Όταν είμαι κουρασμένος, μ' αρέσει να κάνω βόλτες στο κέντρο της πόλης. Από τον Δεκέμβρη που κάηκε, οι βόλτες μου είναι σκέτη θλίψη - αλλά επιμένω. Έχω συνηθίσει τα εκατέρωθεν της οδού Αθηνάς - ως την Ακρόπολη, αλλά και ως τις υπώρειες του Βοτανικού, το Μεταξουργείο, το διαλυμένο Ψυρρή, το ανθεκτικό Μοναστηράκι.
Όταν είσαι κουρασμένος, διώχνεις τις περιττές σκέψεις κι έτσι το βλέμμα σου γίνεται διαυγές, επειδή αφοσιώνεται σε αυτό που κοιτάζει. Κοιτάζω τις λεπτομέρειες. Πράγματα σε μια είσοδο, τα απλωμένα ρούχα σ' ένα σκοινί, σιλουέτες στο παράθυρο τη νύχτα -και μέσα στις λεπτομέρειες δεν βρίσκω απαραιτήτως τον διάβολο - βρίσκω και τη δωρεά της ζωής. Χαίρομαι επειδή ανασαίνω και βλέπω.
Τον τελευταίο καιρό, όμως, έχω χάσει κάθε χαρά. Η πόλη σέρνεται - σκουπίδια, ζητιάνοι, κλεισμένες προθήκες, ενοικιάζεται, τζάνκις.
Το κέντρο της πόλης έχει χαθεί - και ειλικρινά δεν ξέρω πώς θα μπορούσε να ξαναϋπάρξει.
Μαζί με το κέντρο της πόλης, έχει χαθεί και το κέντρο γενικώς. Το κέντρο της κοινωνίας. Το κέντρο της οικονομίας. Το κέντρο της πίστης.
Οι άνθρωποι σβουρίζουν σαν ονειρώδη κοτόπουλα, βρίσκουν ντουβάρι, χαμογελάνε ή βρίζουν, κινούν ξανά και πέφτουν σε νέο τοίχο. Ένα σισύφειο βαλς, συγκρουόμενο, αέναο - μεταξύ τυφλών σ' ένα τυφλό δωμάτιο.
Κι όταν χάνεται το κέντρο, οι άνθρωποι τραβιούνται στα άκρα. Στην άκρα ελαφρότητα αφενός, στα μετρημένα λόγια αφετέρου. Στις εποχές της κρίσης ανθούν όσα κάνουν τους ανθρώπους να ξεχνούν, ή όσα τους βοηθάνε για να ζήσουν - να μην αποκτηνωθούν.
Το ίδιο συμβαίνει και στα media. Τώρα που η βάρκα μπάζει και η αστάθεια είναι ο κανόνας, δυο τάσεις φαίνεται να κερδίζουν το παιχνίδι: τα περιοδικά κουτσομπολιού και οι εφημερίδες γνώμης. Η επιτυχία της γερμανικής «Die Zeit», του «Economist», της «Guardian» και του «Week» (για ν' αναφέρω μερικά μόνο) αποδεικνύουν ότι όποιος έχει να πει κάτι, βρίσκει κοινό πιο ευεπίφορο από ποτέ. Ο κόσμος διψάει (και πληρώνει!) για σοβαρή δημοσιογραφία. Και (κάτι σχετικό) διψάει και για αληθινή τέχνη.
Δεν είμαι ειδικός, αλλά η θεατρική παραγωγή φέτος είναι από τις καλύτερες. Ο Γλάρος της ομάδας Pequod, οι Blitz, πολλές νεαρές ομάδες που φτάνουν στα μεγάλα κείμενα και τη μεγάλη ομορφιά, όπως οι διψασμένοι, είναι η τελευταία μου ένδειξη ότι σε αυτήν τη γονατισμένη φάση υπάρχουν άνθρωποι που παλεύουν με τα κύματα - και θα τα καταφέρουν. Άνθρωποι που πιστεύουν ότι το παιχνίδι δεν έληξε, η φλόγα τρέμει ακόμα και στο βάθος αυτής της μεγάλης σκληρότητας που μας μεταμόρφωσε όλους υπάρχουν ίχνη αγάπης: άνθρωποι που περιμένουν άλλους ανθρώπους.
Οπότε, ίσως το χαμένο κέντρο επαναπροσδιοριστεί υγιέστερα. Ομορφότερα. Εκτός κι αν επικρατήσει η βαρβαρότητα του άλλου μισού και όλη η Ελλάδα γίνει σαν τον Star του Μαλέλη: μια ηθική και αισθητική χρεοκοπία.
σχόλια