Σε μια προηγούμενη φάση της ζωής μου, που όλα ήταν πάλι δύσκολα, έκανα αυτοματικά κάτι που με έσωσε. Έφυγα. Αγόρασα με δανεικά ένα αυτοκίνητο και πήρα τους δρόμους. Ευρώπη, πρώην κομμουνιστικές χώρες, Τουρκία. Ατέλειωτα χιλιόμετρα, μόνος, αμίλητος. Είχε μόλις βγει ένα LP των Divine Comedy - το άκουγα ξανά και ξανά, όπως οι άρρωστοι κουνάνε το πόδι τους. Τοπία, βουνά, ποτάμια, βροχή, πρόσωπα στο καθρεφτάκι, μεγάλοι δρόμοι, ξενοδοχεία - φτηνά κυρίως. Δεν με ένοιαζε τίποτε, μόνο να φεύγω.
Ήμουν απόλυτα, τελειωτικά λυπημένος. Κι ο κόσμος με τύλιγε σαν μαύρο σεντόνι. Αν κάποιος μού μιλούσε, τρόμαζα. Έτρωγα μόνο τζανκ και πολύ σπάνια έβαζα τα καλά μου, έπιανα ένα τραπέζι μόνος σε κάποιο μέρος κλασικό κι έπινα κι έτρωγα, σα να βγάζω έξω το λείψανό μου - τα γκαρσόνια με κοίταζαν με τρυφερότητα. Ήμουν ακόμα νέος, όχι ιδιαιτέρως άσχημος, αλλά είχα πάνω μου το σημάδι που έχουν οι μόνοι άνθρωποι.
Έμοιαζα δηλαδή στον «Άνθρωπο του πλήθους» - αυτό τον ήρωα του Πόε που γυρνάει όλη νύχτα από πλατεία σε πλατεία, οπουδήποτε είναι φώτα και κόσμος, για να μη μείνει στο μονήρες σπίτι του και τον καταπιούν τα παλιά φαντάσματα. Η φυγή, αυτή η μαγική καταφυγή των ανθρώπων, που συναντά από ανάποδο δρόμο την αρχαία τάση τους για περιπλάνηση και το «ορμέμφυτο του αεικίνητου» (όπως το λέει ο Τσάτουιν) ήταν πάντα κάτι που, ως πραγματικότητα ή κατάσταση του μυαλού, με γλίτωνε απ’ την τρέλα. Ξέρω ότι δεν είμαι καλά από τις εικόνες που ανακαλώ όταν πέφτω στο κρεβάτι, λίγο πριν με πάρει ο ύπνος: κουπέ σε τρένα της Αφρικής, λατινικά μοτέλ, χωριά του Λιβάνου, αουτοστράντες, μικρά μπλε φώτα σε διαδρόμους απογείωσης... Είναι το μόνο που με παρηγορεί εδώ και μήνες.
Δεν ξέρω αν είναι σώνει και καλά κακό αυτό το ποτάμι που φουσκώνει μέσα μου και η φυγή είναι ένα εγωιστικό τριπάκι, χωρίς υπευθυνότητα. Εγώ, ανέκαθεν, αυτούς που φεύγουν αγαπώ. Χωρίς καν σημείωμα πίσω. Και στην τζαζ βουή των παιδιών του δρόμου ακούω ένα τραγούδι παλιό, ειλικρινές. Το τραγούδι του Τσάρλι Μπερντ, την ποίηση του Ντύλαν, εκείνο το κορίτσι που έβαλε πέτρες στις τσέπες του και περπάτησε στο νερό μέχρι να βυθιστεί. Μ’ αρέσουν εκείνοι που φεύγουν κι είναι φευγάτοι - κατά βάθος, μόνον αυτούς καταλαβαίνω. Ειδικά τώρα που έχει βρομίσει ο τόπος πολιτικούς αναλυτές, στοχαστικούς γιάπηδες και σκυλιά που φερμάρουν στο σκοτάδι, περιμένοντας να ορμήσουν στη νέα κατάσταση. Δεν θέλω να είμαι μέρος αυτής της ομίχλης. Εκτιμώ όσους αγαπούν και αγαπιούνται εκτός παραγωγικής διαδικασίας.
Ονειρεύομαι τη φυγή, αλλά αυτήν τη φορά δεν θα την κάνω. Διότι δεν είμαι πια μόνος και δεν έχω πια αφέλειες στα μάτια. Έχουμε κοινή ζωή δεκάδες άνθρωποι σε αυτή την εφημερίδα. Μοιραζόμαστε την ίδια κίνηση. Κι έχουμε χτίσει κάτι άξιο να υπάρξει στο μέσον αυτής της επιχειρηματικής, αλλά κυρίως ηθικής κατάρρευσης.
Είμαι όμως ειλικρινής. Κάθε βράδυ, για ν’ αντέξω στον χαμηλό ορίζοντα της πόλης, σκέφτομαι τους παλιούς δρόμους. Την ανεύθυνη φυγή, το τρομερό γέλιο που αφήνεις όταν το σκας και τους αφήνεις όλους άφωνους, την υποχθόνια μέθεξη του Μίνγκους σ’ ένα κλειστό αμάξι που οδηγείς με ακίνητα βλέφαρα, ποτά και λόγια που διάβασες τρέμοντας, την απόλυτη αδιαφορία σε ό,τι έχει να κάνει με επιτυχία, χρήμα και ωράρια - μια φυγή, που δεν είναι παρά μια βεβιασμένη παράλληλη πραγματικότητα, ένας Παράδεισος από λύπη και ανάγκη, καταφυγή των όντως εξόριστων στην κεντρική λεωφόρο.
Αν αυτό που ζούμε είναι η πραγματικότητα, σας τη χαρίζω.
σχόλια