
Κάτι, λοιπόν, με τραβάει ξανά στο νησί μου. Κι από ‘κεί που το ‘χα βαρεθεί, μαζί με το συναισθηματικό του πακέτο και τη γλυκερή τοπιογραφία του, την ιστορημένη από μεγάλους διδασκάλους, τσουπ, όλο μπαίνω στο σαράβαλο και η μυρωδιά της θάλασσας με έλκει στο πορθμείον Κυλλήνης (τόσες μνήμες!).
Βασικά, είμαι ένα παιδί της επαρχίας. Εννοώ, η μνήμη κολλάει σαν τσίχλα στα παλιά χώματα, ειδικά όποτε την αμολάω ελεύθερη. Είμαι 35 χρόνια εδώ, και περάσαν από πάνω μου σαν μπόρα σε αδιάβροχο. Κύκλοι ανοιγοκλείνουν, πρόσωπα πάνε κι έρχονται - κι εκείνο που λάμπει πάνω απ’ όλα με γλυκιά φρίκη (όπως ο νέον σταυρός πάνω από τη Φλώρινα του Καντιώτη) είναι κάτι κουλά αποτρίμματα φράσεων: κάτι φωτογραφίες νεκρών που πάνω τους είχα ζωγραφίσει κέρατα.
Οι δικές μου Άγριες Φράουλες είναι φακές. Μια φορά, στο κυνήγι, με τον πατέρα μου είχαμε πέσει πάνω σ’ ένα χωράφι με φακές. Είχα μαγευτεί. Δεν είχα μυαλό ούτε για τρυγόνια ούτε για ντουφέκια.
Με είχανε σαγηνεύσει οι φακές με το χρώμα και τα φύλλα τους. Πήγα την περασμένη εβδομάδα να τις βρω. Αστείος! - όπως όλοι οι ενήλικες που λασκάρουν μεταξύ επίθεσης και ήττας. Μεταξύ εσωτερικής ζωής και δράσης. Τρόμαξα ν’ αναγνωρίσω το μέρος. Και τέλος θύμωσα με τη γελοία φύση της νοσταλγίας - το μάταιο τραβομαλλητό της.
Ο θυμός απλώθηκε σαν blob από το Διάστημα σε όλο το τριήμερο - και όλα γύρισαν φόδρα. Το φαΐ της μάνας μου; Σκατά επαναλήψεων! Η φύση; Ένα αναμνηστικό μπορντέλο! Η γειτονιά μου; Όλοι τους δολοφόνοι! Καθόμουν και τους παρατηρούσα να συζητούν για ό,τι είδαν χθες στην τηλεόραση με ταπεινότητα είλωτα και σχεδόν μισούσα τα χρωμοσώματά μου (γιατί στο βάθος καταλάβαινα ότι εκεί ανήκω - θέλω, δεν θέλω). Μου φάνηκαν τόσο περιορισμένοι μέσα στην αμάθεια και τις φτωχές εμπειρίες της επαρχίας, που ντράπηκα και λυπήθηκα για λογαριασμό τους.
Αλλά όταν ήρθε η ώρα να φύγω και δειλά η μάνα μου φόρτωσε στο αυτοκίνητο τα δέματα που της είχα απαγορεύσει να ετοιμάσει (ζυμωτό ψωμί και μαγειρευτά από τα χέρια της και σοκολάτες ΙΟΝ, «όπως τότε» - και σε μια πτυχή των τάπερ ανακάλυψα μετά κάτι ευρώ, λες κι έφευγα φαντάρος), όλη αυτή η στασιμότητα των υδάτων, η άρνηση των νερών να τρέξουν με όλη τη λησμονιά του Μπρεχτ στην καταβόθρα του Χρόνου, με έκανε να το ξαναδώ αλλιώς. Το καημένο το παρελθόν μου. Μια κουρελού. Που πάνω της παίζουν τα τσογλανάκια - και γελάνε.
Αν θέλω να πω κάτι με αυτό το ψιλοπαραλήρημα, είναι ότι τα σκοινιά που μας δένουν με τη γενέθλια γη είναι ακατάλυτα. Κι η λησμονιά του Μπρεχτ σχετική.
Θα έτεινα να πιστέψω ότι αυτό το πιστεύουν άνθρωποι σαν κι εμένα - που βαδίζουν λοξά. Αλλά έχω δίπλα μου τον Πολίτη Κέιν. Τον Προυστ. Και τον Μπέργκμαν.
Σε ένα από τα τελευταία ποιήματα της ζωής του, το «Burnt Norton», το είπε και ο Έλιοτ:
«O χρόνος ο παρών και ο χρόνος ο παρελθών είναι ίσως και οι δυο παρόντες στον μέλλοντα χρόνο
και το παρελθόν περιέχει το μέλλον».
σχόλια