Κατηφορίζοντας τη Μητροπόλεως
Κατηφορίζω αμέριμνη τη Μητροπόλεως όταν ξαφνικά το πεζοδρόμιο γεμίζει φέιγ βολάν. «Όλοι αύριο στην απεργία. ΣΥΡΙΖΑ» γράφουν με κόκκινα γράμματα. Ψάχνω να δω από πού φύτρωσαν - μετά βλέπω δυο τύπους που τα πετάνε από ένα τιρκουάζ γυαλιστερό Citroen. Στρίβοντας στην Ερμού πατάω άλλα φέιγ βολάν με μαύρα γράμματα αυτήν τη φορά. «Επαναπροώθηση μεταναστών» (τι ωραίος ευφημισμός, ανταγωνίζεται τα «φιλικά πυρά»), και μερικά λένε «Έξω οι μετανάστες». Κοιτάζοντας το δρόμο προς τα πάνω, η Ερμού μοιάζει στρωμένη με χαρτάκια σαν χαλασμένο παζλ.
Σάββατο μεσημέρι - περπατώντας
Αποφασίζουμε να περπατήσουμε από το Μοναστηράκι μέχρι τα Πετράλωνα. Δεν έχουμε ιδέα πού πάμε - ρωτάμε σε ψιλικατζίδικα και συνοικιακά κομμωτήρια. «Θα στρίψετε εκεί που αρχίζει το τρόλεϊ» μας λέει στο τέλος μια κυρία στο δρόμο φορτωμένη με σακούλες του μανάβη. Μέχρι να βρούμε το Θεραπευτήριο περνάει κανένα 40λεπτο. Όταν φτάνουμε, καθόμαστε έξω σε ένα μικροσκοπικό τραπεζάκι παρέα με ένα σκύλο που γαβγίζει και τρώμε πατάτες τηγανητές και σπανακόρυζο. Η Κατερίνα μού λέει για έναν αστυνομικό που μένει από κάτω στο σπίτι τους στα Σεπόλια. Όλο το καλοκαίρι ξυπνούσαν από τα ουρλιαχτά της κοπέλας του - κάνανε έρωτα μέσα στα άγρια χαράματα. Η χορωδία του ακάλυπτου έχει πλέον σταματήσει - τώρα πια καταλαβαίνουν πότε ξυπνάει γιατί με το που σηκώνεται από το κρεβάτι τραγουδάει Καζαντζίδη, «Κι αν αλλάξαμε λόγια βαριά, γύρνα πίσω και ξέχνα τα πια», και μετά ακούνε το καζανάκι. «Και πού να δεις την πρώην του που πηγαίνανε για καφέ στις 10 το πρωί κι αυτή φορούσε ξώπλατη μπλούζα, μίνι, δεκάποντο τακούνι και μαύρο eye liner και τον αποκαλούσε "μωρό"» μου λέει η Κατερίνα. Μετά σοβαρεύει ξαφνικά. «Λίγο χάλια δεν είναι η Αθήνα τον τελευταίο καιρό;». «Τι εννοείς;» της λέω. «Όταν παλιά μου λέγανε "Πω πω, χάλια είναι η Αθήνα, μακάρι να 'μουνα στο Λονδίνο" σκεφτόμουνα "Είσαι μεγάλο ψώνιο". Τώρα πια καταλαβαίνω απόλυτα τι εννοούν. Μου την έχει βαρέσει αυτή η πόλη. Τα χάλια της έχει. Θέλω να φύγω».
Κυριακή βράδυ, Πετράλωνα
Έχουμε κάτσει στο Κλουβί. Τρώμε κριτσίνια από ένα καλαθάκι και πίνουμε σόδες ενώ ο Μανώλης μου περιγράφει την Οδύσσεια του βιογραφικού - ψάχνει για δουλειά. Στην παλιά του δουλειά είχαν δυο μήνες να τον πληρώσουν. Όταν ρώτησε τους γύρω του, ανακάλυψε πως κάποιοι είχαν και έξι μήνες να πληρωθούν, αλλά έμεναν μπας και φιλοτιμηθεί κανείς και τους δώσει τα χρωστούμενα. «Μα το σπαστικό ξέρεις ποιο είναι; Ότι αυτή η κωλοεταιρεία χρωστάει μήνες και μήνες σε κόσμο κι υπάρχουν άνθρωποι που συνεχίζουν να μένουν εκεί ελπίζοντας να πάρουν τα λεφτά τους. Και όχι μόνο αυτό, αλλά συνεχίζουν να προσλαμβάνουν κιόλας. Αυτό είναι που με τρελαίνει, ότι πηγαίνουν τόσα παιδιά που δεν ξέρουν να πιάσουν δουλειά εκεί. Κι όλα αυτά τα πτυχία που παίρνουν τα παιδιά σήμερα γιατί τα παίρνουν; Για να βγουν εκεί έξω και να παίρνουν 700 ευρώ;». Δεν τον έχω δει ποτέ τόσο θυμωμένο. Δίκιο έχει -νομίζω πως είναι μάλλον απελπιστικά τα πράγματα- ό,τι και να κάνεις, όσο κι αν προσπαθείς, στην Ελλάδα έχεις πάντα την αίσθηση πως κανείς δεν τιμωρείται ποτέ για τίποτα. «Θα 'θελα να κάνω κάτι να τα αλλάξω όλα. Όλα!»
σχόλια