Δευτέρα 20:40,
στο σουπερμάρκετ
Στους διαδρόμους οι πελάτες έχουμε το βλέμμα του τρελού πάνω από τα μακαρόνια -εάν είναι 20:40 και είναι κανείς στο σουπερμάρκετ σημαίνει πως ήρθε κατευθείαν από τη δουλειά, δεν έχει τίποτα στο ψυγείο του και μετά θα σουρθεί μέχρι το σπίτι του και θα φάει φέτες τυριού κατευθείαν από το πακέτο. Επικρατεί πανζουρλισμός: τα τρία ανοιχτά ταμεία έχουν μια ουρά τουλάχιστον εφτά ατόμων το καθένα. Από πίσω μου είναι ένας καλοντυμένος κύριος γύρω στα 70. Δυσανασχετεί και προσπαθεί να κερδίσει χρόνο αλλάζοντας ταμείο. Κάθε φορά μάλιστα μου δίνει και από μια σκουντιά. Η ταμίας, εξουθενωμένη, προσπαθεί να τελειώσει όσο πιο γρήγορα μπορεί, κι έτσι όταν φτάνω να πληρώσω η μπροστινή κυρία μαζεύει ακόμα τα πράγματά της. Η ταμίας κατά λάθος μου βάζει ένα σαπούνι στη σακούλα μου. «Όχι, είναι της κυρίας» λέω εγώ. «Ε, θα 'χατε κι ένα σαπούνι παραπάνω» μου λέει χαριτολογώντας, γελάω κι εγώ λίγο, είμαστε όλοι κουρασμένοι, αγκαλιά με τις κονσέρβες και τα απορρυπαντικά μας. «Άιντε, κορίτσια», λέει ο κουστουμαρισμένος κύριος περιφρονητικά, «νομίζετε ότι έχουμε χρόνο;». «Τώρα, κύριε, μισό λεπτό» του απαντά η ταμίας, ενώ εγώ και η κυρία ακόμα προσπαθούμε να βάλουμε τα πράγματά μας μέσα στις σακούλες. «Εσύ, κοπελιά, να κοιτάς τη δουλειά σου. Κατάλαβες;» της απαντάει εκείνος. Αναρωτιέμαι αν όπου να 'ναι θα της πει να πάει στην κουζίνα της να πλύνει κάνα πιάτο.
Δευτέρα, 21:10,
περπατώντας προς το σπίτι
Το Ζάππειο τα βράδια είναι πάντα άδειο και σκοτεινό - η άσφαλτος λαμπυρίζει γκρίζα από κάτι ισχνές λάμπες φθορίου μέσα στα δέντρα. Μόνο στα παγκάκια κάθονται δυο τρεις μόνοι τους μες στο σκοτάδι. Είμαι ακόμα θυμωμένη με τον κύριο στο σουπερμάρκετ - τον βρίζω από μέσα μου. Είναι θέμα ηλικίας σαφώς, αλλά μου κάνει εντύπωση πόσο αλλόκοτη είναι καμιά φορά η συμπεριφορά των ηλικιωμένων αντρών προς τις νεότερες γυναίκες. Ή που θα σε αντιμετωπίζουν με παλιομοδίτικη ευγένεια («σήμερα θυμίζετε μανεκέν»/χειροφίλημα) ή που θα συμπεριφέρονται όπως την εποχή που κάποιος έλεγε «έχω δυο παιδιά και ένα κορίτσι». Θυμάμαι έναν ηλικιωμένο κύριο που αποφάσισε πριν από κανένα εξάμηνο να μου ρίξει μια σφαλιάρα μέσα σε ένα τρόλει γιατί του έφραζα την είσοδο. Τον ακολούθησα απειλητικά μέσα στο τρόλεϊ κι άρχισα να του φωνάζω με επιχειρήματα οργισμένης Αρσακειάδας, ενώ εκείνος με κοιτούσε με απορία και παραπατούσε σαν ζαρωμένο στρουμφάκι προς την πόρτα του τρόλεϊ. Ντρέπομαι, αλλά πρέπει να παραδεχτώ πως εκείνη τη στιγμή ήθελα απελπισμένα να του χώσω μια μπουνιά.
σχόλια