Το φως στην οροφή ενός αεροδρομίου στις 10 το πρωί μου θύμισε τη μέρα που η βάρκα «Αγγέλικα» έφτασε θριαμβικά στον κόλπο της «Ομπρέλας». Έσερνε πίσω της έναν πελώριο ξιφία και ο ψαράς Βασιλάκης αλάλαζε.
Η «Ομπρέλα» ήταν η παραθαλάσσια ταβέρνα του μπάρμπα μου του Στάθη. Ένα ανοιχτό, κυκλικό περίπτερο με καλάμια και φτέρες, που το πρωί έδινε αναψυκτικά και μπίρες σε όσους έκαναν μπάνιο και το βράδυ σέρβιρε κουνέλι κοκκινιστό κάτω από το φεγγάρι. Ο ίδιος είχε γράψει γύρω από την οροφή της σε κόντρα πλακέ ένα δίστιχο: «Έλα, έλα στην Ομπρέλα / να περάσεις τρέλα τρέλα!».
Ήμουν γκαρσόνι εκείνο το καλοκαίρι και το πρωί, πριν ανοίξει, πήγαινα και σκούπιζα. Συνήθως νύσταζα, αλλά μου άρεσε πολύ ο τρόπος που στραφτάλιζε η θάλασσα στις 10 το πρωί. Θεωρούσα ότι είναι κάτι που το παρατηρώ μόνο εγώ – την τόση ομορφιά! Και με ενθουσίαζε, με τη μυστήρια ένταση που ενθουσιάζονται οι έφηβοι και οι απροσάρμοστοι.
Ο Βασιλάκης (πέθανε πρόσφατα) ήταν ένας νανοφυής, νευρώδης οικοδόμος, με συρμάτινα γυαλιά μυωπίας και ένα παπί που του είχε πειράξει την εξάτμιση. Ήταν το αηδόνι της γειτονιάς. Η φωνή του δεν είχε τη συνηθισμένη κανταδόρικη εγκατάλειψη, αλλά κάτι κρουστό και διαυγές. Σαν να αντιλαλούσε μέσα σε έναν ασημένιο κύβο. Ενώ άπλωνε τα φτερά της και πέταγε ψηλά, έμενε ακίνητη εκεί, σίγουρη, υπεράνω, με απειροελάχιστη ταλάντωση, όπως τα φτερά του γλάρου που μένουν ακίνητα στα μεγάλα ύψη. Αν ο Μπιθικώτσης ήταν Σικελός πρίγκιπας, έτσι θα τραγουδούσε.
Πήδησε σαν πίθηκος από τη βάρκα και έσυρε τον ξιφία από την πετονιά στην όχθη. Μαζευτήκαμε έκθαμβοι. Δεν είχα ξαναδεί τόσο μεγάλο ψάρι. Εξίσου με εντυπωσίαζε πώς μια πετονιά αντέχει να σέρνει τέτοιο «θηρίο». Στιγμή δεν έχανα το σκηνικό: τη θάλασσα, το παιχνίδι των αχτίνων στα νερά, τις σκιάσεις στην άμμο του βυθού -- σαν γυαλί λιωμένο.
Ζήτησε από την παρέα του (4-5 γέρους ναυτικούς με λίγα δόντια και μπαλωμένα ρούχα) να τον βοηθήσουν: έκοψε το ψάρι σε ροδέλες και παρακάλεσε την ταβερνιάρισσα να του το ψήσει. Έβαλαν ούζα. Κι ενώ εγώ σάρωνα το χώμα και σφουγγάριζα τους μουσαμάδες των τραπεζιών, έπιασε το τραγούδι – όπως πάντα.
Εκείνο το πρωί, όμως, δεν είπε το «Είσαι το λιμάνι μου», το «Ξύπνα, γλυκιά μου αγράμπελη», το «Γιατί στη ζωή να μη χαίρονται όλοι». Είπε το «Ο Sole mio». Koντρ λυμιέρ. Το άκουγα πρώτη φορά.
Che bella cosa na jurnata 'e sole,
n' aria serena doppo na tempesta!
Pe' ll' aria fresca pare già na festa...
Che bella cosa na jurnata 'e sole.
Όταν είσαι ένα μοναχικό παιδί, σε αποσβολώνει ό,τι συναντά την εσωτερική σου ζωή. Αυτό το τραγούδι, από την ανώτερη φωνή του Βασιλάκη, με ανέβασε αυτόματα σε μια πίστα που αγνοούσα (την Τέχνη) και στην οποία έκτοτε θα έβρισκα κάποια ασφάλεια. Σαν να έδινε νόημα στις εικόνες που με συγκινούσαν –τη θάλασσα και τη λάμψη της το πρωί– αλλά και να έδειχνε την μπλόφα της προοπτικής τους: «Η ζωή είναι ωραία, αλλά εξατμίζεται σαν αφρός στο κύμα».
Γιατί τα λέω όλα αυτά; Βασικά, γιατί αργεί το αεροπλάνο. Αλλά και γιατί σκεφτόμουν στο ταξί ότι υπάρχουν τόσες μαγικές εικόνες μέσα στο μυαλό κάθε ανθρώπου, που κανείς δεν τις μαθαίνει ποτέ και τις παίρνει ο σκουπιδιάρης. Ζούμε όλοι σύγκορμοι πράγματα που μας συγκλονίζουν και τα ξέρουμε μόνο εμείς.
Αλλά και πόσες εικόνες να συσσωρεύσει αυτός ο κόσμος! Γέμισε η γη κόκαλα και ονειρευόμαστε ακόμα. Καθένας για λογαριασμό του.
Ίσως έχουν δίκιο οι Άραβες: Η αλήθεια βρίσκεται σε πολλά μαζί όνειρα. Άρον τον κράβατόν σου και περιπάτει.
www.facebook.com/stathis.tsagar
σχόλια