Κυριακή 20:00, στο αεροδρόμιο της Κέρκυρας
Είναι μια απ’ τις τελευταίες επιστροφές του καλοκαιριού, Κυριακή απόγευμα, με τη βραδινή πτήση, το τελευταίο Σαββατοκύριακο του Αυγούστου. Περιφέρομαι λίγο στο αεροδρόμιο, που ακόμα και απόψε μοιάζει άδειο. Στις ξένες αναχωρήσεις το ρολόι έχει σταματήσει στη δεκαετία του ’70 - ένας παχουλός μάγειρας από νέον διαφημίζει το εστιατόριο, ενώ τα μόνα εμπορικά καταστήματα είναι δυο κακοφωτισμένα μαγαζιά με σουβενίρ και βελγικές σοκολάτες («Χανς, θέλεις μια παραδοσιακή βελγική σοκολάτα για να θυμάσαι πάντα το Αχίλλειο;»). Σταματάω να πάρω έναν καφέ - έξω απ’ την πόρτα τέσσερα κοριτσάκια στην εφηβεία κλαίνε σπαρακτικά κι αγκαλιάζουν ένα αγόρι κλαίγοντας. Όταν είσαι μικρός και δεν έχεις ακόμα προλάβει να γίνεις ένα κυνικό καθίκι, όλοι οι αποχωρισμοί μοιάζουν τραγικοί, σκέφτομαι. Συγκινούμαι πάντα με τα φιλιά και τους αποχαιρετισμούς στο αεροδρόμιο. Κοιτάω αδιάκριτα τους ανθρώπους που αγκαλιάζονται και κλαίνε από χαρά η στενοχώρια – πρόκειται για πρώτης τάξεως συναισθηματικό πορνό. Πάω να πληρώσω τον καφέ - ο φρέντο καπουτσίνο έχει 4,50 ευρώ. «Πόσο;», λέω στην υπάλληλο που με κοιτά μάλλον ντροπιασμένη πίσω από έναν κόκκινο πίνακα. «4,50 ευρώ», μου ξαναλέει . «Μα, καλά, σε ποιον απευθύνεστε;», της απαντάω και μετά κοιτάω τον τιμοκατάλογο. Τα πατατάκια κοστίζουν 2,90 ευρώ - φαντάζομαι ότι το κάθε πατατάκι είναι μια μικρή, λαμπερή μπουκίτσα ήλιου.
Κυριακή, 20:00 στην αίθουσα αναχωρήσεων
Έχω πετύχει κι άλλες φορές αναχώρηση αυτή την ώρα, μετά τις 20:30: ένα ροζ εκτυφλωτικό φως λούζει τους επιβάτες που περιμένουν τη σειρά τους καθισμένοι. Προσπαθώ να διαβάσω, αλλά είναι αδύνατον. Έχει τόση φασαρία γύρω μου, που οι λέξεις χοροπηδάνε και πετάνε έξω απ’ τις γραμμές. Κοιτάω δεξιά κι αριστερά. Δυο κοριτσάκια κοπανάνε κάτι αρώματα στο duty free γελώντας γάργαρα, ενώ μια Φιλιππινέζα τα κυνηγάει λέγοντάς τους, «όχι τώρα, mam, όχι τώρα». Μπροστά μου ένα μωρό στο καρότσι του κλαίει σπαρακτικά και πετάει την κίτρινη πιπίλα του στο πάτωμα. Από πίσω μου ένας κάθιδρος πατέρας φωνάζει «Εύααααα, Νίκοοο, Εύααα, Νίκοοοο». Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η Εύα ή ο Νίκος τον ακούνε. Μετράω τα παιδιά γύρω μου. Δεκατέσσερα παιδάκια κάτω των πέντε ετών περιμένουν να επιβιβαστούν μαζί μου.
Κυριακή, 21:00 στο αεροπλάνο
Κάθομαι στη θέση μου και κλείνω τα μάτια μου. Ακριβώς δίπλα μου κάθεται μια μαμά με το μωρό της. Πρόκειται για έναν αγγελόμορφο διάβολο με ξανθές μπούκλες και γαλάζια μάτια - θυμίζει μωρό διαφήμισης, θα έπρεπε να διαφημίζει γάλα εβαπορέ ανάμεσα σε πολύχρωμα μπαλόνια). Όταν απογειωνόμαστε, βάζει τα κλάματα. Η μητέρα της, μια ψηλή ξανθιά, του μιλάει καθησυχαστικά με φωνή ήρεμη. « Έλα, κούκλα μου, μην κλαις», της ψιθυρίζει. «Θα σου μείνει αξέχαστη αυτή η πτήση», μου λέει απολογητικά. Θέλω να κοιμηθώ, αλλά το μωρό έχει δική του άποψη. Πρώτα θέλει να διαβάσει το βιβλίο μου, μετά το περιοδικό μου, μέχρι που μου πιάνει το χέρι για να τραγουδήσουμε. Τραγουδάμε όλες μαζί το «Κουπεπέ» και το «Αχ κουνελάκι», εγώ κάνω ότι έχω μεγάλα αυτιά και η μικρή μου δίνει ξυλιές επειδή τρύπησα τρύπες στο ξένο περιβολάκι. Μετά βαριέται κι αρχίζει να χτυπάει τη μητέρα της .«Ποτέ δεν θα το κάνεις αυτό, ούτε γι’ αστείο», της λέει εκείνη και της κρατάει τα χέρια κλειστά, ενώ ο αγγελόμορφος διάβολος κλαίει σαν δαιμονισμένος, χτυπώντας τα πόδια του πάνω-κάτω. Έχει γίνει κατακόκκινη σαν αστακουδάκι - νομίζω ότι θα πάθει κάτι. «Σσσσσς», της λέει η μητέρα της και την αγκαλιάζει σφιχτά. Λίγο πριν προσγειωθούμε, τραγουδάμε το «Πλάθω κουλουράκια με τα δυο χεράκια» και πλάθουμε φανταστικά κουλουράκια πάνω στο ατομικό μου τραπεζάκι. Το πρώτο πράγμα που κάνω όταν προσγειώνομαστε είναι να πάρω τηλέφωνο τη μητέρα μου. «Είσαι ηρωίδα, μαμά», της λέω. «Το ξέρεις;».
σχόλια