Γκάζι , 4:30 π.μ.
Στην αρχή ψάχνουμε μες στο κρύο να βρούμε πού παρκάραμε. Μας φαίνονται όλα τα στενά ίδια. «Πρέπει να σας προειδοποιήσω, σήμερα έχω το αυτοκίνητο της αδερφής μου» μας λέει ο Νίκος όταν πια βρίσκουμε το μικρό κόκκινο αυτοκινητάκι. Συνήθως, στο οικογενειακού μεγέθους αυτοκίνητο του Νίκου ακούμε Peaches πολύ δυνατά, ενώ εκείνος καπνίζει, οδηγεί και ψάχνει ξέμπαρκα CD με το ένα χέρι ανάμεσα σε εφημερίδες, αποδείξεις κινητής τηλεφωνίας, και χρησιμοποιημένα χαρτομάντηλα. Τώρα έχουμε μόνο τις μουσικές επιλογές της αδερφής του - Σφαίρα, Ρυθμό και Λάμψη. Με το που ανοίγουμε το ραδιόφωνο εγώ και ο Γιώργος, που έχει κάτσει στο πίσω κάθισμα, αρχίζουμε να ερμηνεύουμε Λίτσα Γιαγκούση. Σύντομα αντιλαμβάνομαι ότι τραγουδάω μαζί με έναν από τους πιο παράφωνους ανθρώπους που έχω ακούσει στη ζωή μου.(«Κι όμως, τα βαριά λαϊκά τα λέω υπέροχα»). Λίγο πριν στρίψουμε στη Βασιλίσσης Σοφίας, το ραδιόφωνο αρχίζει να παίζει Kelly Clarkson. «Τώρα την κάτσατε», μας λέει, «λατρεύω την Κelly Clarkson» κι αρχίζει να τραγουδάει με πάθος, χτυπώντας την ομπρέλα του στο κάθισμα του αυτοκινήτου. «Because of you I will never stray too far from the sidewalk. Because of you I learned to play on the safe side so I don’t get hurtttttttttttt». Όταν φτάνουμε στο φανάρι του Χίλτον, κι ενώ ο Γιώργος συνεχίζει να χτυπιέται στο πίσω κάθισμα, ο Νίκος γυρνάει και μου λέει: «Το εντυπωσιακό είναι πως, όπως όλοι οι παράφωνοι άνθρωποι, τραγουδάει με μεγάλο πάθος».
Ξύλινη Γωνιά, 5:30 π.μ.
Η Ξύλινη Γωνιά πίσω απ’ το Κάραβελ είναι από αυτά τα μέρη που πάει κανείς όταν έχει ξημερώσει και θέλει να φάει κανονικό φαγητό - κατά προτίμηση κοτόσουπα. Καθόμαστε σε ένα τραπέζι στη γωνία μπροστά από κάτι κυρίες με γούνες και Gucci τσαντάκια, που έχουν έρθει από τα μπουζούκια. Το γκαρσόνι αρχίζει να μας απαριθμεί τα πιάτα. «Μην πάρεις φαρφάλες» μου ψιθυρίζει ο Νίκος. «Μα γιατί, τι έχουν οι φαρφάλες;» του λέει το γκαρσόνι πληγωμένο. «Ε… όχι, τίποτα, έλεγα μήπως έπαιρνε κάτι άλλο» μουρμουράει ο Νίκος. «Μα είναι πολύ δυνατό πιάτο οι φαρφάλες. Τόσα χρόνια τις φτιάχνουμε. Τρία φρέσκα ταψιά από το φούρνο έβγαλα» διαμαρτύρεται το γκαρσόνι, ενώ εγώ μπουκώνομαι με ψωμί σαν χαμηλοβλεπούσα νοικοκυρά που περιμένει να σταματήσει ο άντρας της να τσακώνεται με τον εστιάτορα. («Φτάνει, Μήτσο μου».) Όταν πια έρχεται το φαγητό, καταβροχθίζω τις φαρφάλες μέσα σε τρία δευτερόλεπτα. Κοιτάω το πιάτο μου. Είναι υπογεγραμμένο, όπως στα ξενοδοχεία, με καφέ λογότυπο: «The wooden corner».
σχόλια