Σάββατο ξημερώματα, περπατώντας στην Πραξιτέλους
Η Πραξιτέλους είναι από αυτές τις γειτονιές που δεν φωτίζονται καλά τα βραδιά. Ανηφορίζουμε από το Key προς το Σύνταγμα, τρεκλίζοντας αγκαζέ σαν συννυφάδες που βγήκαν στον δρόμο με τα μπικουτί. Προσπερνάμε το ζαχαροπλαστείο που πουλάει καζάν ντιπί με τους εξωτερικούς καθρέφτες (όταν η LifΟ ήταν στην Πραξιτέλους, έκανα ότι κοιτούσα τη βιτρίνα με τα γλυκά, ενώ στην πραγματικότητα κοιταζόμουνα σαν το ψώνιο στους καθρέφτες), το ηρωικό Ράδιο Κατουμά, και τα μαγαζιά με τα ηλεκτρικά φωτάκια, κάνοντας οχτάρια. Ο Γιάννης δεν λέει και πολλά. Αυτός έπινε όλο το βράδυ ουίσκι κι εγώ ένα αλλόκοτο ποτό που είχα να πιω από φοιτήτρια - ένα λικέρ πεπόνι που ακούει στο όνομα «μιντόρι» και το ανακατεύει κανείς με λεμονάδα και Sprite. Στο τηλέφωνο μου είπε ότι βγαίνουμε για να «γιορτάσουμε» την εργένικη ζωή του. Πριν από δυο εβδομάδες η κοπέλα του τον άφησε μετά από εφτά χρόνια. Δεν πήρε και πολύ μέχρι να μάθει ότι τα είχε με κάποιον άλλο εδώ και μήνες - πόσο μάλλον που ανέβασε ένα σωρό φωτογραφίες τους στο Facebook. «Toν είδες τον παλιοχλέμπουρα;» με ρωτάει ψιλομεθυσμένος. «Τον είδα. Άθλιος είναι» του απαντάω καθησυχαστικά, και συνεχίζουμε τα οχτάρια. Όταν πια έχουμε φτάσει έξω από την Παλιά Βουλή, κάθεται χωρίς καμία προειδοποίηση σε ένα παγκάκι μπροστά από τις νεραντζιές κι αρχίζει να κλαίει. Τον κοιτάω εμβρόντητη - δεν τον έχω δει ποτέ να κλαίει κι είμαστε φίλοι από το σχολείο. Κάθομαι δίπλα του και του χαϊδεύω αμήχανα την πλάτη, ενώ εκείνος μουρμουρίζει: «Την παλιοκαριόλα». Γελάω λίγο (γελάω από αμηχανία πάντα στις πιο ακατάλληλες στιγμές - μέχρι και στις κηδείες) και του λέω όλα αυτά που πρέπει να ακούσει· ότι είναι ο καλύτερος, ο πιο ωραίος και κάνω διάφορα ηλίθια αστεία, ενώ αυτός κοιτάει με μεθυσμένο βλέμμα το σκοτάδι και συνεχίζει να κλαίει. Οι άντρες κλαίνε σπάνια, αλλά έτσι κι αρχίσουν δεν σταματάνε με τίποτα - κλαίνε για όλα όσα τους έχουν συμβεί τα τελευταία πέντε χρόνια και δεν έχουν κλάψει. Μου 'ρχεται να βάλω κι εγώ τα κλάματα μαζί του. Σκέφτομαι ότι αν την είχα μπροστά μου αυτή την τύπισσα τώρα, θα τη σκότωνα. Όταν φεύγουμε από το παγκάκι έχει αρχίσει να χαράζει.
Σάββατο μεσημέρι σε ψαροταβέρνα στο Γκάζι
Πίνουμε ρακή από ένα μπουκάλι σε σχήμα βιολοντσέλου με μουσική υπόκρουση τη Γλυκερία και τους «Αισθηματίες» του Καζαντζίδη. Όλοι κάθονται ήσυχοι, εκτός από το μόνο παιδάκι της παρέας, τον μικρό Μίμη, που με βαράει στο σβέρκο και μετά γελάει σατανικά κι απομακρύνεται τρέχοντας. Παραείμαι ζαλισμένη από τη ρακή για να αντιδράσω κι έτσι γελάω χαζά με κόκκινα μάγουλα σαν ζαλισμένο αρκουδάκι, ενώ οι άντρες της παρέας έχουν πιάσει μια ακαταλαβίστικη κουβέντα για ποδόσφαιρο. Κοιτάω αφηρημένη τις βενετσιάνικες μάσκες που εχουν ξεμείνει στους τοίχους από τις Απόκριες, όταν νιώθω κάτι να με τρυπάει. Κοιτάω κάτω από το τραπέζι. Είναι ο Μίμης που εχει μπουσουλήσει κάτω από το τραπέζι και μου τρυπάει το τζιν με μια οδοντογλυφίδα.
σχόλια