Δευτέρα, 15:30
Κάθομαι έξω απ’ το γραφείο και ατενίζω αποχαυνωμένη το απέναντι κτίριο, όταν δίπλα μου σταματάει ένας τύπος και μου λέει «Να σου κάνω μια ερώτηση;». Είμαι έτοιμη να του πω όχι -σχεδόν αταβιστικά, σαν να με έχει κλοτσήσει και να πρέπει κι εγώ να τον κλοτσήσω-, όταν με ρωτάει «πού είναι η οδός Μητροπόλεως;». Toν κοιτάω έκπληκτη - λιγότερη εντύπωση θα μου είχε κάνει αν άρχιζε να χορεύει κλακέτες στο οδόστρωμα. Δεν μπορώ να θυμηθώ πόσος καιρός πάει απ’ την τελευταία φορά που με σταμάτησε άνθρωπος στο κέντρο και ήθελε στ’ αλήθεια να μου κάνει μια ερώτηση.
Σύνταγμα, Δευτέρα, 22:30
Βρισκόμαστε με την Κατερίνα και τη Μαρίνα στην πλατεία κι αρχίζουμε να κατηφορίζουμε την Ερμού. Δίπλα μας το καθαριστικό του δήμου ψεκάζει τις πλάκες, σηκώνοντας ένα σύννεφο ζεστού, βρόμικου αέρα. Η Κατερίνα μας λέει ότι πριν από λίγο μια κοπέλα της ζητούσε επίμονα χρήματα για να φάει. Δεν ήθελε, λέει, να της δώσει λεφτά γιατί ήταν εμφανές ότι θα τα ξόδευε σε πρέζα, αλλά της έδωσε ένα τσιγάρο. «Της είπα, φεύγοντας, ότι πρέπει να ζητήσει βοήθεια». «Ωχ», της λέει η Μαρίνα και την κοιτάμε κι οι δυο μπροστά από μια άδεια βιτρίνα. «Ξέρετε τι μου είπε;», μας ρωτάει. «Ε, καλά, ένα τσιγάρο μου έδωσες, μη μου πρήξεις και τα αρχ…». Συνεχίζουμε να περπατάμε, μέχρι που λίγο πιο κάτω ακούμε από πίσω μας μια αντρική φωνή. «Κοπελιές, να κάνω μια ερώτηση;». «Όχι», απαντάμε κι οι τρεις, χωρίς καν να γυρίσουμε να τον κοιτάξουμε.
Σταθμός Αττική, 17:30, κατεβαίνοντας στην πλατφόρμα
Φτάνοντας στην Αττική, ο κόσμος θυμίζει κύμα που όλο και φουσκώνει - έχει δρομολόγια κάθε μισή ώρα. Βγαίνω με το ζόρι απ’ το βαγόνι κι όπως περιμένω τη σειρά μου για να κατέβω στο μετρό, ακούω έναν άντρα να ουρλιάζει σε μια γλώσσα που δεν αναγνωρίζω. Κάθεται ακριβώς δίπλα στις σκάλες και φωνάζει θυμωμένα σε μια γυναίκα που τον κοιτάει με απόγνωση. Δίπλα της είναι ένα καροτσάκι μ’ ένα μωρό. Περνώντας για να κατέβω τις σκάλες, τον κοιτάω - ίσως παραπάνω απ’ ό,τι θα έπρεπε (δεν κάνει, πια, να κοιτάμε τους γύρω μας, έχουμε γίνει Λονδίνο, όπου αν κοιτάξεις τον άλλον πολλή ώρα, μπορεί να σου πει «what you lookin’ at?» και να σου χώσει μια). Εκείνος παρατάει την οικογένειά του κι αρχίζει να μου ουρλιάζει σε σπασμένα ελληνικά «αϊ γαμ…σου, πουτ…α, πουτ…α, πουτ…α». Κατεβαίνω τις σκάλες για το μετρό και με ακολουθεί, συνεχίζοντας να μου φωνάζει «πουτ…α, πουτ…α, γα…αι». Προσπαθώ να κάνω ότι δεν τρέχει τίποτα, προσποιούμαι ότι περπατάω αμέριμνη όσο εκείνος ουρλιάζει, αλλά κατά βάθος σκέφτομαι ότι κάτι τέτοιες στιγμές τη μισώ την Αθήνα, την πόλη όπου όλοι πια κατασπαράζουν τους γύρω τους, όπου όλοι ψάχνονται για τσαμπουκά. Μισώ την Αθήνα, σκέφτομαι, αλλά αυτή σίγουρα με μισεί περισσότερο.
σχόλια