Η Rachel Howard νιώθει πια μισή Ελληνίδα Facebook Twitter
Δεν θυμάμαι ποτέ τον εαυτό μου να μη γράφει. Από πολύ μικρή είχα μια τάση, κρατούσα ημερολόγιο, είχα μια ευαισθησία με το διάβασμα και με το γράψιμο. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Η Rachel Howard νιώθει πια μισή Ελληνίδα

0

Γεννήθηκα στο νότιο Λονδίνο, στο Στόκγουελ, σε μια περιοχή που δεν είναι και από τις καλύτερες, κοντά στο κέντρο, σε μια κατάσταση που θύμιζε πιο πολύ την ελληνική πραγματικότητα παρά την αγγλική: μέναμε πάνω από τη γιαγιά και τον παππού, κάτι που δεν συνηθίζεται στο Λονδίνο.

Δύο σπίτια παραπέρα, στον ίδιο δρόμο, έμενε η γιαγιά της μαμάς μου και δίπλα ακριβώς ήταν η αδερφή της γιαγιάς, γιατί οι συγγενείς από την πλευρά της μαμάς μου ήταν μετανάστες από τη Λιθουανία. Η μαμά μου γεννήθηκε στη Νότια Αφρική. Ο πατέρας της μητέρας μου ήταν Γερμανός εβραϊκής καταγωγής που έφυγε κυνηγημένος, μαζί με την αδερφή του, από τους ναζί – οι γονείς τους, δυστυχώς, χάθηκαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.

Η αδερφή του πήγε στη Νέα Υόρκη, αλλά ο παππούς μου δεν κατάφερε να πάρει το ίδιο πλοίο και κατέληξε στα 20 του στη Νότια Αφρική. Εκεί γνώρισε τη γιαγιά μου και παντρεύτηκαν και, επειδή ήταν έντονα πολιτικοποιημένοι, έκαναν πολλά πράγματα για να βοηθήσουν τους ντόπιους. Τη δεκαετία του '50, όμως, που ήταν έντονος ο διαχωρισμός της κοινωνίας, πήραν τα τρία τους παιδιά και ήρθαν στην Αγγλία. Μαζί ήρθε και όλη η οικογένεια της μητέρας μου.


Στην Ελλάδα ήρθαμε όταν ήμουν 5 χρονών, το 1975. Ο αρχικός σκοπός των γονιών μου ήταν να έρθουν για έναν χρόνο, αλλά δεν έφυγαν ποτέ. Είναι στην Αθήνα εδώ και 43 χρόνια. Ήρθαν μόλις τελείωσε η χούντα χωρίς λεφτά, χωρίς δουλειά, χωρίς κανένα πλάνο.

Ήταν κι αυτοί πολιτικοποιημένοι και είχαν βοηθήσει πολλούς Έλληνες στο Λονδίνο κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Σήμερα μου φαίνεται αδιανόητο να φύγω με ένα παιδί μόνο με 50 ευρώ για να αναζητήσω την τύχη μου σε ένα ξένο μέρος, αλλά αυτοί το έκαναν και μάλιστα με δύο κόρες. Βέβαια, έρχονταν από πολύ παλιά στην Ελλάδα, δεν ήρθαν στην τύχη.

Η ιστορία συνεχίζεται, δεν θέλω να ακούγομαι γραφική, ότι νοσταλγώ την παλιά Αθήνα και ότι η σύγχρονη μου είναι αδιάφορη, απλώς θεωρώ ότι αυτό που δίνει στην κάθε πόλη την ταυτότητά της είναι και κάποια σημεία που είναι τοπόσημα. Υπάρχουν και πιο διακριτικά τοπόσημα από την Ακρόπολη και πρέπει και αυτά να τα σεβόμαστε.

Αρχικά είχαν έρθει για διακοπές, αλλά ο μπαμπάς μου ήταν ηθοποιός –το ίδιο και οι δυο γονείς του– και συνεργάστηκε λίγο αργότερα με τον Κακογιάννη στην Ερόικα.

Αρχικά προοριζόταν για τον ρόλο του παιδιού, του πρωταγωνιστή, αλλά μέχρι να βρει λεφτά ο Κακογιάννης είχε μεγαλώσει πια ο μπαμπάς και τελικά συνεργάστηκε στην ταινία ως βοηθός βοηθού του σκηνοθέτη. Έπαιζε και η μαμά του σε αυτή την ταινία, είχε βοηθήσει και στο σενάριο.

Ήταν μία πολύ γκλάμορους ηθοποιός η γιαγιά μου, έπαιζε και στον κινηματογράφο και στο θέατρο, κυρίως στον κινηματογράφο. Έμειναν αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα τότε οι γονείς μου σε αυτά τα γυρίσματα, σε ένα σπίτι που νοίκιασαν στο Κολωνάκι. Ήταν μαζί από την εφηβεία, από πολύ νωρίς. Τη θυμούνται πολύ διαφορετική την Αθήνα τότε, χωρίς πολυκατοικίες και με πολύ ωραία καλλιτεχνική ζωή.


Αποφάσισαν να πάρουν ένα σπιτάκι στη Σκύρο, έναν στάβλο βασικά, με δανεικά λεφτά, σε μια εποχή που πήγαινες με καΐκι, δεν είχε καράβι. Βρήκαν μάστορες και ξεκίνησαν να το φτιάχνουν.

Στην Ελλάδα τότε ερχόμασταν με αυτοκίνητο, μέσω Γιουγκοσλαβίας, και κάναμε μία εβδομάδα μέχρι να φτάσουμε. Είχαμε ένα βανάκι Σιτροέν, από αυτά που είχε και ο ΟΤΕ παλιά, βάζαμε τις βαλίτσες στο πίσω μέρος κι από πάνω κιλίμια και κουβέρτες και κάθε καλοκαίρι ζούσαμε μια μεγάλη περιπέτεια.

Η Rachel Howard νιώθει πια μισή Ελληνίδα Facebook Twitter
Ήταν αυτονόητο ότι θα γινόμουν συγγραφέας, δεν ήταν κάτι που είχα σχεδιάσει. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Θυμάμαι ότι ήρθαμε όλο χαρά να πάμε στο εξοχικό μας που υποτίθεται ότι θα ήταν έτοιμο, αλλά τα μαστόρια το είχαν μόνο γκρεμίσει, δεν το είχαν φτιάξει! Έτσι, ο μπαμπάς μου αποφάσισε να έρθουμε για έναν χρόνο, για να φτιάξει το σπίτι μόνος του. Όταν δεν είχε δουλειά ως ηθοποιός, πολύ συχνά δηλαδή, έβαφε σπίτια.

Αυτός άρχισε να φτιάχνει το σπίτι και η μαμά, που ήταν δασκάλα, έπιασε δουλειά στο Αγγλικό Σχολείο, οπότε μετακομίσαμε σε μια μονοκατοικία στην Κηφισιά, γιατί ήταν κοντά στο σχολείο. Η Κηφισιά τη δεκαετία του '70 ήταν πολύ διαφορετική, σαν επαρχία. Στο σπίτι μας είχαμε πάπιες, κότες, γάτες, έναν σωρό ζώα. Μέναμε πάνω από τον ιδιοκτήτη, έναν 50άρη που ζούσε με τη μάνα του. Το δεύτερο σπίτι μας ήταν σε χωματόδρομο στο Κεφαλάρι, είχαμε γάιδαρο και ήταν σαν να μέναμε σε χωριό.

Σε πολυκατοικία μπήκα πολύ μεγάλη, όταν έφυγα από το σπίτι. Δεν είχαμε μείνει ποτέ σε διαμέρισμα. Κάποια στιγμή η γιαγιά και ο παππούς μετανάστευσαν ξανά, αυτήν τη φορά στην Τοσκάνη. Παντρεύτηκε η θεία μου έναν Ιταλό κι έφυγε όλη η οικογένεια από το Λονδίνο.


Όλη την παιδική που ηλικία την πέρασα στην Αθήνα. Πήγα, βέβαια, στο Αγγλικό Σχολείο, όπου δίδασκε η μάνα μου, δεν πήγα ποτέ σε ελληνικό, οπότε θεωρούσα τον εαυτό μου πολύ Αγγλίδα μέχρι ένα σημείο. Ώσπου κάποια στιγμή άρχισα να καταλαβαίνω ότι είχα γίνει μισή Ελληνίδα. Χωρίς να είμαι, και νομίζω ότι αυτό είναι και το ωραίο.

Πολλές φορές σκέφτομαι πόσο διαφορετική θα ήταν η ζωή μου, αλλά και πόσο διαφορετικός θα ήμουν εγώ ως άνθρωπος, αν είχα μεγαλώσει στο Λονδίνο. Ήταν και μια εποχή αρκετά σκοτεινή οι δεκαετίες του '70 και του '80, ήταν τα χρόνια της Θάτσερ στην Αγγλία και ήταν πολύ περίεργα τα πράγματα, με πολλή εγκληματικότητα.

Στην Αθήνα αλωνίζαμε, δεν υπήρχε καμία απειλή, δεν κλειδώναμε ποτέ την πόρτα. Όλη την παιδική μου ηλικία την πέρασα έξω από το σπίτι. Μέχρι τη δεκαετία του '90 ήταν άλλο πράγμα η Αθήνα.

 
Μόλις τελείωσα το σχολείο, ταξίδεψα για λίγο. Πήγα για έναν χρόνο στη Νέα Υόρκη, στη Γαλλία, στο Λονδίνο και μετά στο πανεπιστήμιο στη Βόρεια Αγγλία. Από την Ελλάδα έφυγα την εποχή του ΚΛΙΚ, όταν ο νεοπλουτισμός ήταν στα φόρτε του.

Αυτό που τράβηξε τους γονείς μου στην Ελλάδα, και που εγώ ακόμα βρίσκω γοητευτικό, είναι κυρίως η απλότητα. Δεν χρειάζεσαι χλιδή. Δες την κυκλαδίτικη αρχιτεκτονική, είναι μινιμαλιστική, καλλιεργείς δυο ντομάτες και έχεις τον ήλιο, τη θάλασσα και τις ντομάτες σου. Δεν χρειάζεσαι καν όλες αυτές τις συσκευές.


Μετακόμισα στο Λονδίνο το 2006 και ήμουν εκεί μέχρι το 2017, αλλά στα δέκα αυτά χρόνια άλλαξε πάρα πολύ. Γενικά έχω ζήσει σε διάφορες περιοχές του, άλλαζα συνέχεια σπίτια και ζούσα πάντα σαν ενοικιάστρια – βλακωδώς δεν πήρα ποτέ ένα σπίτι. Όλες οι περιοχές όπου έχω ζήσει έχουν μεταμορφωθεί πια σε κάτι άλλο, δεν έχουν καμία σχέση με αυτό που θυμόμουν από παλιά. Και η Ελλάδα άλλαξε εντελώς το διάστημα που έλειπα.

Υπήρχαν περίοδοι που γυρνούσα, εκεί γύρω στο '11, '12 με '15, που την έβρισκα πάρα πολύ καταθλιπτική, ερχόμουν τέσσερις-πέντε φορές τον χρόνο και κάθε φορά έλεγα «αμάν, να πάω σε κανένα νησί». Είχαν φύγει πάρα πολλοί φίλοι μου και όλος ο κόσμος που είχε ξεμείνει αισθανόταν εγκαταλειμμένος, ότι δεν έχει ελπίδα. Τότε σκεφτόμουν να γυρίσω πίσω, αλλά μου ήταν πολύ δύσκολο.

Τώρα, όμως, υπάρχει μια πολύ ωραία δυναμική στην πόλη, βλέπεις βέβαια πράγματα που σε στενοχωρούν, άστεγους, όλα τα πρεζάκια τους δρόμους, αλλά αυτά υπήρχαν ανέκαθεν, τα θυμάμαι από μικρή. Τώρα βλέπεις πιο πολλούς ηλικιωμένους, κάτι πολύ στενόχωρο. Πώς να επιβιώσεις σε αυτές τις ηλικίες στον δρόμο;

Η Rachel Howard νιώθει πια μισή Ελληνίδα Facebook Twitter
Όλη την παιδική που ηλικία την πέρασα στην Αθήνα. Πήγα, βέβαια, στο Αγγλικό Σχολείο, όπου δίδασκε η μάνα μου, δεν πήγα ποτέ σε ελληνικό, οπότε θεωρούσα τον εαυτό μου πολύ Αγγλίδα μέχρι ένα σημείο. Ώσπου κάποια στιγμή άρχισα να καταλαβαίνω ότι είχα γίνει μισή Ελληνίδα. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO


• Δεν θυμάμαι ποτέ τον εαυτό μου να μη γράφει. Από πολύ μικρή είχα μια τάση, κρατούσα ημερολόγιο, είχα μια ευαισθησία με το διάβασμα και με το γράψιμο. Κάθε Χριστούγεννα πηγαίναμε με το καράβι στην Τοσκάνη και όταν ήμουν 9 χρονών ο παππούς μου μού έκανε μια έκπληξη: για χριστουγεννιάτικο δώρο είχε εικονογραφήσει τα ποιήματά μου, καμιά 25αριά ποιήματα που είχα γράψει στο σχολείο.

Τα είχε δέσει πολύ όμορφα και είχε ζωγραφίσει σχέδια με ακουαρέλες. Έφτιαχνε και φοβερές κάρτες, μάζευε λουλούδια, τα ξέραινε και μετά έφτιαχνε υπέροχες εικόνες. Ήταν το πρώτο μου βιβλίο. Είναι πάρα πολύ συγκινητικό που το έχω ακόμα, γιατί όταν ήμουν 12 χρονών κάηκε το σπίτι μας στο Κεφαλάρι ολοσχερώς και χάσαμε τα πάντα. Αυτό το βιβλίο σώθηκε από θαύμα.


• Ήταν αυτονόητο ότι θα γινόμουν συγγραφέας, δεν ήταν κάτι που είχα σχεδιάσει. Σπούδασα φιλολογία και αμέσως μετά γύρισα στην Ελλάδα, επειδή είχα ερωτευτεί κάποιον. Έμεινα δίπλα από κει που μένω τώρα κι άρχισα να κάνω μεταφράσεις, να μαθαίνω στα παιδάκια αγγλικά, και μετά άρχισα να γράφω στο «Athens News» θέματα για τέχνες, αλλά ως freelancer. Ποτέ δεν ήμουν staff writer πουθενά.

Ως freelancer έχεις μια αίσθηση ελευθερίας και ανεξαρτησίας, αλλά στην πραγματικότητα δεν έχεις περισσότερο χρόνο, απλώς δουλεύεις πιο πολύ. Δηλαδή δεν έχεις ωράριο, η δουλειά δεν σταματάει ποτέ, ειδικά όταν έχεις πολλούς πελάτες, όπως έχω εγώ, τελειώνεις με το ένα θέμα και έχεις παράλληλα τα άλλα. Όσο έμπειρος και να είσαι στο γράψιμο, δεν πατάς ένα κουμπί και βγαίνουν οι λέξεις, πρέπει να αδειάσεις λίγο το κεφάλι.

 
Μετά άρχισα να γράφω για το περιοδικό της British Airways. Έστειλα για να προτείνω ένα θέμα για τις Πρέσπες κι έτσι τυχαία ξεκίνησα να συνεργάζομαι. Στο πρώτο εκείνο θέμα πήγα με τη Μάρω Κουρή με ένα παλιό Ντεσεβό. Θα το βάζαμε στο τρένο μέχρι τη Θεσσαλονίκη και μετά θα πηγαίναμε μέχρι τις Πρέσπες οδικώς.

Το βάζουμε, περνάμε τέλεια στο τρένο, φτάνουμε στη Θεσσαλονίκη, παίρνει μπρος και στο πρώτο πεντάλεπτο μένει κάπου μεταξύ Θεσσαλονίκης και Γρεβενών. Ήταν πάρα πολύ παλιό και είχε πάθει κάτι πάνω στο τρένο από τους κραδασμούς.

Το πάμε σε ένα βενζινάδικο με το ζόρι και μας λένε «το αυτοκίνητο θέλει τουλάχιστον μία εβδομάδα για να φτιαχτεί». Δεν θυμάμαι πώς, αλλά καταλήξαμε στα Γρεβενά με έναν μανιταρολόγο, ο οποίος μας πήγε στις Πρέσπες με το αγροτικό και κάναμε όλο το ρεπορτάζ με οτοστόπ. Απ' την αναποδιά βγαίνουν διάφορα ωραία.


Μέσω του περιοδικού της British Airways ανέπτυξα το κομμάτι του ταξιδιωτικού συγγραφέα και έβγαλα δύο βιβλία για το μυστικό Λονδίνο. Είναι ωραία δουλειά να ταξιδεύεις και να γράφεις. Τώρα τελευταία έχω γίνει typecast, που λένε για τους ηθοποιούς, και γράφω κυρίως για την Ελλάδα. Γι' αυτό με έχουν όλοι ταυτίσει μαζί της – πιο παλιά έγραφα διεθνή θέματα.

Η Rachel Howard νιώθει πια μισή Ελληνίδα Facebook Twitter
Ήταν πραγματικά ένα αριστούργημα η Μύκονος, με πάρα πολύ νεαρόκοσμο, και αν ήσουν νέος και ήθελες να διασκεδάσεις, δεν υπήρχε πιο ωραίο μέρος στον κόσμο.


Από πολύ μικρή, λόγω της καλύτερής μου φίλης, πήγαινα τα καλοκαίρια στη Μύκονο, σε όλη την εφηβεία μου και μέχρι τα 25. Η γιαγιά και ο παππούς της είχαν αγοράσει τη δεκαετία του '50 το σπίτι ενός βοσκού στην Ψαρρού, χτισμένο μέσα στα βράχια. Όταν άρχισε να χαλάει το νησί, πούλησαν το σπίτι τους, αλλά εγώ θυμάμαι πόσο τέλεια είχα περάσει όλα αυτά τα χρόνια.

Ήταν πραγματικά ένα αριστούργημα το νησί, με πάρα πολύ νεαρόκοσμο, και αν ήσουν νέος και ήθελες να διασκεδάσεις, δεν υπήρχε πιο ωραίο μέρος στον κόσμο. Όταν πήγα ξανά άλλες δύο φορές, τη δεκαετία του '90 και το 2005, έφριξα. Απογοητεύτηκα τελείως, έλεγα «πώς έχει καταντήσει έτσι το νησί, δεν θέλω να ξαναπάω».

Κι επειδή ανέκαθεν ήταν ένα νησί που άλλαζε πάρα πολύ και προσαρμοζόταν στη σύγχρονη πραγματικότητα, είχε αυτόν τον μαγικό τρόπο να επανεφευρίσκει τον εαυτό του και να είναι μπροστά στις τάσεις. Γιατί σε άλλα μέρη στην Ελλάδα, όπως και στην Αθήνα, πολλές φορές νιώθω ότι αντιγράφουν αυτά που είναι της μόδας αλλού.

Η Μύκονος ήταν πάντα μπροστά, όλοι οι άλλοι την αντιγράφουν, και έχει ακόμα αυτό το προνόμιο. Και πραγματικά μέσα από αυτό το πράγμα νιώθω τελείως διαφορετικά για τη Μύκονο τώρα. Μπορεί να μην είναι το νησί μου πια, αλλά έχει ακόμα μια απίστευτη γοητεία.

Πήγα σε κάτι φοβερά πανηγύρια, που είναι σαν να είσαι ακόμα στη δεκαετία του '80, που σε πάνε με τρακτέρ στο πανηγύρι... Δεν το πιστεύεις ότι αυτά συμβαίνουν ακόμα στη Μύκονο.


• Την Αθήνα την κάνουν μοναδική διάφορα πράγματα, αλλά κυρίως ο αυθορμητισμός που έχει ως πόλη. Δηλαδή, παρόλο που είναι μια τεράστια πόλη με πάρα πολύ κόσμο, αν συναντήσεις έναν γνωστό θα κάτσετε για δυο ώρες, θα πιείτε καφέ και θα πείτε τα πάντα, ενώ στο Λονδίνο θα σταματήσετε για δυο λεπτά, θα τα πείτε στο όρθιο και μετά θα πάει ο καθένας στη δουλειά του. Έχει μια ζεστασιά ως πόλη η Αθήνα, παρόλο το χαώδες layout και το εύρος της.

Γενικά, πάντα κάποιος είναι διαθέσιμος να κάνει κάτι μαζί σου. Παρ' όλη την πίεση που υπάρχει και τη δυσκολία στην καθημερινότητα του καθενός, υπάρχει η καλή διάθεση των ανθρώπων, θέλουν να περάσουν καλά. Αυτό είναι ένα τρομερό προτέρημα που κάνει τη ζωή πιο ωραία.

Η Rachel Howard νιώθει πια μισή Ελληνίδα Facebook Twitter
Βλέπεις και τα tags, που είναι πληγή. Φτιάχνει κάποιος με κόπο το σπίτι του, ένα νεοκλασικό υπέροχο, το βάφει και μετά έρχεται ο άλλος και το μουντζουρώνει.


• Δεν έχω αμερόληπτη άποψη για τους Έλληνες, γιατί αισθάνομαι μισή Ελληνίδα, χωρίς να είμαι. Έτσι, δεν είναι εξωτερική η ματιά μου. Έχουν τα στραβά τους και τα καλά τους, όπως οι άνθρωποι σε όλες οι χώρες. Υπάρχει μια έντονη όρεξη για τη ζωή και για την καλοπέραση μέσα στην καρδιά του Έλληνα, και υπάρχει ακόμα αυτή η διάσταση «έξω καρδιά».

Ακόμα και μέσα στη μίζερη κατάσταση όπου μπορεί να ζει, θα κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί με αυτά που έχει. Κι αυτό είναι πάρα πολύ χαρακτηριστικό στον λαό. Γκρίνια υπάρχει, αλλά υπάρχει και μια λαχτάρα για το τώρα. Ίσως αυτό να είναι και το πρόβλημα, ότι δεν κοιτάμε μπροστά, ότι κοιτάμε το παρόν, αλλά στην καθημερινότητά σου είναι ωραίο να το ζεις.


• Με ενοχλεί που η αρχιτεκτονική κληρονομιά της πόλης ρημάζει και δεν προσέχει κανείς τα κτίρια, γιατί μέσα σε όλο αυτό το τσιμέντο υπάρχουν πάρα πολλά διαμάντια που δεν διατηρούνται. Θα έπρεπε να υπάρχουν κίνητρα να τα φτιάχνεις και να τα αναπαλαιώνεις και όχι μόνο νόμοι που τα αφήνουν να πέφτουν. Και να υπάρχουν κάποια όρια.

Βλέπεις και τα tags, που είναι πληγή. Φτιάχνει κάποιος με κόπο το σπίτι του, ένα νεοκλασικό υπέροχο, το βάφει και μετά έρχεται ο άλλος και το μουντζουρώνει. Με στενοχωρεί πολύ το ότι δεν υπάρχει σεβασμός για τον δημόσιο χώρο γενικά. Αυτό ισχύει και για τα σκυλιά. Πάνε τα σκυλιά τους να χέσουν και κανείς δεν μαζεύει τα κακά τους. Μένω στον Λυκαβηττό, που είναι γεμάτος σκυλιά, και φαντάσου πόσο ενοχλητικό είναι αυτό το πράγμα. Κυριολεκτικά, they don't give a shit.


• Το φαγητό της Αθήνας έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Έχει αλλάξει κι εδώ η σκηνή γενικά, στο σύγχρονο φαγητό γίνονται πολλά πράγματα. Δεν υπάρχει μόνο η ταβέρνα πια, κάποτε όλοι έτρωγαν σε ταβέρνα. Το εθνικό φαγητό είναι ακόμα λίγο πίσω σε σύγκριση με το Λονδίνο, αλλά η ελληνική κουζίνα έχει εξελιχθεί πάρα πολύ ωραία και εξελίσσεται.

Στο Λονδίνο έχουν ανοίξει πάρα πολλά νέα ελληνικά εστιατόρια και ξαφνικά έχουν καταλάβει όλοι ότι η ελληνική κουζίνα δεν είναι μόνο το σουβλάκι και ο μουσακάς. Σε αυτό έχει βοηθήσει πολύ το γεγονός ότι υπάρχουν νέοι σεφ και μαγαζιά εδώ πέρα, αλλά γίνεται και μια πολύ ωραία προσπάθεια με την εξαγωγή των ελληνικών προϊόντων.

Κι επειδή έχουμε πολύ καλούς γραφίστες, κάνουν πια ένα πολύ ωραίο branding και packaging, κι αυτό δίνει μια σύγχρονη εικόνα της παράδοσης. Είναι ένα κίνημα αυτό και είναι ωραίο. Είναι ένα από τα θετικά της κρίσης αυτό που έχει συμβεί, το ότι ο κόσμος γυρίζει στη φύση και στις ρίζες του και στα χωριά και στα χωράφια.

Η Rachel Howard νιώθει πια μισή Ελληνίδα Facebook Twitter
Το Zonar's μου άρεσε πολύ όπως ήταν παλιά.


• Η ιστορία συνεχίζεται, δεν θέλω να ακούγομαι γραφική, ότι νοσταλγώ την παλιά Αθήνα και ότι η σύγχρονη μου είναι αδιάφορη, απλώς θεωρώ ότι αυτό που δίνει στην κάθε πόλη την ταυτότητά της είναι και κάποια σημεία που είναι τοπόσημα. Υπάρχουν και πιο διακριτικά τοπόσημα από την Ακρόπολη και πρέπει και αυτά να τα σεβόμαστε. Ας πούμε, τα καφενεία είναι είδος προς εξαφάνιση στην Αθήνα. Είναι πάρα πολύ λίγα πια τα παλιά και ιστορικά. Στο Παγκράτι δεν υπάρχει πια ο Λέντζος και η Ωραία Ελλάς.

Πας σε άλλες πόλεις και υπάρχουν πάρα πολλά μικρά μαγαζιά από παλιά, από κουτούκια και μικρά καφέ μέχρι μπιστρό, ενώ στην Αθήνα φεύγουν αυτά και είναι πολύ κρίμα. Το μαγαζί που πηγαίνω συνέχεια είναι η Δεξαμενή, επειδή μου θυμίζει κι αυτό την παιδική μου ηλικία, αλλά η Πράσινη Τέντα στον Λυκαβηττό δεν υπάρχει πια.

Το Zonar's μου άρεσε πολύ όπως ήταν παλιά, το Brazilian, που ήταν ένα άλλο πράγμα, ήταν μαγαζιά με μεγάλη αρχοντιά και πολύ βαθιά ιστορία και θεωρώ ότι μπορεί οι Αθηναίοι να έχουν εμμονή με την αρχαιότητα –που είναι λιγότερη πια, αλλά είναι πολύ βαθιά μέσα στο πετσί τους, μέσα στο DNA τους–, ωστόσο δεν σέβονται τη σύγχρονη ιστορία, του 20ού ή του 19ου αιώνα. Όλα αυτά τα κτίρια και τα μαγαζιά της πόλης, που είναι η κληρονομιά της, χάνονται σιγά-σιγά.


Έχω γράψει έναν λόγο για τον πατριάρχη σε ένα συνέδριο, το RSΕ (Religion, Science and Enviornment), που γινόταν κάθε δύο χρόνια, αλλά για δέκα χρόνια έγραφα τους λόγους του Γιώργου Παπανδρέου, όταν ήταν υπουργός Εξωτερικών, στα αγγλικά. Και όταν έγινε πρωθυπουργός, παρόλο που είχα φύγει από την Ελλάδα, πάλι κάποιους λόγους του. Δεν έχω σχέση με την οικονομία, οπότε είχα λιγότερο ενεργό ρόλο τότε, αλλά ήταν πολύ ωραία εμπειρία και ήταν από αυτά που συμβαίνουν τυχαία στη ζωή.

Δούλευα σε ένα περιοδικό που το έλεγαν «Odyssey», για τους Έλληνες της διασποράς, κι έγραφα πάρα πολλά θέματα για διάφορες κοινότητες Ελλήνων, στην Ουκρανία, στη Νότια Αφρική, σε διάφορες χώρες του κόσμου, και έκανα και ταξιδιωτικό ρεπορτάζ στην Ελλάδα.

 Ο Γιώργος Παπανδρέου τότε ήταν αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών και το portfolio του ήταν και η διασπορά, οπότε με είχε προσεγγίσει και μου είχε ζητήσει να βοηθάω στους λόγους του. Και μέχρι να ξεκινήσω, επειδή θα πήγαινα ένα μεγάλο ταξίδι στην Αμερική για έξι μήνες, έγινε όλος αυτός ο χαμός με τον Οτσαλάν και έδιωξαν τον Πάγκαλο και ξαφνικά έγινε υπουργός Εξωτερικών κανονικός, οπότε εκεί άρχισε να έχει πιο πολύ ενδιαφέρον το θέμα.

Παρόλο που ήμουν τελείως έξω από τα νερά μου και άσχετη, έζησα από μέσα και από κοντά πάρα πολλές ιστορικές στιγμές παγκοσμίως. Ήταν το Κόσοβο, ήταν ο πόλεμος στο Ιράκ, ήταν η ένταξη της Κύπρου και το Ελσίνκι, ήταν άπειρα θέματα, η προσέγγιση με την Τουρκία τότε με τον Τζεμ, με τους σεισμούς, ήταν απίστευτα και τρομακτικά μαζί. Αυτό ήταν κάτι που ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι θα έκανα, γιατί δεν ήμουν σε αυτό τον κύκλο και δεν είχα τέτοιες βλέψεις.


• Μου αρέσει το διάβασμα, να πηγαίνω στη Σκύρο, στη νησί μου, και απλώς να κοιτάζω τη θέα από τη βεράντα, να είμαι κοντά στη θάλασσα γενικά, και παρόλο που δεν πηγαίνω στη θάλασσα στην Αθήνα, η αίσθηση ότι είναι κοντά κι έστω κι από ψηλά μπορώ να τη δω μου δίνει ανακούφιση.

Μου αρέσει να πηγαίνω στη λαϊκή στην Καλλιδρομίου κάθε Σάββατο, με τρελαίνουν οι ατάκες που ακούγονται κι ότι έρχεται το χωριό μες στην πόλη. Είναι ένα πολύ ωραίο ανακάτεμα πολλών πραγμάτων, με χρώματα και μυρωδιές.

• Η ζωή με έχει μάθει ότι ό,τι και να απαντήσεις ότι έχεις μάθει, πάντα έχεις κάτι άλλο να μάθεις από τη ζωή. Δεν χρειάζεται πλάνο, don't have a plan, have an open mind!

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη LIFO.

 

Info:

Η Rachel Howard αρθρογραφεί για την "Guardian" και το "National Geographic Traveller". Περισσότερες πληροφορίες στο http://rachelhoward.me.uk/

 

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Τζούλια Τσιακίρη

Οι Αθηναίοι / Τζούλια Τσιακίρη: «Οι ταβερνιάρηδες είναι ευεργέτες του γένους»

Με διαλείμματα στο Παρίσι και τη Νέα Υόρκη, έχει περάσει όλη της τη ζωή στο κέντρο της Αθήνας - το ξέρει σαν την παλάμη της. Έχει συνομιλήσει και συνεργαστεί με την αθηναϊκη ιντελεγκέντσια, είναι άλλωστε κομμάτι της. Εδώ και 60 χρόνια, με τη χειροποίητη, λεπτολόγα δουλειά της στον χώρο του βιβλίου και με τις εκδόσεις «Το Ροδακιό» ήξερε ότι δεν πάει για τα πολλά. Αλλά δεν μετανιώνει για τίποτα απ’ όσα της επιφύλαξε η μοίρα «εις τον ρουν της τρικυμιώδους ζωής της».
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Κωνσταντίνος Ρήγος

Οι Αθηναίοι / «Έχω αισθανθεί να απειλούμαι τη μέρα, όχι δουλεύοντας τη νύχτα»

Οκτάνα, Επίδαυρος, ΚΘΒΕ, Πέγκυ Ζήνα, Εθνικό, Λυρική, «Brokeback Mountain» και «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Ως χορογράφος και σκηνοθέτης, ο Κωνσταντίνος Ρήγος έχει κάνει τα πάντα. Και παρότι έχει αρκετούς haters, νιώθει ότι αυτοί που τον καταλαβαίνουν είναι πολύ περισσότεροι.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
Σμαράγδα Καρύδη: «Ήθελα να είμαι η Βουγιουκλάκη και ο Ρέτσος μαζί»

Οι Αθηναίοι / Σμαράγδα Καρύδη: «Ήθελα να είμαι η Βουγιουκλάκη και ο Ρέτσος μαζί»

Ηθοποιός, σκηνοθέτις, ακατάτακτη και αγαπημένη του κοινού, η Σμαράγδα Καρύδη θυμάται πως ανέκαθεν ήθελε το σύμπαν, χωρίς να περιορίζεται. Στον απολογισμό της μέχρι τώρα πορείας της, ως η Αθηναία της εβδομάδας, καταλήγει πως, ούτως ή άλλως, «στο τέλος ανήκεις εκεί που μπορείς να φτάσεις», ενώ δηλώνει πως πάντα θα επιλέγει συνειδητά να συντάσσεται με τη χαρά.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Αντουανέττα Αγγελίδη: «Κάθε ταινία μου είναι το ευτυχές τέλος μιας περιπέτειας απορρίψεων»

Οι Αθηναίοι / Αντουανέττα Αγγελίδη: «Κάθε ταινία μου είναι το ευτυχές τέλος μιας περιπέτειας απορρίψεων»

Μοναδική περίπτωση για το ελληνικό σινεμά, η ιδιοσυγκρασιακή σκηνοθέτις που τιμάται στο 13ο Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Ταινιοθήκης αφηγείται τη ζωή και την πορεία της στη LiFO.
M. HULOT
«Περηφανευόμαστε ότι δώσαμε τα φώτα μας στον κόσμο, αλλά δεν κρατήσαμε ούτε ένα λυχναράκι»

Oι Αθηναίοι / «Περηφανευόμαστε ότι δώσαμε τα φώτα μας στον κόσμο, αλλά δεν κρατήσαμε ούτε ένα λυχναράκι»

Η αρχιτέκτονας και υπεύθυνη των Αρχείων Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής του Μουσείου Μπενάκη, Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη, δεν λησμόνησε ποτέ στην πορεία της πως η μορφή ενός κτιρίου πρέπει να έχει χαρακτήρα, ειλικρίνεια και κλίμακα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος αφηγείται τη ζωή του στη LIFO

Γεννήθηκε Σαν Σήμερα / Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος αφηγείται τη ζωή του στη LIFO

Δημοσιογράφος, στιχουργός. Θα ήταν ευχαριστημένος αν, απ’ όλα τα τραγούδια του, έμενε στην ιστορία το τετράστιχο: «Το απομεσήμερο έμοιαζε να στέκει, σαν αμάξι γέρικο, στην ανηφοριά».
ΣΤΑΥΡΟΣ ΔΙΟΣΚΟΥΡΙΔΗΣ
Χρυσέλλα Λαγαρία: «Δεν είναι τόσο τρομακτικό το να είσαι τυφλός»

Οι Αθηναίοι / Χρυσέλλα Λαγαρία: «Δεν είναι τόσο τρομακτικό το να είσαι τυφλός»

Η συνιδρύτρια και διευθύντρια της Black Light και συνδημιουργός της σειράς podcast της LiFO «Ζούμε ρε» δραστηριοποιείται ώστε οι ΑμεΑ να διαθέτουν ίσες ευκαιρίες και απεριόριστη πρόσβαση, δίχως στιγματισμούς και διακρίσεις. Και είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Lorenzo

Οι Αθηναίοι / Lorenzo: «Η techno σκηνή έχει γίνει χρηματιστήριο»

Γνώρισε την techno στη Φρανκφούρτη των αρχών των ‘90s. Ερχόμενος στην Αθήνα, όσο έβλεπε ότι ο κόσμος σοκαριζόταν με τις εμφανίσεις του, τόσο περισσότερο του άρεσε να προκαλεί. Ο θρυλικός χορευτής του Factory και ιδρυτής της ομάδας Blend είναι ο Αθηναίος της εβδομάδας.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
Ελισάβετ Κοτζιά

Οι Αθηναίοι / «Τα πρώτα χρόνια λέγανε ότι τις κριτικές μου τις έγραφε ο πατέρας μου»

Η Αθηναία της εβδομάδας Ελισάβετ Κοτζιά γεννήθηκε μέσα στα βιβλία· κάποια στιγμή, τα έβαλε στην άκρη, για να ξανασυναντήσει τη λογοτεχνία μέσα από μια αναπάντεχη εμπειρία. Άφησε το οικονομικό ρεπορτάζ για την κριτική βιβλίου. Τη ρωτήσαμε γιατί το ελληνικό μυθιστόρημα δεν έχει ιδιαίτερη απήχηση στο εξωτερικό, και δεν πιστεύει πως για το ζήτημα αυτό υπάρχουν απλές απαντήσεις.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Λούλα Αναγνωστάκη: «Όσο και αν τη χτυπάω μέσα από τα έργα μου, είμαι υπέρ της Ελλάδας»

Πέθανε Σαν Σήμερα / Λούλα Αναγνωστάκη: «Όσο και αν τη χτυπάω μέσα από τα έργα μου, είμαι υπέρ της Ελλάδας»

Σε μια από τις ελάχιστες συνεντεύξεις της, η κορυφαία θεατρική συγγραφέας της Ελλάδας, που πέθανε σαν σήμερα, μίλησε με πρωτοφανή ειλικρίνεια και απλότητα.
ΣΤΑΥΡΟΣ ΔΙΟΣΚΟΥΡΙΔΗΣ
Αρετή Γεωργιλή

Οι Αθηναίοι / «Δεν θα σταματήσω να υπερασπίζομαι το δικαίωμα της γυναίκας να νιώθει ελεύθερη να εκφράζεται»

Η Αρετή Γεωργιλή γεννήθηκε στη Νέα Φιλαδέλφεια και τα δώδεκα τελευταία χρόνια, αφότου άνοιξε το Free Thinking Zone, ζει εκεί και στην Αθήνα. Είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Κατιάνα Μπαλανίκα

Οι Αθηναίοι / Κατιάνα Μπαλανίκα: «Μέσα μου είμαι κουτάβι, γι’ αυτό και με πάταγαν όλοι»

Η ηθοποιός που αγαπήθηκε για τους κωμικούς της ρόλους έκανε μόνο δράμα στη σχολή. Θα ήθελε να ξαναπαίξει στην τηλεόραση αλλά βλέπει πως δεν θυμούνται τη γενιά της πια. Είναι ευγνώμων για τη ζωή της και την αφηγείται στη LiFO - γιατί είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μάριο Μπανούσι

Οι Αθηναίοι / Μάριο Μπανούσι: «Αν δεν εκτεθείς στη ζωή, δεν έχει νόημα»

Ο νεαρός σκηνοθέτης, που έχει ήδη μετρήσει διαδοχικά sold out, άρχισε να βλέπει θέατρο όταν μπήκε στη δραματική σχολή. Του αρέσει η ανθρώπινη αμηχανία, η σιωπή και η ησυχία τον γοήτευαν πάντα. Αν και δεν τα πάει καλά με τα λόγια, αφηγείται τη ζωή του στη LiFO.
M. HULOT