Ο Λύκος της Wall Street δεν είναι μεγάλη ταινία αλλά είναι η ταινία της στιγμής. Δεν μπορεί παρά να σε αφορά. Βγαίνει σε διαβολικό timing, όταν ο πλανήτης ξαναβρίσκει τις αισθήσεις του και συνειδητοποιεί ότι το χτύπημα που δέχτηκε από τις αγορές παρά λίγο να του πάρει τη ζωή. Και ότι σε πολλούς την πήρε.
Συμφωνώ με τον Κουτσογιαννόπουλο: δεν προσθέτει τίποτα στη φιλμογραφία του Σκορσέζε. Αλλά συγκεφαλαιώνει μια εποποιία ντροπής, καταδεικνύει με την απλούστευση ενός κόμιξ τον μηχανισμό της χρηματιστηριακής φούσκας – και φιλοτεχνεί με εφιαλτικό τρόπο τον παρακμιακό τρόπο ζωής όσων πλουτίζουν γρήγορα και πρόστυχα.
Όλος ο πλανήτης πληρώνει τα σπασμένα αυτής της ιστορίας. Αλλά ο καθένας κάνει τους δικούς του συνειρμούς όταν τη βλέπει να γίνεται σινεμά. Και νιώθει πολύ ενοχλημένος. Εάν δεν είναι κτήνος από γεννησιμιού του.
Τις ξέρουμε κι εμείς τις εισηγμένες που είναι ανύπαρκτες παράγκες της επαρχίας, δήθεν εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας που δεν λειτούργησαν ποτέ, λεφτά που αντί για επενδύσεις γίνανε προσωπικές βίλες στη Μύκονο -- το λεγόμενο έγκλημα του Χρηματιστηρίου.
Την ξέρουμε κι εμείς την αφελή μαρίδα που πειθαναγκάστηκε να παίξει στον στημένο τζόγο, ηλικιωμένους που έχασαν σε μια απονενοημένη ζαριά την εξασφάλιση μιας ζωής, τα θολωμένα μειράκια που επιζήτησαν να γίνουν μεγιστάνες σε μια νύχτα. Ξέρουμε το επιθετικό παιδί της επαρχίας που γίνεται ζάπλουτο μέσα σε μια αλλόκοσμη φλασιά και δεν ξέρει τι να τα κάνει τα λεφτά του, αφού ευτυχία χωρίς αίσθηση μέτρου δεν υπάρχει -- και σε dt κόβει τη δυστυχία του φέτες, με την πιστωτική που κόβει και την κόκα του.
Με μια διαφορά. Εδώ δεν ξέρουμε κανένα FBI -- τουλάχιστον κανένα που να προτίθεται να τιμωρήσει τους εγκληματίες. Το δικό μας εθνικό έγκλημα μπήκε στο αρχείο. Είκοσι άνθρωποι μπήκαν φυλακή, χιλιάδες άλλοι εξακολουθούν να απολαμβάνουν εν κρυπτώ τα κλεμμένα -- πρόσωπα γνωστά, σε θώκους και κοσμικές στήλες, παράγοντες με λερωμένα χέρια – οι λούμπεν εξοχότητες.
Κι αυτό είναι που δημιουργεί στους Έλληνες τόση δυσανεξία, καχυποψία και επιθετικότητα. Οι εγκληματίες είναι ακόμα πρώτο τραπέζι πίστα, εκτός από τους εγκληματικότερους που ανακάλυψαν τη χάρη τον επαρχιών και του Μανχάταν -- οι Κιγκινάτοι του lifestyle.
Και μόνο για τον τρόπο που δείχνει την ντέκα αυτών των πλούσιων και με ένα χολερικό ακροβατικό την προσγειώνει στην τηλεόραση των ριάλιτι και των ρεπορτάζ για πλούσιους και διάσημους, ο Σκορσέζε είναι μετρ. Δείχνει ότι υπάρχει πολύ πρόθυμο κρέας που επιθυμεί συνειδητά να γίνει αμοράλ και να πλουτίσει ανέντιμα – αρκεί κάποιος να του δείξει τα κόλπα. Ότι κάτι άπληστο μέσα στην ανθρώπινη φύση έλκεται και μεθάει από την υπερβολή, ότι υπάρχει ένα μακρύ περιδέραιο από media που θα καταγράψουν ευχαρίστως τις προστυχιές κάθε πλούσιου αλήτη, με αζημίωτα ωσαννά και ερεθισμένα γελάκια. Πάντα η Κόλαση ήταν ελκυστική για τους φτωχοδιάβολους.
Απορώ, βέβαια, πού ξέρει τόσο καλά αυτούς τους ζόρικους κόσμους ο Σκορσέζε. Εκτιμώ πολύ το πρότζεκτ που ξεκίνησε με το παγκόσμιο σινεμά (έβγαλε πρόσφατα το πρώτο εκπληκτικό μποξ στην Criterion), ασχολείται πια με πάθος ιστορικού με την αποκατάσταση μικρών και σπάνιων διαμαντιών, γράφει, μιλά, βοηθά -- και τον δικό μας Βούλγαρη.
Δεν έχει σημασία. Είναι μια μεγάλη μορφή –και ίσως θα ’πρεπε να σκεφτούν δυο φορές όσοι τον κατακρίνουν με αναλφάβητα επιχειρήματα.
σχόλια