Τετάρτη βράδυMεταξουργείο,πηγαίνοντας σε εγκαίνια γκαλερί.
Περπατάμε κατά μήκοςτης πλατείας Κολοκοτρώνη, προσπερνάμετο σταθμό των ΚΤΕΛ - λεωφορεία πουσταματάνε από την Κόρινθο και την Τρίποληπίσω από τα αχνοκίτρινα τζάμια, ακριβάξενοδοχεία, και εγκαταλελειμμένα κτίριαανάμεσα σε λακκούβες γεμάτες ασβέστη.Στρίβοντας από μακριά βλέπουμε το γνωστό(άψογο στυλιστικά) πλήθος που εμφανίζεταιπάντα στα εγκαίνια των εκθέσεων. Δυογυναίκες της γειτονιάς κοιτούν απόαπόσταση το παράξενο αυτό μελίσσι πουμοιάζει να έχει φυτευτεί στη μέση τουΜεταξουργείου από το πουθενά. «Κατάλαβες»λέει η μία στην άλλη, «είναι γκαλερί!»και μετά γελούν και οι δυο - ένα ρωμαλέογέλιο που μοιάζει να ‘χει βγει από τοστέρνο αρσιβαρίστα. Μπαίνουμε μέσα στηγκαλερί και κοιτάμε ένα ένα τα έργα:μικροσκοπικά τελάρα σε κάτασπρουςτοίχους.
Τετάρτη βράδυ, στονκήπο της απέναντι ταβέρνας.
Καθόμαστε σ' ένασκοτεινό τραπέζι κάτω από μια κληματαριά.H ιδιοκτήτρια, μια παχιάγυναίκα με κλαρωτή φούστα μας λέει πωςη σπεσιαλιτέ του μαγαζιού είναι τακεφτεδάκια με πατάτες τηγανητές - μαςφέρνει και δυο μπίρες. Τη στιγμή πουακουμπά και το τελευταίο πιάτο στοτραπέζι πιάνει βροχή. Μέσα στην ταβέρνα,που μοιάζει με διάδρομο, στριμωχνόμαστεδίπλα σε δυο μεγάλα ψυγεία. Οι τοίχοι,καλυμμένοι με κίτρινο ελενίτ, είναιγεμάτες αφίσες από παλιές ταινίες τουΒέγγου (Θου-Βου Φαλακρός Πράκτωρ), ενώστ' αριστερά μας χαζεύουμε μια αφίσατου '40 με μια γυναίκα που μοιάζει μεκαθολική Παναγία «HelpGreece now, lestit is toolate» λέει ακριβώς πάνωαπό το κεφάλι της - υποθέτω πως είναιαφίσα για να ενισχυθεί η Ελλάδα μετά τοΒ' Παγκόσμιο Πόλεμο. Απέναντί μας,μπροστά από κάτι άδεια μπουκάλια ούζουγεμάτα γαρύφαλλα κάθονται κάτι εργάτεςπου πίνουν μπίρες, ενώ στα αριστερά μαςμια ηλικιωμένη τραβεστί μιλάει έντονασ' ένα αγόρι: «Κατάλαβες» τουλέει, «κατάλαβες;» - το φούξιακραγιόν της λάμπει πάνω από τα γένιατης. Απ' έξω η βροχή δυναμώνει: Τέσσεριςκυρίες με πέρλες που έχουν φύγει απότην έκθεση καθαρίζουν προσεκτικά τιςκαρέκλες πριν κάτσουν. «Είναιαρετσίνωτο το κρασί;» ρωτάει η μίαευγενικά αλλά ανήσυχα την ιδιοκτήτρια.Η κοπέλα που μας σερβίρει, μια ξανθιά,παχιά Σοφία Λόρεν, μ' ένα στόμα σανμπουμπούκι, σκύβει κάτω από τα πόδιαμου για να βρει ένα χάρτινο τραπεζομάντηλοκαι να τους στρώσει το τραπέζι - ταχαρτομάντηλα βρίσκονται μέσα σε έναχαρτόκουτο που κλωτσάω συχνά πυκνά μετα πόδια μου. Στα δεξιά μας ένας Ισπανόςφωτογραφίζει τα παπούτσια μας. Σκέφτομαιπόσο ωραία αλλά και πόσο πλασματικήμοιάζει η συνύπαρξη αυτών των δύοδιαφορετικών κόσμων χάρη στη βροχή.Ίσως σε πέντε χρόνια να ‘ναι σαν τοΓκάζι εδώ, σε δέκα σαν του Ψυρρή -σκέφτομαι πως όλες αυτές οι περιοχέςλειτουργούν ως «αυλή των θαυμάτων»του εναλλακτικού, μιας σύγχρονηςαναζήτησης για κάτι υποτιθέμενα«αυθεντικό» («κοίτα αγάπη μουπώς γιορτάζουν οι απλοί άνθρωποι. Είναισυναρπαστικό!» θα έλεγε κοροϊδευτικάένας από τους ήρωες του Κόπλαντ στοGeneration X). Και μετά σταματάω: Σκέφτομαι πως αυτήτη στιγμή, τώρα, μου αρέσει πολύ εδώ. Κιαυτό φτάνει.
σχόλια