Ο καθένας ζει την παρακμή της Ελλάδας μέσα από τις μικρομέγαλες καταστροφές που τον αφορούν. Στον δικό μου χώρο, που είναι οι εκδόσεις, η καταστροφή είναι σαρωτική. Σήμερα Τρίτη, ο Λυμπέρης παραδέχτηκε και αυτός τη διάλυση της επιχείρησής του, ο Ρέστης απέλυσε ένα σωρό κόσμο από τα κανάλια του, στις επόμενες μέρες αναμένεται (σύμφωνα με σοβαρές, ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες) να μπει ο ΔΟΛ στο 99.
Οι νεότεροι του γραφείου δεν συμμερίζονται τη λύπη μου. «Κάτι πεθαίνει, κάτι θ' αρχίσει». «Θεία δίκη μιας βαλκανικής εκδοτικής ύβρεως». Και τα λοιπά και τα λοιπά. Αν, όμως, βρίσκονταν κι αυτοί στον αφρό του κύματος εκείνα τα ανέμελα χρόνια που όλα είχαν πρηστεί από τον πυρετό του Χρηματιστηρίου, ίσως τα ίδια να έκαναν. Δεν έχω δει και τις ηθικότερες των συμπεριφορών από τη νεότερη γενιά. Στα λόγια, στα χάπενινγκ και στις καταγγελίες σκίζουν – όταν έρχεται η ώρα της κρίσεως, σχεδόν όλα τα μειράκια την πάρτη τους κοιτάνε.
Για να ξεφύγω από το κακό κλίμα, πήρα το τρένο την περασμένη Πέμπτη, ξαφνικά, κι ανέβηκα Θεσσαλονίκη. Σε ένα μικρό ξενοδοχείο της Κομνηνών κοιμήθηκα το πρώτο βράδυ 12 ώρες σερί και συνήλθα. Λίγοι ντόπιοι φίλοι, η αργή ζωή της επαρχίας, ο ανοιχτός ορίζοντας – τι άλλο θες! Μετά το πρώτο σοκ της κρίσης (που στον Βορρά άρχισε νωρίτερα) οι άνθρωποι εδώ το πήρανε απόφαση κι αρχίζουν να συνέρχονται. Χωρίς να έχουν απεμπολήσει ποτέ τη λαϊκή τους ρίζα, εύκολα ξανάρθανε στα ίσα τους, θυμήθηκαν από πού βαστάνε. Την Παρασκευή και το Σάββατο, με την ευγενική χορηγία των φοιτητών, όλη η πόλη ήταν στους δρόμους, ζωηρή, γελώντας, θορυβώδης – εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί. Του 'δωσα και κατάλαβε.
Βέβαια, και η Θεσσαλονίκη είναι πια μια πόλη άσχετη από τους θρύλους της. Προσπαθώντας να επαναλάβω μια νύχτα μαγική, που σε έναν ημιώροφο του Βαρδάρι, στο λαϊκό κέντρον διασκεδάσεως «Τα Γούστα», είχαμε κάνει ωραίο κέφι με τον Φλωρινιώτη και το μπαλέτο του, ψαχτήκαμε στα έρημα στενά των μπορντέλων. Ερημιά και κινέζικα. Στο μόνο ζόρικο μέρος, ονόματι Παλαλάς, καμιά δεκαριά Ρουμάνοι χορεύανε κάτι μεταξύ ρέιβ, πυρρίχιου και τσιφτετελιού μαζί με πέντε τεμπέλες Ελληνίδες πόρνες, που αντί να ψωνίζονται, μεθάγανε. Στους ολόγυμνους γαλάζιους τοίχους υπήρχε ζωγραφισμένος ένας Πύργος του Άιφελ – έβλεπες τα πρόσωπα στο φως του ψυγείου. Δήθεν ξερογλειφόντουσαν, απρόθυμοι για οτιδήποτε.
Βλέπαμε το θέαμα σιωπηλοί, δίχως κέφι, κι αναρωτιόμουνα τι φταίει: είδαν πολλά τέτοια τα μάτια μου και δεν μασάω ή όντως το μέρος ήταν γτπ; Και, χοπ, ξεπήδησε ο ταπεινούλης στοχασμός από τη σούπα του μυαλού μου.
Κάποτε υπήρχε ένα περιθώριο που ενδιέφερε: ζεστό, κλειστό μες στον δικό του κόσμο. Είχε τα χούγια του, τη γλώσσα του, τις συνήθειές του – κράτος εν κράτει. Εκεί ζούσαν όσοι η κοινωνία δεν τους ήθελε – γι' αυτό κι ήτανε άγριοι, παραπονεμένοι, εκδικητικοί. Αν τύχαινε να μπεις για λίγο, κλεφτά, εσύ, ένα παιδί της τάξης, ήτανε σαν να μπαίνεις σε έναν απαγορευμένο κήπο. Εξωτικό – όπως τα ονόματα που είχαν τότε: Σεχραζάντ, ο Κήπος του Αλλάχ, Το πράσινο ακρογιάλι...
Τώρα, τέτοιοι κόσμοι δεν υπάρχουν. Είναι γνωστοί. Κάνουν updates και μοιράζονται στο ίντερνετ. Επηρεάζονται από την ίδια τηλεόραση, προσπαθούνε για την ίδια δόση. Έλληνες λούμπεν δεν υπάρχουν πια, η Ευδοκία καλά σαράντα. Μόνο οι μετανάστες έχουν τέτοιες κλειστές, περιθωριακές κοινότητες, που δεν τις συνέχει όμως ακριβώς το ζοριλίκι και η παρανομία – αλλά η ανάγκη της επιβίωσης μέχρι το επόμενο λιμάνι. Οι Ρουμάνοι του Παλαλά δεν θα αποκτήσουν ποτέ το μυθικό εκτόπισμα του μάγκα που χόρευε μουλωχτός στη Σεχραζάντ: άλλο να σε περιθωριοποιεί η ανάγκη και άλλο ο νόμος ή το σώμα σου.
Όμως, με τα τούτα με τα κείνα, περάσανε ζάχαρη οι μέρες. Ξεχάστηκα στη Σαλονίκη. Καλμάρισα. Και μετά πήρα το τρένο και γύρισα στην Αθήνα. Στο Σύνταγμα. Μια μέρα πριν ψηφιστούν τα απάνθρωπα, αδιανόητα μέτρα.
Μέρος της εθνικής διάλυσης κι εγώ.
σχόλια