Τετάρτη απόγευμα , περπατώντας στα Εξάρχεια
Από το πρωί που άνοιξα τα μάτια μου πονάω κι ακούω περίεργους θορύβους στο αυτί μου - κάτι περίεργο, που θυμίζει παράσιτα της τηλεόρασης εναλλάσσεται μ' ένα περίεργο σφύριγμα κι έναν ήχο που θυμίζει το πλοπ που κάνει η γλώσσα όταν χτυπάει τον ουρανίσκο (τι άλλο θ' αρχίσω να ακούω; Την Ενάτη του Μπετόβεν; Θα παίζει το αυτί μου μαράκες και θα μου τραγουδά βραζιλιάνικα;). Περπατάω για να πάω στον ωτορινολαρυγγολόγο. Είναι ο μόνος γιατρός που δέχεται σήμερα το απόγευμα, τον βρήκα στον οδηγό των γιατρών του ταμείου μου. Πάντα όταν περπατάω στα Εξάρχεια σκέφτομαι ότι μπορεί και να 'ναι η πιο ζωντανή γειτονιά της Αθήνας: μαγαζιά που ειδικεύονται στο καουτσούκ και στο φενγκ σούι, βιβλιοδετεία και εκδοτικοί οίκοι ανάμεσα σε άπειρες αφίσες κολλημένες η μία πάνω στην άλλη, καφέ, και στο μεταξύ ο κόσμος τους, φοιτητές από το Erasmus, παλιοί κάτοικοι (να άλλο ένα ωραίο πράγμα στα Εξάρχεια - οι παλιοί τους κάτοικοι δεν τα έχουν εγκαταλείψει), πολυκατοικίες και νεοκλασικά. Περπατάω στην Τζαβέλα - ή οδό Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, όπως λένε οι πινακίδες. Πάντα παρατηρώ αυτόν το δρόμο με μεγάλη προσοχή: κάθε τετραγωνικό τοίχου είναι καλυμένο με γκραφίτι, κάποιοι πίνουν μπίρες μισοξαπλωμένοι σ' ένα πεζούλι, κοιτάω δυο τρία μαγαζιά, ένα με είδη για ζογκλέρ, έναν εκδοτικό οίκο, ένα βιβλιοδετείο - είναι τόσο χωμένα στα tags που διακρίνονται μόνο οι τζαμαρίες κι οι επιγραφές. Στην πλατεία προσπερνάω κάτι παιδιά με μαύρα παλτά που παίζουν ποδοσφαιράκι. Kατηφορίζω τη Στουρνάρη, ενώ κρυώνω και ζεσταίνομαι ταυτοχρόνως: οι τοίχοι είναι γεμάτοι από στρώματα με μπογιές, αφίσες, γκραφίτι και μπαλώματα από καψίματα ανάμεσα σε μαγαζιά με κομπιούτερ. Στα δεξιά μου βλέπω το Πολυτεχνείο. Δεν νομίζω ότι έχω δει ποτέ τον τοίχο του καθαρό. Κοιτάω τα νούμερα των κτιρίων, ψάχνω να βρω το ιατρείο - αισθάνομαι λες και κάποιος έχει πάρει το κεφάλι μου στα χέρια του και το κουνάει μπρος πίσω. H πολυκατοικία είναι ένα από αυτά τα φανταστικά μεγαλοπρεπή κτίρια του '60 που μοιάζουν φθαρμένα κι υπέροχα - τα χερούλια της πελώριας πόρτας είναι συνδεδεμένα με σκοινιά. Στην είσοδο μπροστά από τις μαρμάρινες σκάλες είναι το γραφείο του θυρωρού, πίσω ακριβώς από ένα κιτρινοκαφέ βιτρό. Δεν είναι κανείς εδώ, έχει μόνο ένα βάζο γεμάτο γαρύφαλλα μπροστά από μια '60s καρέκλα. Μπαίνω στο ασανσέρ: είναι τόσο μικροσκοπικό που σκέφτομαι ότι αν μείνει μεταξύ ορόφων θα είναι σαν να είμαι κλεισμένη σε φέρετρο.
Κυριακή. 10.30 μ.μ., βράδυ των εκλογών, τηλεόραση, ραδιόφωνο στη διαπασών
Όλοι έχουν βγει να πανηγυρίσουν για τον Καμίνη κι εγώ σέρνομαι με την πιτζάμα και τη ρόμπα μέσα στο σπίτι, με μαλλιά πατικωμένα μόνο από τη μία πλευρά (έτσι είναι η ωτίτιδα, την ώρα που λούζεσαι το σώμα σου θυμίζει ύψιλον), και φωνάζω στην τηλεόραση την ώρα που κοιτάω τα' αποτελέσματα. Τώρα που είμαι άρρωστη περνάω υπερβολικά πολύ καιρό στον υπολογιστή: στο Facebook, στο Twitter, σε μπλογκ. Παρατηρώ όλο και συχνότερα πόσο τρομακτικοί γίνονται κάποιοι άνθρωποι στο δίκτυο, κάτι σαν την Audrey, το αιμοβόρο φυτό στο Μαγαζάκι του τρόμου, που απλώνει το κεφάλι του και τραγουδάει «Feed me, feed me». Όλοι είναι πνευματώδεις, πανέξυπνοι κι έχουν κάνει φοβερά πράγματα. Σκέφτομαι ότι κάπου μεταξύ αυτού του κοκτέιλ μυθομανίας και επιδειξιομανίας υπάρχει ένα παιδάκι που φωνάζει «είμαι εδώ, θαύμασέ με, χθαμαλό υποκείμενο, την ώρα που κάνω λεξικές ακροβασίες» ή «είμαι εδώ κι είμαι πιο έξυπνος και πιο όμορφος από σένα. Επίσης, κάνω συνέχεια σεξ και τα μαλλιά μου μυρίζουν φρούτα του δάσους».
σχόλια