Φωτό: Πάνος Μιχαήλ
Δεν είμαι άνθρωπος της νύχτας - μακάρι η όλη φάση μου να γινόταν μεσημέρι κι απόγευμα. Δεν τρελαίνομαι ιδιαίτερα με τη νύχτα, να σου πω την αλήθεια, παρά τα τόσα χρόνια που παίζω. Γι’ αυτόν, άλλωστε, τον λόγο δεν βγαίνω. Δηλαδή, ωραία είναι, αλλά θα προτιμούσα να ξεκινάω το πρωί. Έξω, γενικά όλα τα gigs στις 11 το βράδυ έχουν τελειώσει και τα εστιατόρια είναι κλειστά. Ξυπνάς το πρωί και είσαι κανονικός άνθρωπος.
Γεννήθηκα τέρμα Πατησίων κι εκεί μεγάλωσα. Αυτό που θυμάμαι είναι πως άλλαζα συνέχεια σχολεία. Φιλαδέλφεια, Κηφισιά, κέντρο, Κάτω Πατήσια, Άνω Πατήσια. Δεν το ‘χα. Έμενα πάντα από απουσίες. Θυμάμαι μόνιμα τη μητέρα μου να παρακαλάει να με σώσουν για 2-3 απουσίες. Έτσι, όταν τέλειωνε μια χρονιά, συνήθως έφευγα για να κάνω μια καλύτερη αρχή κάπου αλλού.
Η πρώτη φορά που έπαθα σοκ με κομμάτι ήταν όταν ανακάλυψα το funk με το «Why did you do it» των Stretch. Ξαφνικά άκουσα τον ήχο τον αληθινό σε σχέση με τα υπόλοιπα τραγούδια που ακούγονταν εκείνη την εποχή. Τότε φτιάχναμε πολλές μπάντες συνέχεια σε φάση «γιατί όχι;». Έπαιζα μπάσο κυρίως. Βγάζαμε τρελά ονόματα, όπως Poeta Sexulat, Βella Union, Bρούβες, που ήταν πιο punk φάση, και Χημικά Απόβλητα. Τα περισσότερα λειτουργούσαν στη λογική «εγώ λέω εσύ να παίζεις τύμπανα κι εσύ κιθάρα» κι απλά γρατζουνάγαμε. Φαντάζομαι πως υπήρχαν οι πιτσιρικάδες που ασχολιόντουσαν με τα σπορ, άλλοι με το διάβασμα -που ήταν οι αγαπημένοι όλων-, καθώς και οι υπόλοιποι, που έκαναν περίπου ό,τι κι εγώ. Απλώς, επειδή αυτοί ήταν λιγότεροι, ίσως ήταν οι πιο περίεργοι. Αλλά ακόμα πιο περίεργο θα ήταν να έκανα μπαλέτο. Αν δεν ντυθείς επαναστάτης και ρόκερ όταν είσαι 17, πότε θα το κάνεις;
Με χαλάει που οι γαμάτοι πια στη μουσική είναι κάτι nerd φιγούρες. Από τη νέα ελληνική αγγλόφωνη σκηνή έχω ακούσει κάποια κομμάτια τα οποία δεν είναι ροκ, είναι έντεχνο ποπ ή indie, ένα είδος με το οποίο δεν τα πάω καλά.
Μπορεί να ξέρω ονόματα, αλλά δεν έχω ακούσει πραγματικά τι παίζουν και δεν νομίζω ότι μπορώ να το κρίνω. Είμαι σε άλλον πλανήτη -κάτι που ανακαλύπτω κάθε μέρα- σχετικά με το τι παίζεται μουσικά στην Ελλάδα και τι υπάρχει, τι είναι κυρίαρχο ή μη, ποιο είναι το ενδιαφέρον, το νέο, αυτό που βγήκε ξαφνικά, η έκπληξη.
Η πρώτη μου δουλειά ήταν σε δισκάδικο. Από τότε έχω δουλέψει σε όλα τα δισκάδικα του κέντρου, όσο τουλάχιστον υπήρχε ο όρος. Στο Non Stop στο Κολωνάκι, στο Trust, στον Κύκλο, σε όλα τα Metropolis με αποσπάσεις. Αλλά δεν υπάρχει πια κανένα από αυτά. Άμα ήσουν δεκαεννιά, είκοσι, ακόμη και είκοσι πέντε, ήταν ό,τι καλύτερο. Βασικά δεν πληρωνόμουν. Έφευγα πάντα με CD και στο τέλος του μήνα ήμουν πάντα μείον. Είχε ο καθένας την καβάτζα του. Ήταν ωραία γιατί ήσουν ανάμεσα σε ανθρώπους που το μόνο που ήθελαν ήταν ν’ αγοράσουν ένα άλμπουμ, να πάνε σπίτι, να πιουν έναν μπάφο και να το ακούσουν. Και ήσουν αυτός που θα έδινε τη συμβουλή στον άλλον, «άκου αυτό». Βέβαια, εγώ βαριόμουν να ασχοληθώ με τους πελάτες. Δεν ήμουν καλός υπάλληλος, γι’ αυτό και άλλαξα τόσο πολλά δισκάδικα. Όχι σνομπ, απλώς βαριόμουν.
Δεν νομίζω ότι ακούει πια μουσική ο κόσμος. Ακούει από διαφημίσεις, ακούει στο ραδιόφωνο, αλλά δεν νομίζω ότι αποτυπώνεται κάτι σε αυτόν. Ό,τι είναι περισσότερο από δυόμισι λεπτά, κανείς δεν του δίνει σημασία. Το ενδιαφέρον είναι πάρα πολύ σύντομο. Η πληροφορία είναι πάρα, πάρα πολλή. Πρέπει να είσαι όλη την ημέρα πάνω από έναν υπολογιστή για να πεις ότι αποκομίζω κάτι και μαθαίνω. Υπάρχει περισσότερο μετάδοση της πληροφορίας. Αλλά, τώρα, αυτή την πληροφορία πόσο την έχουμε καταλάβει; Εγώ ακούω περισσότερο πράγματα που με ενδιαφέρουν για να τα παίξω ή για να τους κάνω κάτι. Η μαγεία, όμως, έχει χαθεί προ πολλού. Και λόγω του συστήματος, βέβαια, δηλαδή λόγω του πώς διατίθεται η μουσική στον κόσμο, που δεν με χαλάει. Αλλά εκείνη η μαγεία του κάθομαι, ακούω ένα άλμπουμ και βγαίνω μετά άλλος άνθρωπος δεν νομίζω ότι υπάρχει πια. Όλα γίνονται πολύ πιο γρήγορα. Καταρχάς, ο μισός πλανήτης είναι DJs. Και οι μισοί από αυτούς κάνουν και μουσική. Μουσικός, ας πούμε, τώρα είναι κι αυτός που κάνει mass-ups, είναι κι αυτός που θα δημιουργήσει ήχους από την αρχή.
Tο 2000 έπαιζα μουσική στο Άστρον στου Ψυρρή. Ήταν από τα πιο χάι μαγαζιά εκείνη την εποχή. Το dj-ing τότε το σκεφτόμουν πιο επαναστατικά. Δηλαδή, δεν μπορούσα να συμφιλιωθώ εύκολα με την ιδέα ότι πρέπει να διασκεδάσω κόσμο. Έλεγα «εγώ έχω φέρει αυτά που έχω φτιάξει σπίτι για να σας παίξω», όταν ένα μισάωρο μετά ανακάλυπτες ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι γι’ αυτό. Ότι έχουν έρθει απλώς να πιουν ένα ποτό και να διασκεδάσουν. Πέρασε πολύς καιρός για να καταλάβω ότι ουσιαστικά ο DJ είναι το «πουτανάκι». Νόμιζα ότι έκανα κάτι διαφορετικό. Σκέψου ότι τότε ήταν η εποχή που, αν στα μαγαζιά δεν έπαιζες house, δεν έκανες τίποτα .Δηλαδή, πώς έρχονται τώρα όλα τα πιτσιρίκια και σε ρωτάνε αν θα παίξεις dubstep, τότε σε ρωτούσαν, θα παίξεις house;
Η πρώτη μου δουλειά ως Blend βγήκε το 1999. Τότε θεωρήθηκα κάτι ιδιαίτερο. Όπως, δηλαδή, συμβαίνει και τώρα.
Η Cast-a-Blast δημιουργήθηκε το 2006. Το όνομα μπερδεύει το Cast από την κάστα και από το casting και μετά, κάπως σαν να κάνεις cast, ένα blast. Μόνο ηχητικά σημαίνει κάτι. Είχα ένα άλμπουμ και δεν είχα εταιρεία να το βγάλω. Έξω είχα επαφές με την έννοια ότι είχαν κυκλοφορήσει κομμάτια μου σε συλλογές και τέτοια, είχε βγει ένα άλμπουμ στην Αμερική, αλλά, αν ήθελες πραγματικά να κάνεις κάτι εκεί, έπρεπε να πας και να συνδεθείς με τον άλλον για να τον βλέπεις κάθε μέρα. Είπα, λοιπόν, γιατί όχι; Έχουμε 28 κυκλοφορίες μέχρι τώρα και από αυτά τα άλμπουμ είναι νομίζω 13 singles, ep και πλέον digital.
Είμαι τρελός υποστηρικτής του digital. Περιμένω πώς και πώς να πεθάνει το βινύλιο και όλες αυτές οι μαλακίες, να τελειώνουμε. Δεν μπορώ άλλο. Ζήστε τη φάση σας παιδιά. Εγώ δεν έχω λεφτά ούτε για να τυπώσω, ούτε για να αγοράσω. Ούτε για να μεταφέρω. Και φυσικά δεν έχω χρήματα για να νοικιάζω αποθήκες. Γιατί, αν είχα αυτά τα 28 releases σε βινύλιο, θα έπρεπε να έχω άλλο ένα σπίτι να τα βάζω μέσα.
Η πρώτη ερώτηση που μας κάνουν οι περισσότεροι Έλληνες καλλιτέχνες που τους λέμε ότι θα τους βγάλουμε τη δουλειά, είναι η εξής: «Και μόνο digital;».Οι ξένοι καλλιτέχνες ποτέ δεν το ρωτούν αυτό. Δεν έχουν πρόβλημα. Θα πρέπει να περάσουν δέκα χρόνια για να καταλάβουν οι δικοί μας ότι το format πλέον είναι το digital. Τι να κάνουμε, συγγνώμη! Aς το κάνουν κεντητό. Θέλεις τόσο πολύ να τυπώσεις ένα CD, να το δείξεις στη γιαγιά σου;
Το εγχείρημα της Cast-a-Blast δεν ταιριάζει με την Αθήνα. Γενικότερα, ενδιαφέρον υπάρχει πιο πολύ από άλλες χώρες και αυτό είναι λίγο μίζερο να το βλέπεις. Όχι μόνο στα κατεβάσματα αλλά και στο ποιος ενδιαφέρεται να μάθει και ν ακούσει. Τον Έλληνα τον κρατάει κάτι από το να κάνει ένα comment και να πει όντως έναν καλό λόγο. Κάπως πρέπει εσύ να ανακαλύψεις ποιος είναι αυτός που σε ακούει. Με όσους έχουμε συνεργασία απέξω και στέλνουμε ή παίρνουμε πράγματα, βλέπεις ότι με τη μία γουστάρουν. Και έρχονται μόνοι τους. Δηλαδή, σε βάζουν στο τριπάκι ότι ναι, φίλε, έχεις βάλει κάτι καλό. Εδώ κάθονται όλο το βράδυ μ’ ένα ποτό στο χέρι και κοιτούν ο ένας τον άλλο. Δεν υπάρχει ούτε καν υποψία καύλας.
Νομίζω ότι το προσωπικό όραμα και το ψώνιο του καθενός υπερβαίνει την οικονομική κρίση. Ναι, εντάξει τώρα, το ξέρουμε ότι ο κόσμος γυρίζει για τα λεφτά. Και το μουνί, πολλές φορές. Τώρα γιατί να αγανακτήσω; Το να ζεις στην άγνοια είναι το ίδιο με το να ζεις και μέσα στην έγνοια. Το γαμήσι θα το φάμε και οι δύο. Και εσύ που ψηφίζεις και εγώ που δεν. Και πραγματικά δεν πιστεύω ότι μπορούμε ν’ αλλάξουμε κάτι εμείς. Ο τρόπος σκέψης για μένα είναι κάτι βρόμικο. Δεν με εκπροσωπεί σε κανένα σημείο. Δηλαδή, αυτό που σκέφτομαι ως πολιτική στο μυαλό μου είναι που τρέχανε για χρόνια στα πολιτικά γραφεία, ζητώντας μια καλύτερη θέση για την κόρη τους στην τράπεζα. Δεν θέλω να έχω καμία σχέση. Ξέρω ότι τον πρωθυπουργό τον λένε Παπαδήμο γιατί έχω έναν φίλο DJ στην Αθήνα που τον λένε Papademos και μου τον θυμίζει κάθε φορά.
σχόλια