Παρασκευή απόγευμα, κέντρο
Περιφερόμαστε στο κέντρο με τον αδερφό μου - ψάχνουμε να βρούμε πρακτορείο του ΟΠΑΠ. Μετράω τις άδειες βιτρίνες. Δεν νομίζω ότι έχω δει τόσα «ενοικιάζονται» ή «πωλούνται» μαζεμένα ποτέ. Ειδικά στις στοές του κέντρου τα καταστήματα αδειάζουν ένα ένα. Περνάω από δω κάθε μέρα και πάντα προσπαθώ να θυμηθώ τι μαγαζιά υπήρχαν εκεί πριν κλείσουν. Εννιά φορές στις δέκα δεν μπορώ. Στο τέλος βρίσκουμε ένα πρακτορείο τυχαία. «Είναι παράξενο πόσα πρακτορεία ονομάζονται "Ελπίς"» λέει η Κ. όταν βλέπει την ταμπέλα του. Συμπληρώνουμε κάτι δελτία σε έναν ξύλινο πάγκο - έχει ακόμα λίγο ήλιο. Ο αδερφός μου μού υπόσχεται ότι αν γίνει ζάπλουτος από το Τζόκερ θα μου δώσει 500.000 ευρώ. Στα αριστερά μας οκτώ άντρες κάθονται σε ξύλινα θρανία σαν πειθήνιοι μαθητές μπροστά από διπλωμένες εφημερίδες και πλαστικά ποτηράκια καφέ ξέχειλα με αποτσίγαρα. Δεν μιλάνε μεταξύ τους, μόνο κοιτούν υπνωτισμένοι την τηλεόραση μπροστά τους - μια μαύρη οθόνη με άσπρους αριθμούς και πορτοκαλί περιγράμματα. Πρέπει να έχουν ήδη κάτσει ώρες ολόκληρες εκεί - μερικοί φοράνε φόρμες, οι περισσότεροι είναι αξύριστοι. «Μα τι κάνουν;» ρωτάω. «Παίζουν Κίνο» λέει ο αδερφός μου. Δεν έχω ιδέα για τι πράγμα μιλάει. Η οθόνη μού θυμίζει κάτι φλιπεράκια για Πάκμαν που είχανε στα πλοία της γραμμής όταν ήμουν μικρή.
Σάββατο βράδυ, στο Γκάζι
Το να βγαίνεις Σάββατο βράδυ στο Γκάζι ισούται με αποστολή αυτοκτονίας, αλλά είπαμε να μη βγούμε για άλλη μια φορά στο κέντρο. Μπαίνουμε σε ένα μπαρ, το μόνο στο οποίο θα μπορέσουμε να κάτσουμε χωρίς να πάθουμε ασφυξία, και σφηνώνουμε τα παλτά μας κάπου μεταξύ μπαρ και γάντζου. Παραγγέλνουμε πρώτα στον μπάρμαν και μετά στη σερβιτόρα. Μισή ώρα αργότερα περιμένουμε ακόμα τα ποτά μας: έχουμε δει τον μπάρμαν να χαιρετάει τις φίλες του, να φτιάχνει ντάκιρι και τζιν & τόνικ, να βάζει πέντε σφηνάκια και να σερβίρει μπίρες. Ο διπλανός μας, ένας μπούλης με καρό πουκάμισο και βολάν (o ξυλοκόπος Λόρδος Βύρωνας), έχει σε όλο αυτό το διάστημα σερβιριστεί και πιει δύο μπίρες. «Ρε, ο μπούλης βρίσκεται στην έβδομη μπίρα» γυρνάει και μου λέει η Κατερίνα «κι εμείς δεν έχουμε πιει ούτε μισό ποτό». Παίρνουμε τα παλτά μας και φεύγουμε τρέχοντας. Στο ταξί παραληρούμε: «Να τις πιει μόνος του τις βότκες» , «Πάμε γρήγορα στο κέντρο, δεν έπρεπε ποτέ να έχουμε φύγει». Γυρνάμε στο φυσικό μας περιβάλλον. Αφού περιπλανιόμαστε μεταξύ πλατείας Καρύτση και Συντάγματος, καταλήγουμε στο Key. Εδώ ξέρουμε τουλάχιστον τους μισούς θαμώνες και «Αισθάνομαι λες και είμαστε στο Cheers» λέω στην Κατερίνα.
Κυριακή πρωί στο κρεβάτι
Μου συμβαίνει κάτι που δεν μου έχει ξανασυμβεί. Ξυπνάω στις 6 το πρωί από μόνη μου και δεν μπορώ να ξανακοιμηθώ. Σκέφτομαι ότι δεν έχω λεφτά να πληρώσω τη ΔΕΗ και μετά αρχίζω να ανησυχώ για τα πάντα - το νοίκι, τα λεφτά των διακοπών, την οικονομική κρίση. Παίρνω τηλέφωνο την Ο. «Καλωσήρθες στον κόσμο των ενηλίκων» μου λέει συγκαταβατικά. Σκέφτομαι ότι σε περίπτωση που όλα τα άλλα αποτύχουν, υπάρχει πάντα το Κίνο. Ό,τι κι αν είναι αυτό.
σχόλια