Έβλεπα πριν από λίγο στο κομπιούτερ του γραφείου μου σκηνές από τη Νύχτα του Κυνηγού. Τη θηριώδη ταινία που σκηνοθέτησε ο Τσαρλς Λότον, για την οποία τον λοιδόρησαν στην εποχή του. Τόσο είχε αποκαρδιωθεί, που δεν γύρισε άλλη. Τον ήθελαν να είναι ηθοποιός – να κάνει τον κακό πλοίαρχο του Μπάουντι ή τον τρελό επιστήμονα στο Νησί των χαμένων ψυχών ή τον Κουασιμόδο στην Παναγία των Παρισίων (μέγας ηθοποιός, μοντέρνος και κοφτερός, σε δεκαετίες που ήταν όλο πόζα και ξαφνιασμένα γκρο-πλαν – απομεινάρι από τον κώδικα του βωβού σινεμά).
Δεκαετίες μετά, ο κόσμος κατέταξε την ταινία του εκεί που πρέπει. Μεταξύ των μεγάλων αριστουργημάτων. Η σκηνή στο ποτάμι, με τα μικρά παιδιά, δυο αδέλφια που κωπηλατούν όλη νύχτα για να γλιτώσουν από τη μανία ενός παρανοϊκού ιεροκήρυκα (του εκπληκτικού Ρόμπερτ Μίτσαμ), ένα αλλόκοσμο τραγούδι που λένε, ενώ από τις σκοτεινές όχθες τα παρακολουθούν οι ξάγρυπνοι οργανισμοί της φύσης (λαγοί, χελώνες, αράχνες), σαν τραγικός χορός που τα σκεπάζει και τα συμπονά – είναι σκηνή που δεν έχει όμοιό της στην Τέχνη. Καθαρή ποίηση μεγάλης πνοής και πείσμονος ιδιοσυγκρασίας.
Εκατοντάδες τέτοιες ιστορίες. Ο Κουροσάβα, στα αζήτητα, ενώ είχε γυρίσει τα παραγνωρισμένα αριστουργήματά του, σκεφτόταν να αυτοκτονήσει. Ο Ντράγιερ – γιουχάισαν τη Ζαν ντ' Αρκ του. Ο θεμελιακός για το σινεμά Κανόνας του Παιχνιδιού οδήγησε σε πτώχευση τον Ρενουάρ και θεωρήθηκε ένα γελοίο καπρίτσιο.
Και σε άλλες τέχνες. Στην ποίηση. Τη ζωγραφική. Τη λογοτεχνία (πολύ). Εκατοντάδες αριστουργήματα που πίκραναν τον δημιουργό τους, τον μάραναν και τον έβγαλαν εκτός παιχνιδιού. Ενώ αόρατα εξυφαινόταν ο μελλοντικός θρίαμβος.
Γιατί τα λέω αυτά;
Διότι αναρωτιέμαι εάν αυτή την τακτοποίηση του γούστου και των αξιών που επιφέρει ο χρόνος μπορεί κανείς να την κατορθώσει ενόσω ζει: μέσα από ένα ταρακούνημα – ανάλογο της οικονομικής κρίσης που μας δέρνει.
Επεξηγούμαι: σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο υπάρχει εσχάτως εθνική απομάγευση. Σαν να ξεβρακώθηκαν όλοι. Τα στερνά τιμούν τα πρώτα εν ριπή οφθαλμού. Γίγαντες απομένουν νάνοι στο κέντρο της πλατείας, ήρωες σέρνονται με το σκοινί, ενώ το πλήθος αλαλάζει. Μες στον τυφώνα της «διόρθωσης» (όπου, βέβαια, μαζί με τα ξερά καίγονται και ορισμένα χλωρά), ο καθένας παρουσιάζεται στην πραγματικότερή του διάσταση. Και ορισμένα μειράκια που δεν τα έπαιρνε το μάτι σου αποδεικνύεται να έχουν σπάνιες αντοχές – παρόλη τη βουή και την αντάρα, η φωνή τους ακούγεται.
Το ερώτημα είναι: Ποιο ανάλογο σοκ θα κάνει, αν όχι το δημόσιο γούστο, τουλάχιστον το γούστο των «ειδημόνων» να κόψει την αναχρονιστική του παραμύθα και να διαβλέψει στα καινούργια πράγματα τη δύναμη που τους αναλογεί; Να σοβαρευτεί επιτέλους;
Είναι η πείνα; Η χρεοκοπία; Η πτώχευση;
Μεγάλη κουβέντα πρέπει να πω – και δεν το θέλω.
____
Δείτε εδώ ολόκληρη τη "Νύχτα του Κυνηγού" σε υψηλή ευκρίνεια
σχόλια