Είμαι ψηλός (1.88) και πολύ όμορφος / Είχα αρχίσει να πασπατεύω τις ρώγες μου / Έτσι όπως ήμουν νέος εκεί που γέρναν οι μηλιές / ταυτόχρονα σπρώχνω το δάκτυλό μου στην τρύπα της / Χρυσαφένιος στη δόξα των ματιών σου / τρεις φορές μέσα στην ίδια νύχτα / να χαϊδεύω τις ρώγες της / Κι ως ήμουν άγουρος κι ανέμελος / Τι ευχάριστη έκπληξη, θείε / Διόλου δεν μ' ένοιαζε πού θα με οδηγούσε ο καιρός / ενώ έκανε μια κίνηση και μου έπιασε το μπούτι / Στο φεγγάρι που ανατέλλει παντοτινά / μου είπε να σκύψω να με φιλήσει / Χλόη και φθορά με όριζε / Πάμε στο μπάνιο κι εκεί θα τα δώσουμε όλα / Άνθισε, άνθισε λυωμένο μέταλλο του κόσμου! / Θεέ μου, τα ρούφηξες όλα, της είπα / Και η φλόγα μες της σάρκας το όραμα / Μην αφήσεις ούτε σταγόνα / Η αγάπη είναι το τελευταίο φως / Ήταν πολύ καυλιάρικο το θέαμα / Τα χέρια δεν έχουν δάκρυα για να χύσουν / Εγώ ήθελα να τη βασανίσω και της έριχνα σφαλιάρες / Εκεί που άλλοτε τα νερά του προσώπου σου / Θα πρέπει να ήταν 19 με 20 εκατοστά / Γιατί η χώρα του θανάτου είναι στο σχήμα της καρδιάς / Και ο άνθρωπος έπαθε τη πλάκα του από την καύλα / Θα 'χεις κοράλλια στις κλίνες σου / Το σπέρμα μου τινάχτηκε σαν καταρράκτης / Η δύναμη που σπρώχνει το νερό μες απ' τους βράχους σπρώχνει το αίμα μου / Έχυνα ασταμάτητα / Σπρώχνει και τα χλωρά μου χρόνια / Εκείνος με φιλούσε παντού / Τα χείλη του χρόνου κολλάν σα βδέλλες στο στόμα της πηγής / Μου έλεγε πως θέλει να μ' έχει κοντά του μέρα νύχτα / Λυγίζει τα χρόνια μου ο πυρετός του χειμώνα / Μου έγλυφε τα δάχτυλα των ποδιών από ευγνωμοσύνη / Χλόη και φθορά με όριζε / Η κωλοτρυπίδα της είχε γίνει σα λίμνη / Μα σαν τη θάλασσα αλυσοδεμένος τραγουδούσα.
σχόλια