Μια φορά κι έναν καιρό πήγαινα στο Σάο Πάολο κάθε φορά που είχα ακεφιές. Ξεκοκάλιζα τη μισθάρα που έπαιρνα τότε, σαν να μην υπάρχει αύριο. Δεν είχα δεσμό με τίποτα - άνθρωπο, ζώο, πίστη. Ήταν, ας πούμε, η κυνική μου περίοδος - η εποχή που νόμιζα ότι μπορούμε να αλλάξουμε ψυχισμό σαν το πουκάμισο.
Έμενα στην αμαρτωλή συνοικία, την Boca do Lixo, που σημαίνει Στόμα του Σκουπιδιού - κάτι σαν την Ομόνοια των σέβεντις. Τη μέρα ήταν το εμπορικό κέντρο, αναλιγωμένο από την τροπική ζέστη - και τη νύχτα ερήμωνε και άναβαν τα νέον. Το ξενοδοχείο μου ήταν φτηνό από άποψη κι έβλεπε σε έναν βουερό πεζόδρομο όπου όλη νύχτα το εμπόριο της σάρκας ανθούσε - τριανταφυλλένια φιλέτα. Από το μικρό παράθυρο του μπάνιου έμπαινε το κόκκινο φως του νέον - μου άρεσε, διότι έκανε νουάρ. Σε ένα παλιό ραδιόφωνο με λυχνίες άκουγα μόνιμα τον ραδιοσταθμό Scala (υπάρχει ακόμα), βραζιλιάνικη νοστάλτζια, ξυλόφωνα, βιμπράφωνα, μάμπο από θρυλικές ορχήστρες που έχουν διαλυθεί, φωνές από βελούδο και μελαγχολία.
Δεν άργησα να καταλάβω ότι το ξενοδοχείο μου ήταν της βίζιτας. Όχι ότι με ενόχλησε. Ζούσα σε μια συμφωνία σουμιέδων και φοξ-τροτ. Αλλά η βραζιλιάνικη ψυχή δεν είναι ποτέ μίζερη - ούτε στην πορνεία. Στις σκάλες συναντούσα πάντα χαμογελαστούς, ανοιχτόκαρδους ανθρώπους, που χώριζαν μετά από κάθε πληρωμένη συνάντηση σαν ερωτευμένοι. Δεν έχω δει τόσο απενοχοποιημένη στάση απέναντι στην ηδονή, τα γούστα, τις ανάγκες του κορμιού. Και δεν έχω ξαναδεί τόση λεπτότητα στο σμίξιμο των ανθρώπων, ακόμα κι αν σκοπός είναι ένα δεκάλεπτο τρίψιμο δερμάτων και σάλιο που μπερδεύεται με άλλο σάλιο.
Λίγο πιο κάτω υπήρχε ένα παλιό μπαρ που πήγαινα κάθε βράδυ, το Habeas Corpus. Ένα ποτάδικο μισοφώτιστο, με ψάθες στις λάμπες και ξύλινη μπάρα γυαλισμένη από τους χιλιάδες αγκώνες. Πηγαίναμε όλοι με σορτς και σαγιονάρες, πίναμε μπίρες στο πεζοδρόμιο ιδρωμένοι, ακουμπισμένοι στα αυτοκίνητα και τις ακακίες - μάτια γεμάτα λαγνεία και βουβώνες ετοιμοπόλεμοι. Εκεί έζησα μια στιγμή μαγική. Μια γυναίκα, γύρω στα 40, που καθόταν μόνη της δίπλα μου στην μπάρα, άρχισε να μουρμουρίζει κι έπειτα έπιασε να τραγουδάει ένα από αυτά τα saudades που σου διδάσκουν να δέχεσαι με αξιοπρέπεια τη θλίψη της ζωής - αυτό που λέμε «με ένα πικρό χαμόγελο». Τραγουδούσε τόσο ωραία, θεέ μου, και κανείς δεν της έδινε σημασία - μέχρι που τελείωσε, κούνησε το κεφάλι της σαν να έλεγε «τι να κάνουμε!» και έσκυψε στην μπίρα της.
Ήταν ωραία χρόνια, εξημμένα κι ατρόμητα, τα χρόνια στο πορνικό ξενοδοχείο Joao. Χωρίς να το καταλαβαίνω τότε, μάθαινα τους αναβαθμούς του έρωτα και την ευφραντική δύναμη του ανεξίθρησκου σεξ - μέχρι να χωνέψω ότι δεν ήμουν βέβαια ο Ντάσιελ Χάμετ, αλλά ένα καταθλιπτικό παιδί από τη Ζάκυνθο. Και να κάτσω στα αβγά του ιστορικού μας κέντρου. Και να παχύνω από την πολλή λογιστική.
Αλλά θυμάμαι με παράξενη λύπη τα καλοκαίρια στη ζεστή, αχανή μητρόπολη, τα πήγαινε-έλα με το νοικιασμένο αμάξι στις άδειες avenidas την αυγή, το φεγγάρι της Boca do Lixo, τις εύθυμες πόρνες, τη μικρή μου κάμαρα, τη ζωή μου όλη.
Φιλάκια, βρε!
σχόλια