Πρέπει να ήταν κάπου στο 1994, όταν οι Στέρεο Νόβα έδωσαν τη δεύτερη συναυλία τους στην Πάτρα (είχε προηγηθεί μια εμφάνιση στο Κάστρο που δεν είχα καταφέρει να πάω, αν και θυμάμαι σαν τώρα το artwork της αφίσας που είχε δημοσιευθεί στη μουσική εφημερίδα «Οζ» του Αντώνη Πανούτσου) και είδα για πρώτη φορά τον Μιχάλη Δέλτα επί σκηνής να παίζει το συνθεσάιζέρ του και να κλείνει τα μάτια όταν ο Κωνσταντίνος Βήτα τραγουδούσε «θα θυμάμαι πάντα τα μάτια του φίλου μου ν' ακολουθούν σαν πουλιά τις γραμμές του τρένου». Τώρα έχουν περάσει 17 (ολόκληρα!) χρόνια, η γενιά μου, η γενιά σου (ενδεχομένως) έχουν βαπτιστεί στην κολυμπήθρα των σΝ (ωραίο τυπογραφικό συνθηματικό για τους «γνώστες») και θα έχουμε για πάντα στο σεντούκι της μνήμης μας εκείνες τις φωτογραφίσεις δίπλα στις ψαροκασέλες της Βαρβακείου Αγοράς, τις υψικαμίνους, τα καλώδια της ΔΕΗ, το Περιστέρι, τα διυλιστήρια της Ελευσίνας και όλα εκείνα που συνέθεταν το μελαγχολικό αστικό τοπίο του σύμπαντος της μπάντας από τη Νέα Ζωή (λεωφορείο νούμερο 705). Είμαστε απόψε εδώ με τον Μιχάλη Δέλτα, στο Au Revoir της Πατησίων, σε αυτό το ιστορικό μπαρ της Αθήνας που άνοιξε το 1958 και στο οποίο σύχναζαν παλαιότερα ο Χατζηχρήστος, ο Ηλιόπουλος, ο Σταυρίδης, ο Αυλωνίτης, ο Στολίγκας, η Άννα και η Μαρία Καλουτά, η Βέμπο με τον Τραϊφόρο,ο Ψαθάς, ενώ ο «θρύλος» θέλει και τον Φρανκ Σινάτρα να πίνει ράθυμα το ουίσκι του στο μπαρ, ύστερα από τη συναυλία του στο ΟΑΚΑ το 1992 (προσπαθώντας να αναγνωρίσει στους θαμώνες τα υποψήφια μέλη του αθηναϊκού rat pack...). Γύρω μας προτομές του βασιλιά Γεωργίου του 6ου, ένα πορσελάνινο διαφημιστικό ουίσκι με έναν λευκό κι έναν μαύρο σκύλο, ένα κάδρο με σκίτσο του Καβάφη, μια φωτογραφία του Αριστομένη Προβελέγγιου που σχεδίασε τον χώρο και δεκάδες παλιομοδίτικα αναμνηστικά ποτών. Ο διπλανός μας μιλάει στο κορίτσι του για ένα κομμάτι του Chet Baker που παίζει από τα ηχεία και ο Μιχάλης ξεδιπλώνει ένα συναισθηματικό κουβάρι που ξεκινάει από την εφηβική του ηλικία και φτάνει μέχρι σήμερα. «Αυτό που ήταν κοινός παρονομαστής για να περνάω καλά με το γκρουπ ήταν ο συντονισμός με τον κόσμο στις ζωντανές εμφανίσεις, αυτή η πληρότητα που ένιωθα όταν ήμουν πάνω στη σκηνή. Μια ενέργεια συνωμοτική». Όπως τότε, το 1996 αν θυμάμαι καλά, στο Ρόδον, στο διήμερο παρουσίασης του «Τέλσον», εκείνες οι συναυλίες που ήταν το momentum των σΝ, που παρόλο που δεν ήταν ο καλύτερος δίσκος τους υπήρξε η κορυφή της ολοκληρωμένης δημιουργικότητάς τους αλλά και το «σημείο μηδέν» πριν διαλυθούν και περάσουν για πάντα στην στρατόσφαιρα του πιο σπουδαίου ελληνικού γκρουπ που ακούσαμε την τελευταία εικοσαετία. Όταν διαλύθηκαν ήταν σαν κάτι να πέθανε μέσα μας, σαν κάτι να έσπασε σε κομμάτια αλλά και σαν να έπρεπε να γίνει έτσι για να μείνει για πάντα στο συλλογικό υποσυνείδητο ως αυτό που θα μας ακολουθούσε για μια ζωή. Ήταν η αρχή του τέλους ενός ολόκληρου συναισθηματικού σίριαλ, το τέλος της παλιάς, αθώας Αθήνας του κέντρου, του άκακου, φιλήδονου underground και η απαρχή της εποχής της ακαμψίας. «Από το 1994 και μετά άλλαξε η Αθήνα. Οι σΝ σηματοδότησαν το τέλος μιας Αθήνας. Έγιναν πιο ισχυρά κάποια πρότυπα και στερεότυπα τα οποία συνεπώς, σαν μια μαθηματική εξίσωση, μας έφεραν εδώ που μας έφεραν. Ο νεοπλουτισμός που έχει ξεκινήσει πολλά χρόνια πριν και έχει μετακινήσει τις συνειδήσεις του πληθυσμού έπαιξε τεράστιο ρόλο. Όλο αυτο το lifestyle έδωσε τα ηνία στα media, τα οποία έγιναν χωρίς να το καταλαβαίνουμε ένας απειλητικός σύντροφος στην καθημερινότητά μας. Ξυπνάμε με τηλεόραση, κοιμόμαστε με τηλεόραση. Η πολιτική των media, η πολιτική των μεγάλων εταιρειών, η πολιτική, κατ' επέκταση, των χρηματιστηρίων, των τραπεζών, των δανείων, η καπιταλιστική φούσκα, είναι όλα αυτά που έκαναν τη μεγάλη ζημιά». Το τελευταίο χτύπημα, το τελευταίο χτύπημα. Και έντεκα χρόνια μετά τη διάλυσή τους, από τότε που το Βήτα-Δέλτα-Πι χάραξε μοναχικές πορείες, σόλο καριέρες και φαινομενικά διαφορετικές αισθητικές, θα ξαναβρεθούν για το πάρτι για τα τρία χρόνια της LifO, εκείνη τη βραδιά που καιγόταν η Πέτρου Ράλλη (από τις διαδηλώσεις των μεταναστών έξω από την Υποδιεύθυνση Αλλοδαπών) και 15.000 άνθρωποι έφτασαν στον βιομηχανικό χώρο του πρώην εργοστασίου Μπήτρου για να δουν (μάλλον) για τελευταία φορά τα «μικρά αγόρια» ντυμένα φουρνάρηδες (τουλάχιστον έτσι μου φαίνονταν) να παίζουν ζωντανά τo «Παζλ στον αέρα» και το «Δεν αλλάζω τα ηχεία μου». « Ήταν ένα βράδυ που ένιωθα πολύ έντονα τη συγκίνηση του κόσμου από κάτω. Ένα γεγονός που μου έλεγε κατάμουτρα και απροκάλυπτα ότι έχεις κάνει κάτι που έχει αγαπηθεί πολύ. Μια απίστευτα δυνατή εμπειρία», μου λέει ο Μιχάλης Δέλτα, την ίδια στιγμή που θυμάται τη στιγμή που ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος είχε γράψει το πρώτο κείμενο για τους Στέρεο Νόβα στη στήλη του στην «Ελευθεροτυπία» και το γιόρτασαν πίνοντας μπίρες και χοροπηδώντας κάτω, στο υπόγειο του σταθμού της Ομόνοιας, δίπλα στους πάγκους με τις εφημερίδες, και τότε ήταν που ο χρόνος πάγωσε γιατί «όλα σταματούν για να περάσει ένα τρένο».
σχόλια