Πέμπτη, 08.00 π.μ. Στην εφορία (γυαλιστερά έπιπλα / πεσμένοι σοβάδες / φωτοτυπίες κολλημένες με σελοτέιπ στον τοίχο)
Είναι η τέταρτη φορά που έρχομαι για να βρω την ίδια σαδιστική κυρία με τον άσπρο κότσο, που με αποκαλεί «κοπελιά» και μετά μου λέει πως δεν μπορεί να με βοηθήσει γιατί κάτι μού λείπει (υπεύθυνη δήλωση / τσιγάρα / μπουσκοπάν / μπανάνες) Όταν της το φέρνω θυμάται πως δεν έχω κάτι άλλο, άρα δεν μπορεί να με βοηθήσει. Σήμερα εγώ και η Τασσώ Καββαδία δεν είμαστε μόνες πια: Ένας κύριος κάθεται μπροστά από ένα computer τυλιγμένο με κασκόλ του ΠΑΟΚ - δίπλα του στερεωμένη σε ζωγραφικό καβαλέτο είναι μια εικονίτσα της Παναγίας. Χαζεύω γύρω μου ενώ η Τασσώ Καβαδία κοιτάει τα χαρτιά μου. Ο τοίχος είναι γεμάτος με πίνακες που θυμίζουν φτηνό ξενώνα στο Χόρτο Πηλίου: άλογα που τρέχουν μέσα σε αχνιστούς καταρράκτες, ένα κεντητό καδράκι με καφέ λουλούδια. Από κάπου ακούγεται η φωνή του Πάριου. «Χωρίς φωτοτυπία της ταυτότητας δεν γίνεται τίποτα κοπελιά» μου λέει η Τασσώ Καββαδία θριαμβευτικά. Σηκώνομαι να φύγω όταν με σταματάει ο φαν του ΠΑΟΚ και της Παναγιάς της Γλυκοφιλούσας. «Δεσποινίς, θα σας τη βγάλω εγώ τη φωτοτυπία» μου λέει. «Σας, σας ευχαριστώ» τραυλίζω σαστισμένη, σαν τον ευγενικό φοβισμένο σκύλο του Παβλόφ. «Μη με ευχαριστείτε. Οι όμορφες κοπέλες δεν βγάζουν φωτοτυπίες. Έχουν πιο σημαντικά πράγματα να κάνουν». «Χα!» σκέφτομαι και κοιτάω την Τασσώ Καββαδία με βλέμμα μεθυσμένο από την εξουσία. «Το άκουσες αυτό, Τασσώ; Είμαι όμορφη και φριχτά πολυάσχολη. Και τώρα δώσε μου τη βεβαίωση, μη σε πάρει ο διάολος».
Κυριακή, 07.30 μ.μ. Βόλτα στο Μοναστηράκι
Περιπλανιόμαστε σε μια Αδριανού γεμάτη τουρίστες: σ' ένα μαγαζί με χάρτινα βιομηχανικά τραπεζομάντιλα οι τουρίστες ακούν προσηλωμένοι έναν τύπο με φάτσα μπουζουξή που τραγουδάει το «The house of the rising sun» με συνθεσάιζερ μπροστά από το μικρόφωνο. Στρίβουμε στην πλατεία Αβυσσηνίας· πάντα κάτι βρίσκει κανείς πάνω στο κόκκινο πλακόστρωτο, κάτι που δεν ήθελαν ούτε τα παλιατζίδικα: μια ξεχαρβαλωμένη δερμάτινη πολυθρόνα, ένα διαλυμένο σουβέρ με φωτογραφία τη λίμνη του Λόχνες. Από το καφέ Αβησσυνία ξεχύνονται φωνές, και πού και πού ακούμε τον πιανίστα να κοπανάει με δύναμη τα πλήκτρα. Καθόμαστε στην Ινοτέκα και ξεφυλλίζουμε τον κατάλογο - ένα μπλε γυαλιστερό μαθητικό τετράδιο με καφέδες γραμμένους στο χέρι με γράμματα σχεδόν παιδικά. Η Μαρίνα μιλά ασταμάτητα, την ακούω αλλά δεν της απαντάω, μόνο τής τραγουδάω στίχους από τραγούδια (κάποτε με φώναζαν Jukebox Dez). «Προχτές περίμενα 4 ολόκληρες ώρες για μήνυμα και ποτέ δεν έστειλε. Μόνο τα βράδια στις 3.00 η ώρα το πρωί στέλνει μηνύματα», «Ιt's a bootyyyy, it's a booty call» της τραγουδάω. «Κόψε τις μ..., δεν θέλω να ξαναπληγωθώ. Τον αγαπώ» μου λέει με στριγκιά φωνή. «Πριν το τέελλοοοος πως μοιάζει η σιωπή σαν αγάπη μεγάληηηηη. Ντρούγκου ντρούγκου ντρουν». Σκάει στα γέλια και μετά σοβαρεύει, σχεδόν πληγωμένη. «Για να μου τραγουδάς Βασίλη Παπακωνσταντίνου πρέπει να 'ναι πολύ άσχημα τα πράγματα, ε;» Δεν της απαντάω - κοιτάμε κι οι δυο ψηλά στον ουρανό τα αεροπλάνα που αφήνουν μια μικρή άσπρη γραμμούλα πίσω τους και μετά χάνονται στον ορίζοντα.
σχόλια