Πριν η Πλάκα γίνει το περίκλειστο κουκλόσπιτο των εκατομμυριούχων, ήταν ένα ξέφραγο αμπέλι. Τη θυμήθηκα χθες που έκανα μια βόλτα με τα πόδια – βασικά για να καλμάρω τα νεύρα μου. Ανέβηκα πάνω από την Αρχαία Αγορά, πέρασα τη Θόλου με τα χύμα κάποτε μπαρ και, κόβοντας αριστερά, έφτασα στην πλατεία Ραγκαβά.
Α, η Ραγκαβά! Για έναν επαρχιώτη με τριμμένο κοτλέ και γυαλιά μυωπίας ήταν σαν τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο της hipsteria. Υπήρχε σε ένα ανθυπογκρέμι το Jazz bar! Μποέμικο και διάπλατο, όπως όλα τα μπαρ. Τότε, άνοιγες την πόρτα σε όλα τα μέρη κι έμπαινες – καουμπόι του μεσονυχτίου. Πόρτα θεσπίστηκε πολύ αργότερα, στα ποζάτα κλαμπ του Μελετόπουλου – πράγμα που δεν χώνεψα ποτέ. Αντιπαθώ τον ευγονισμό της μέθης, αντιπαθώ παντός είδους πόρτες στη χαρά -- Άρατε Πύλας, Κοριτσάκια!
Εν πάση περιπτώσει, πήγαινα και καθόμουν στο βάθος της μπάρας. Ο Μπαράκος έβαζε βινύλια στο πικάπ (πολλά σκρατς) και από κάτω η Αθήνα λαμπύριζε σαν υπερωκεάνιο του Φελίνι. Ο Μίνγκους ήταν πολύ στη μόδα, ο Σαν Ρα, ο Κολτρέιν. Μπίρες και λόγια. Σάκης Παπαδημητρίου και «Σύγχρονος Κινηματογράφος». Τολύπες καπνού, γαλάζια μέθεξη, αφραγκιές και μια αίσθηση ελευθερίας – τα καυλόσπυρα της μετεφηβείας κόχλαζαν.
Το πράγμα έδεσε ακόμα πιο πολύ όταν στο ημιυπόγειο του νεοκλασικού (που ήταν χτισμένο στο δόξα πατρί του λόφου και τίποτα δεν του έκρυβε τη θέα) άνοιξε, όλως ανέμελα, ένα χαώδες μπαρ με τραβεστί. Τότε (μιλάμε το 1976) τα τραβεστί δεν ήταν ταλαιπωρημένα από τα media. Ήταν εξωτικά και άγρια – σαν νυχτολούλουδα με αγκάθια. Τα ήξεραν μόνο όσοι έπρεπε να τα ξέρουν, τα πουλούσαν και τα αγόραζαν μόνο όσοι ήθελαν να τα φιλούν στο στόμα. Και ήταν κι αυτά ακατέργαστα και αφελή, όπως η Αθήνα.
Έτσι όπως ήταν οι πόρτες ανοιχτές και στα δύο μπαρ, πολλές φορές, με την μπίρα στο χέρι έβγαινα από το άντρο της Βοημίας και κατέβαινα στο παλάτι της ντέκας. Στην καπνίλα, τα τραβεστί καθόντουσαν στα πόδια κάτι δίμετρων αντρών, φαντάροι, παντρεμένοι, που το είχαν τιμή να συνοδεύουν κορίτσια με πρόχειρες περούκες. Πόσο μου άρεσε αυτό το απαλό πέρασμα από τον έναν κόσμο στον άλλο! Δίχως πόρτα! Διότι ανέκαθεν πίστευα και πιστεύω ότι όλοι οι άνθρωποι, μετά από τρεις μπίρες, τα ίδια πράγματα ζητάμε: να ξεπεράσουμε τους φόβους μας και να κάνουμε σεξ.
Τότε αλώνιζα όλη νύχτα. Και είχα ανακαλύψει στο πλάι των Στύλων του Ολυμπίου Διός (από το δρομάκι που τώρα έκλεισαν και σε κατέβαζε στην όχθη του Ιλισσού και στις πονηρές λόχμες) δύο λυγισμένα σίδερα στην περίφραξη. Γλίστραγα κι έμπαινα στον ναό. Δεν καθάριζαν συχνά το χώμα, αγκάθια και μολόχες φύτρωναν στο κέντρο του. Ξάπλωνα ανάμεσά τους και χάζευα τα αστέρια. Κάτι σκυλιά αρχικά γάβγιζαν, μετά βαριόντουσαν και με αφήνανε ήσυχο. Μόνο σε μια φίλη μου το αποκάλυψα, χρόνια αργότερα, μέχρι που μια νύχτα μας πήραν στο κυνήγι οι αίφνης φύλακες.
Είχα πολλά τέτοια μυστικά. Η Αθήνα μού τα έδινε με το τσουβάλι. Ήταν ακόμα μια πόλη τυχαία και ανοργάνωτη, που δεν είχε προλάβει να μοιράσει τα χαρτιά της, να φωταγωγηθεί, να καταγραφεί, να περιφράξει τις ιδιοκτησίες της. Και σε αυτές τις αχαρτογράφητες, σκοτεινές περιοχές (που ήταν και οι περισσότερες) κυριαρχούσε μια ανήμερη αλητεία, ένα μεθύσι ελευθεριάζον και απαρατήρητο, που όλοι το ήξεραν και το απολάμβαναν και κανείς δεν το κατήγγελλε. Γιατί οι μεν πλούσιοι, όταν δεν το έβρισκαν γραφικό, ένιωθαν ότι δεν τους αφορά, ο δε λαός, που τότε ακόμα είχε την απλότητα και τον αυθορμητισμό της καταγωγής του, ήξερε ότι η φτώχεια θέλει καλοπέραση και η πραγματικότητα δεν αντέχεται πολύ.
Κάνοντας τη βόλτα μου, λοιπόν, προχτές, σκέφτηκα ότι είμαστε λίγο άτυχοι. Ούτε η Αθήνα πρόλαβε να γίνει μια οργανωμένη, λειτουργική πόλη που να προσφέρει την πρόνοια και τη χάρη μιας δυτικής πρωτεύουσας, ούτε έχει πια εκείνη την αχτένιστη, πανηγυρτζίδικη αθωότητα, που την τελευταία έκλαμψή της πρόλαβα. Είναι ένα μεταβατικό ορφανό, με τρύπιο κέντρο.
Kι όμως, όπως μπήκα στον χωματόδρομο που θα με έβγαζε στου Φιλοπάππου και είδα στην κυματιστή χλόη του ιερού λόφου τα ζευγαράκια να μάχονται και να κυλιούνται, δεν ξέρω, μου άρεσε. Πάντα μ' αρέσει αυτή η πόλη.
Δεν έχω άλλη.
σχόλια