Παρασκευή βράδυ, Κόκκινος Λωτός
Παραγγέλνω στο μπαρ που θυμίζει λίγο σαλούν - πάνω από την μπαρα βρίσκεται μια ξύλινη σερβάντα που θυμίζει τσαγερί, ενώ τα ποτά είναι γραμμένα δεξιά κι αριστερά με κιμωλία (ποτό 3,70, ποτό σπέσιαλ 7, μπίρα 2,70, μοχίτο 4,20).
Γυρνάω στο τραπέζι, προσπερνώντας ένα ζευγάρι που φιλιέται περιπαθώς, με τρόπο σχεδόν συγκινητικό. «Δεν είναι τέλειο να κρατάς στα χέρια σου δύο μοχίτο που κόστισαν 8,40;», μου λέει η Μπλάνκα (φαντάζομαι θα λέει «Με λένε Μπλάνκα, γιατί η μητέρα μου είναι από το Ελ Σαλβαδόρ» 100 φορές τη μέρα, αλλά θα το κάνει με χαμόγελο κάθε φορά). Έχουμε κάτσει με μια άγνωστη παρέα σ’ ένα μεγάλο τραπέζι κάτω από κινέζικα βάζα με μπαμπού, καλαμιές και πελώριες βεντάλιες. Ο διπλανός μου μας έχει ήδη πει ότι είναι αγροτικός γιατρός στο Άνω Βίτσι Αρκαδίας (όπου πίνει καφέ με τον παπά και τον δήμαρχο του χωριού στο καφενείο κάθε πρωί), αλλά και ότι η ιατρική είναι μια προσωρινή καριέρα μέχρι να γίνει διάσημος με το χέβι μέταλ συγκρότημά του. Η άγνωστη παρέα μάς έχει υιοθετήσει. «Πού τα βρήκες αυτά τα τσιγάρα;», με ρωτάει ένα κοριτσάκι και μου δείχνει ένα πακέτο με κινέζικα τσιγάρα. «Μου τα έφερε η κολλητή μου από την Κίνα». «Πού ήταν στην Κίνα;», με ρωτάει ο χέβι μέταλ γιατρός. «Δεν ξέρω πού ακριβώς, νομίζω σε μια πόλη στη μέση του πουθενά». «Και γιατί πήγε εκεί;», επιμένει («ανακριτής ο χέβι μέταλ γιατρός», σκέφτομαι).
«Γιατί είναι ζωγράφος και ήθελε να μάθει μια σπάνια τεχνική πορσελάνης», λέω υπομονετικά. «Ουάου, πόσο τέλειο, η κολλητή σου πρέπει να είναι υπέροχη. Είσαι κι εσύ ζωγράφος;». «Όχι, είμαι δημοσιογράφος». «Α», μου λέει απογοητευμένα και με κοιτάει σαν να βασάνισα το κουταβάκι του.
Παρασκευή, 4:30 το πρωί, στο ταξί
Όπως μετράω τα χρήματά μου, βλέπω ότι ακριβώς στο σημείο του δρόμου που θα με αφήσει το ταξί βρίσκονται πέντε άντρες. Δεν κάνουν κάτι, μάλλον προσπαθούν να θυμηθούν πού πάρκαραν το αυτοκίνητό τους, αλλά μάλλον παραδιαβάζω ειδήσεις τον τελευταίο καιρό, γιατί με πιάνει νευρικότητα και δεν θέλω να κατέβω από το ταξί. «Μισό λεπτό, θα περιμένετε να βρω τα κλειδιά μου», λέω στον ταξιτζή κι αρχίζω να ψαχουλεύω την τσάντα μου. «Μη φοβάσαι, δικοί μας είναι, είναι Έλληνες», μου λέει. Πάω να του πω κάτι, το μετανιώνω. Στο σπίτι μου, κι ενώ περπατάω ανάμεσα από μικρές πυραμίδες χαρτιών, βιβλίων και περιοδικών έτοιμες να καταρρεύσουν ανά πάσα στιγμή, ξανασκέφτομαι την ατάκα του ταξιτζή και, εκτός από ρατσιστική, μου φαίνεται, άθελά της, σχεδόν ειρωνική. Σκέφτομαι ότι δεν υπάρχει κανένα «μας» και κανένα «εμείς». Τρώμε ο ένας τις σάρκες του άλλου σαν τα σκυλιά.
σχόλια