Τετάρτη βράδυ,00.30, Use
Υπάρχουν κάποια μπαρ που με το που ανοίγουν γίνεται χαμός - όπως το Βaba Au Rum. Άλλα πάλι μαζεύουν δυνάμεις (σαν ηρωίδες της Λένας Μαντά), μέχρι να γίνει μια μυστηριώδης έκρηξη και να βουλιάξουν από τον κόσμο. Κάπως έτσι είναι και το Use. Από τρία τραπέζια έχει πλέον εκατόν τρία, ούτε καρέκλα να κάτσεις δεν βρίσκεις και στριμωχνόμαστε σε κάτι πεζουλάκια. Eίμαι εδώ από τις 7.30. Δεν ξέρω τι κάνω τόσες ώρες - μιλάω και τρώω φιστίκια. Υποφέρω από το κλασικό μετα-καλοκαιρινό σύνδρομο: αισθάνομαι ότι κάτι πάει στραβά, αν γυρίσω σπίτι μου, ενώ έξω έχει ακόμα φως. Ξεκινάω για ένα ποτό ή για έναν καφέ και μετά βρίσκομαι να περιφέρομαι άσκοπα στη Σταδίου ή να σέρνομαι δεξιά κι αριστερά, από μπαρ σε μπαρ μέχρι τις 3:00, και το επόμενο πρωί να μην ξυπνάω ούτε με συναγερμό πυροσβεστικού οχήματος. Περπατώ προς το σπίτι κατά τη 1:00, όταν το βλέπω. Πάλι. Στο σιντριβάνι του άδειου Συντάγματος αυτήν τη φορά - γραμμένο, ως συνήθως με γκρίζα μπογιά και μικρά γράμματα: «βασανίζομαι». Ποιος είναι αυτός ο τύπος που έχει γεμίσει την Αθήνα, τα αγάλματα και τους τοίχους των Εξαρχείων με το σύνθημα «βασανίζομαι»; Και κυρίως, τι τον βασανίζει;
Σάββατο, 6:30 το πρωί, ακόμα ξύπνια
Σπάνια έχω αϋπνίες. Συνήθως κοιμάμαι παντού και πανεύκολα, καθιστή και όρθια, σε αεροπλάνα και βαπόρια. Απόψε, όμως, με έχει πάρει από κάτω τόσο πολύ που νομίζω ότι θα με πνίξει το σεντόνι. Σκέφτομαι ότι όσο κι αν τρέξεις, αυτό που σε τρώει θα σε αρπάξει κάποια στιγμή, κι αυτό που καταπιέζεις θα 'ρθει και θα σε πνίξει και πως υπάρχουν στιγμές που βρισκόμαστε άθελά μας να παίζουμε έναν ρόλο που δεν μας αρέσει καθόλου. Κλαίω για αρκετή ώρα. Μετά θυμάμαι ότι σε κάποια τελειωμένη ελληνική ταινία υπήρχε το καταπληκτικό credit «στον ρόλο του πούστη ο Ζωρζ Τσάπελας». «Στον ρόλο του πούστη ο Ζωρζ Τσάπελας, στον ρόλο του ηλίθιου η Δέσποινα Τριβόλη» σκέφτομαι και γελάω δυνατά. Συνήθως, όταν έχω αϋπνίες, διαβάζω τα Ημερολόγια του Άντριαν Μολ - είναι από τα αγαπημένα μου βιβλία από όταν ήμουν μικρή, με καθησυχάζει. Σήμερα, πάλι, διαβάζω ένα από τα αγαπημένα μου ποίηματα, το «Prayer» της Carol Ann Duffy. Με παρηγορούν πάντα οι πρώτοι δυο στίχοι («Some days although we can not pray, a prayer utters itself»). Το επόμενο πρωί, τα σεντόνια μου θυμίζουν κουρέλια. Είναι γεμάτα από κομματάκια μάσκαρα.
σχόλια