Kυριακή στο Παγκράτι, ψάχνοντας για σπίτι
Έχω καταλήξει πως ο ένας από τους δύο τρόπους να νοικιάσεις στην Αθήνα ένα σπίτι που να σου αρέσει είναι να περπατήσεις πολύ (ο άλλος είναι να στο νοικιάσει κάποιος γνωστός γνωστού). Την τελευταία εβδομάδα περνώ τις μέρες μου περπατώντας στο Παγκράτι και ψάχνοντας για ενοικιαστήρια ανάμεσα στις ακακίες. Τα βράδια αποκοιμιέμαι με τη «Χρυσή Ευκαιρία» στο μαξιλάρι μου. Τα πρωινά ξυπνάω με μουτζούρες μελανιού στα μάγουλα και ξαναρχίζω τα τηλεφωνήματα σε δύστροπους γέρους. Αφού με ρωτήσουν εάν είμαι αλλοδαπή και αν εργάζομαι, θα μου πουν πως δεν μπορώ να δω το σπίτι γιατί μένει ακόμα ο παλιός ενοικιαστής/μένουν στην επαρχία/δεν είναι σίγουροι ότι θέλουν να νοικιάσουν το σπίτι αλλά είπαν να δοκιμάσουν την τύχη τους.
Δευτέρα 10:30 π.μ., καθισμένη σε παγκάκι της Βουκουρεστίου. Eνδεικτικό απελπισμένο τηλεφώνημα προς εύρεση στέγης
«Γεια σας, θα ήθελα να σας ρωτήσω για το σπίτι». «Τι επαγγέλεστε;» (αντρική ηλικιωμένη φωνή). «Δημοσιογράφος». «Και πόσοι είστε;». «Μόνη μου είμαι. Κοιτάξτε, μπορώ να έρθω να δω το σπίτι;». «Εεεεε... δεν ξέρω, κοπελιά...». Ακούγονται φωνές από το βάθος. Αρπάζει το τηλέφωνο η γυναίκα του. «Ναι. Ποιος; Εγώ νοικιάζω». «Α! Ωραία! Καλησπέρα σας» λέω εγώ με την ηλίθια ευγένεια που με χαρακτηρίζει. «Είστε φοιτήτρια;». «Όχι.» «Εργάζεστε;». «Ναι». «Πού;». «Είμαι δημοσιογράφος». «Α , μάλιστα. Είστε αλλοδαπή;». Σκέφτομαι ότι σε λίγο θα αρχίσει να μου καίει τις πατούσες με καυτό σίδερο. «Όχι» απαντάω. «Είστε σίγουρη;». Βάζω τις φωνές. «Μα συγνώμη, τι πράγματα είναι αυτά; Πρώτα ο άντρας σας, μετά εσείς: τι δουλειά κάνω, πού δουλεύω, αν είμαι αλλοδαπή. Μήπως θέλετε και το ΑΦΜ μου;». «Συγνώμη, κορίτσι μου, έχεις δίκιο, αλλά δεν τις ξέρεις αυτές τις αλλοδαπές, έχουνε μάθει και τα μιλάνε τέλεια τα ελληνικά».
Τρίτη 9:30 π.μ., σε ραντεβού για να δω ένα σπίτι από αγγελία
Το σπίτι ακουγόταν ιδανικό: μεγάλο, πάνω στη Ριζάρη, κοντά στη στάση μετρό του Ευαγγελισμού, και κυρίως φτηνό. Με το που μπαίνω μέσα αντιλαμβάνομαι και το λόγο: Δεν πρόκειται για σπίτι, αλλά για τη σπηλιά του Αλή Μπαμπά. Το διαμέρισμα βρίσκεται πάνω από ένα μαροκινό εστιατόριο, και πιθανώς κάποτε να αποτελούσε τον πρώτο όροφο του εστιατορίου (ή και διαμέρισμα ηλικιωμένης τσατσάς με καλλιτεχνικές ανησυχίες): οι τοίχοι είναι βαμμένοι σε χρώμα μοβ ελεκτρίκ και στολισμένοι με λυχνάρια και ολόσωμους καθρέφτες. Στην κρεβατοκάμαρα ανάμεσα σε βενετσιάνικες μάσκες βρίσκεται και μια γυάλινη προθήκη για μπιμπελό ενσωματωμένη στον τοίχο (κι αναρωτιόμουν πού θα έβαζα τη συλλογή μου από πορσελάνινες μπαλαρίνες). Η κρεμ σκοτεινή κουζίνα είναι στολισμένη με κομμάτια δαντέλας που κρέμονται από τα ράφια σαν ξεφούσκωτα μπαλόνια. «Να σας δείξω και το μπάνιο» μου λέει η μεσίτρια. «Δεν χρειάζεται» της απαντάω αποφασιστικά.
σχόλια