Δευτέρα 11.30 π.μ., τρέχοντας στην Αρδηττού για να προλάβω το τραμ
Όταν φτάνω πια κάτω από το υπόστεγο στη στάση, έχει αρχίσει να βρέχει. Δίπλα στο τετράγωνο μηχανικό κουβούκλιο των εισιτηρίων κάθεται μια κοπέλα με στρογγυλά γυαλιά. Σπάω το κεφάλι μου να θυμηθώ από πού την ξέρω. Την κοιτάω, ξανά και ξανά, έτσι όπως είμαστε μαζεμένες και οι δυο κάτω από το υπόστεγο. Δεν ξεχνάω ποτέ πρόσωπα - θυμάμαι τις ταμίες των σουπερμάρκετ, τριτοκλασάτους ηθοποιούς που έπαιζαν σε άπατα σίριαλ ιδιωτικών καναλιών πριν από δώδεκα χρόνια, ένα κορίτσι με φράντζα και μαύρα all star που γελούσε με τον κόσμο που χόρευε γύρω της στο ξύλινο παρκέ της ντισκοτέκ Boom Boom ένα βράδυ του 2005 και τώρα δουλεύει πωλήτρια στην Κολοκοτρώνη. Ώρες μετά, όταν κοιτάω αφηρημένη έξω από το παράθυρο του γραφείου, θυμάμαι ποια είναι η κοπέλα του τραμ. Στη γειτονιά μου υπάρχει ένα κτηνιατρείο - η κοπέλα είναι η κτηνίατρος. Τα βράδια καθώς ανηφορίζω στο δρόμο για το σπίτι ο δρόμος είναι σκοτεινός και τα φώτα του ιατρείου είναι αναμμένα - κοιτάω μέσα από τις μισάνοιχτες γρίλιες το ιατρείο της. Συνήθως η πόρτα της αίθουσας αναμονής είναι ορθάνοιχτη - μπρος από σάκους με ζωοτροφές στο ξύλινο σαλονάκι περιμένουν άντρες και γυναίκες με πελώρια σκυλιά. Το εξεταστήριο δεν φαίνεται τόσο καθαρά, αλλά και πάλι κοιτάω πάντα: καμιά φορά αυτή η κοπέλα κάθεται μόνη της στο γραφείο της και κοιτάει τον υπολογιστή της, άλλες φορές εξετάζει τα ζώα σε ένα πελώριο ξύλινο τραπέζι στο βάθος, παρέα με τους ιδιοκτήτες. Μου αρέσει πολύ όταν γυρνάω αργά το βράδυ από τη δουλειά και τη βλέπω μόνη της σκυμμένη πάνω από γάτες και σκύλους.
Τρίτη πρωί, 10.00 π.μ.
Καθώς περνάω έξω από το κτηνιατρείο, βλέπω ότι πάνω στο τζάμι κάποιος έχει κολλήσει μια φωτοτυπία με την εικόνα ενός γατιού που χαρίζεται. Είναι άσπρο με γκρίζα αυτιά. Το σκέφτομαι για λίγο - δεν θα ήταν ωραίο να είχα μια γάτα; Κοιτάω την ανακοίνωση από κάτω: «Χαρίζεται ο μικρός Κωστάκης». Ω, Θεέ μου, έχει το όνομα του πρώην μου. Άσε, να μου λείπει, να πάει να κάνει κακάκια του πουθενά αλλού ο μικρός Κωστάκης. Σκέφτομαι με τρόμο τη στιγμή που θα χάσω τον γάτο και θα βγω στη γειτονιά και θα φωνάζω: «Κώστα μου, Κώστα μου, πού είσαι; Μην κρύβεσαι άλλο, Κώστα μου, ψιτ, ψιτ, ψιτ».
σχόλια