Και οι δύο γονείς μου ήταν Αθηναίοι. Μεγάλωσα στο Παγκράτι και αυτό που θυμάμαι που να με συνδέει με το σήμερα είναι ότι από πολύ μικρός είχα μια πολύ ενεργή σχέση με το φανταστικό.
Οι παππούδες και οι γονείς μου με είχαν τροφοδοτήσει με αναγνώσματα για τον «brave new world», δηλαδή το μέλλον και το Διάστημα, και όλα αυτά μου άνοιγαν έναν κόσμο.
Και δεν με απασχολούσε να γίνω αστροναύτης αλλά πώς θα μπορούσε αυτό το φανταστικό να με περιέχει με έναν τρόπο απτό.
Από το νηπιαγωγείο μου άρεσε να φαντάζομαι μηχανές που μετατρέπουν τα πράγματα σε κάτι άλλο, χωρίς πλαίσιο και χωρίς λογική. Αυτό το πράγμα το έχω ακόμα, με πολύ πιο πρακτικό τρόπο. Και στη ζωή μου αυτό ψάχνω: μηχανές που με μαγικό τρόπο μετατρέπουν τα πράγματα σε κάτι άλλο.
• Ήμουν πάντα μουσικός, όσο θυμάμαι τον εαυτό μου. Από το δημοτικό είχα μια σχέση με τη μουσική, τυπική, με ωδεία κ.λπ., αλλά ταυτόχρονα και προσωπική.
Μου άρεσε να ακούω μουσική, να παίζω με συγκροτήματα, να ασχολούμαι με αυτήν όσο και όπως μπορούσα.
Οι πρώτες μου αρνητικές εικόνες από συναυλία ήταν όταν θα έπαιζα ένα σόλο μπροστά σε όλο το σχολείο. Μετακίνησα το αναλόγιο και μου ήρθε η παρτιτούρα στα μούτρα. Θυμάμαι ότι γέλαγαν όλοι μαζί μου.
• Μετά μπήκα στην πιεστική διαδικασία του να περάσω στο πανεπιστήμιο. Τότε δεν υπήρχαν καν οι κατευθύνσεις της μουσικής και της μουσικολογίας, έτσι έδωσα εξετάσεις στα Οικονομικά.
Μπήκα στο πανεπιστήμιο, αλλά το σενάριο για το μέλλον μου και το πώς θα μπορούσε να είναι η ζωή μου ήταν ένα: ότι θα είμαι μουσικός, γιατί αυτό δεν μπορούσα να το αποχωριστώ.
Ακόμα και στον στρατό συνέχισα με τη μουσική, γιατί ήταν ένας τρόπος να ξεφεύγω κάπως. Εκεί έγινε και μια τρομερά συμπτωματική συνάντηση, φοβερή: έπαιξα με τον Τιτσάνη! Είχε τον γιο του φαντάρο σε μια λέσχη αξιωματικών και ήρθε να παίξει, έτσι μάζεψαν τους μουσικούς για να τον συνοδεύσουμε. Τότε μου είχε φανεί κάτι τυχαίο, αλλά αργότερα που το σκεφτόμουν με είχε πιάσει δέος.
Εδώ που είμαστε και ακούμε μια ολόκληρη πόλη γύρω μας, αν ξαφνικά η πόλη σιγήσει, θα δημιουργηθεί κάτι πολύ ισχυρό. Ίσως πιο ισχυρό από το ν' ακούμε μουσική.
• Κάποια στιγμή, στα 20 μου, είχα ένα σοβαρό ατύχημα με μηχανή που με άφησε τρεις μέρες χωρίς τις αισθήσεις μου και όταν ξύπνησα ήμουν «αλλιώς».
Σκέφτηκα ότι δεν μπορούσα να κάνω ένα πράγμα που με ενδιαφέρει μόνο περιφερειακά, δηλαδή να είμαι επαγγελματίας σε ένα συνηθισμένο επάγγελμα, οικονομολόγος, γιατρός, δικηγόρος, οτιδήποτε, και να είμαι και μουσικός, έτσι αποφάσισα να ασχοληθώ αποκλειστικά με τη μουσική.
Κι ενώ παράτησα τα πτυχία μου, ό,τι είχα τελειώσει μέχρι τότε, άρχισα να ψάχνω για σπουδές στο εξωτερικό. Η οικογένειά μου είχε πάθει ένα σοκ.
Πήγα στη Γαλλία αποφασισμένος ότι θα κάνω μουσική σε όλες τις μορφές της και ταυτόχρονα ενδιαφερόμουν πάρα πολύ για τους υπολογιστές. Τότε οι υπολογιστές ήταν κάτι φανταστικό, δεν ήταν αυτό που έχουμε σήμερα, τα μηχανήματα.
Ήταν ολόκληρη επιστήμη και μάλιστα ο τρόπος που εγώ τους πλησίασα ήταν μέσω της κυβερνητικής επιστήμης, της βάσης των υπολογιστών, και μέσω της ανάλυσης των δεδομένων. Στα μαθήματα υπολογιστών θυμάμαι ότι έφτιαχνες πρόγραμμα που τυπωνόταν με καρτέλες, τόσο μακριά ήμασταν. Δεν υπήρχε ακόμα ο χώρος «μουσική και νέες τεχνολογίες», «μουσική και υπολογιστές», τότε γεννιόταν.
Βέβαια, έκανα τελείως τυπικές σπουδές μουσικής, δηλαδή μουσική, μουσικολογία, σύνθεση, όργανο, κι εκεί συνάντησα κάποιους ανθρώπους που σίγουρα μου άλλαξαν τον τρόπο που βλέπω τα πράγματα.
Στο πανεπιστήμιο άκουσα τον Ξενάκη ‒και αργότερα τον συνάντησα προσωπικά‒ αλλά το ότι έχει νόημα ο δάσκαλος το κατάλαβα για πρώτη φορά στα 27 μου από τον προσωπικό μου δάσκαλό της σύνθεσης στη σχολή, τον Εμίλ Νταμέ. Έβαλα τον εαυτό μου επίτηδες σε πράγματα που ήταν κάπως αντίθετα, κι ακόμα είναι κάτι που το ψάχνω, το πιστεύω.
Ο Νταμέ ήταν συμμαθητής του Μεσιάν, αυτής της σχολής, ένας κλασικός συνθέτης της εποχής εκείνης που θεωρούσε ότι ο Ξενάκης είναι απατεώνας, ότι βάζει τις ηλεκτρικές σκούπες στη σκηνή. Πήρα πάρα πολλά πράγματα από τον Νταμέ, αλλά πήρα και πάρα πολλά από τον Ξενάκη. Τότε πιο πολύ με ενδιέφεραν οι ιδέες του παρά η μουσική του ‒ ακόμα δεν την έπιανα πολύ τη μουσική του.
Τελείωσα τις σπουδές μου και έτυχε να είμαι στο φουλ της μεγάλης ανάπτυξη της πληροφορικής στη μουσική, έτσι έκανα ένα μεταπτυχιακό που ήταν συνδεδεμένο με αυτό που με ενδιέφερε, την τεχνητή νοημοσύνη και τη σύνθεση. Και αν δεν είχα οικογενειακές υποχρεώσεις ‒γιατί είχα ένα παιδί στην Ελλάδα‒ θα έμενα στη Γαλλία γιατί είχα ήδη εμπλακεί επαγγελματικά.
• Η τύχη κάνει μια μείξη με έναν τρόπο που δεν μπορείς να προβλέψεις με τίποτα. Όταν γύρισα έπεσα πάνω στη δημιουργία του Κέντρου Σύγχρονης Μουσικής Έρευνας.
Είχε έρθει ο Ξενάκης στην Ελλάδα κι έτσι είχα την ευκαιρία να τον γνωρίσω και προσωπικά, όχι μόνο ως πανεπιστημιακό δάσκαλο. Είχε φέρει την Πολυαγωγία στην Ελλάδα. Δούλεψα σε αυτό, στη δημιουργία των πρώτων μουσικών γυμνασίων στην Ελλάδα και σε ένα περιβάλλον που τότε το λέγαμε «σύγχρονη μουσική», μουσική με υπολογιστές.
Είχα μεγάλη ανάμειξη στην έρευνα τυπικά, σε ερευνητικά προγράμματα, έγραφα ανακοινώσεις και σε περιοδικά, αλλά κάποια στιγμή πήρα μια απόσταση από αυτό. Ήταν πολύ εύκολο να φτιάχνω και παίζω μία μουσική όλη μου τη ζωή και να έχω μια μικρή ομάδα ανθρώπων που θα μου λένε «μπράβο» επειδή έφτιαχνα παραλλαγές του ίδιου έργου όλη μου τη ζωή. Δεν ήταν αυτό ο λόγος που μπήκα στη μουσική.
Πήρα απόσταση και από την τυπική ηλεκτροακουστική μουσική, κι ας είχα πάρα πολλούς φίλους εκεί, γιατί μου φαινόταν ότι ήταν κάτι πάρα πολύ ενδοστρεφές.
• Από την άλλη, δεν ήμουν καλυμμένος ως κατεύθυνση ούτε από την ποπ, ούτε από το ροκ, ούτε από την τζαζ, δηλαδή ήμουν και είμαι ακόμα κάτω από μια σκέπη που λέγεται μουσική, όχι από μια περιοχή της.
Και αυτό είναι ένα θέμα πολύ κρίσιμο, γιατί δεν σου δίνει αμέσως κατευθύνσεις για το πού να απευθύνεις τη δουλειά σου, σε ποιο κοινό. Μέσα σε αυτή την περιοχή σκέψης που με κάποιον τρόπο δεν έχει σταματήσει για μένα συνάντησα το θέατρο.
• Από πλευράς ενδιαφερόντων και σπουδών είχα ψάξει τα πάντα στη μουσική, τα κλασικά, τη σύνθεση, τους υπολογιστές, την τεχνητή νοημοσύνη, τη μουσική για το σινεμά, μάλιστα έτυχε να έχω τον Μορίς Ζαρ δάσκαλο ‒ εξαιρετικός άνθρωπος, που μου έδωσε πολλά πράγματα.
Η μουσική για θέατρο όμως δεν μου είχε περάσει ποτέ από τον νου. Τον Μιχαήλ Μαρμαρινό τον γνώρισα τυχαία. Με έναν απίστευτο τρόπο, μέσω μιας επιστημονικής έρευνας σχετικά με την ακουστική και τη μουσική σε ένα ινστιτούτο ψυχοακουστικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, συνεργαζόμουν με νευρολόγους, ένας εκ των οποίων ήταν ο αδερφός του Μαρμαρινού. Εκείνος μου είπε: «Αυτά που κάνεις θα ενδιαφέρουν πάρα πολύ τον αδερφό μου».
• Ο Μιχαήλ ήταν στις πολύ πρώτες παραγωγές του και το πρώτο που μου είπε ήταν ότι αφού ήξερα τον Ξενάκη, ήθελε να τον βοηθήσω να του γράψει ένα γράμμα για να του ζητήσει να συνεργαστούν.
Γράψαμε το γράμμα, το έστειλε, αλλά δεν απάντησε. Κι αρχίσαμε να δουλεύουμε μαζί. Κάναμε μια σειρά από παραστάσεις στο υπόγειο στούντιο μέχρι να πάμε στο Θησείο, ξεκινώντας με τη Μήδεια.
• Έτσι ξεκίνησα τη δουλειά στο θέατρο, όπου το ένα φέρνει το άλλο. Βασικά, συναντιέσαι με ανθρώπους. Έτσι συνάντησα τον Βασίλη τον Παπαβασιλείου, τον Δημήτρη τον Καραντζά, ένα σωρό σκηνοθέτες, σκηνογράφους, ηθοποιούς, που ως πρόσωπα είναι πολύ ενδιαφέροντα. Ανταλλάσσω μαζί τους πολλά πράγματα.
• Η μουσική ήταν μονόδρομος για μένα και υπάρχει ένα πράγμα που με κάποιον τρόπο με καλεί. Δεν λέω ποτέ «πω, πω, τώρα πρέπει να πάω να δουλέψω».
Ακόμα και η απελπισία, που τη θεωρώ βασική για τη λειτουργία του πράγματος, το να λέω «έχω να κάνω αυτό και δεν έχω ιδέα πώς θα το κάνω, να πάρει η ευχή, πρέπει να βρω έναν τρόπο να γίνει», δημιουργεί μια καθημερινότητα που είναι πολύ ενεργή. Και στον βαθμό που μπορώ και ζω από αυτό, είναι οk.
• Έχω μάθει σε μια σχέση με τον χρόνο πολύ ανελαστική. Θεωρώ ότι για να πάω από τη μια δουλειά στην άλλη, είτε αυτό είναι δουλειά σε ένα θέατρο είτε το να πάω σε ένα μέρος για να διαβάσω, υπάρχει ελάχιστος χρόνος.
Αυτό το είχα ως συνήθεια ακόμα και όταν ζούσα στο Παρίσι και δεν μπορούσα να ανεχτώ ούτε καν τον χρόνο της μετακίνησης στο μετρό. Έτσι έχω κολλήσει με τη μηχανή και τη γρήγορη κίνηση. Δηλαδή είμαι απόλυτα εξαρτημένος από αυτό, συν το ότι τρέχω πολύ. Δεν το κάνω ακριβώς επειδή βιάζομαι, είναι πια επιλογή το να τρέχεις. Με κάποιον τρόπο έχει μια λειτουργικότητα και αυτό.
• Υπάρχουν μουσικές που μπορούν να σταθούν και εκτός της παράστασης, αλλά δεν φτιάχνω τη μουσική καθόλου με αυτό το κριτήριο. Με ενδιαφέρει να είναι απόλυτα αναγκαία για την παράσταση.
Και πολλές φορές, αν είναι καλή η συνεργασία, είναι πάρα πολύ συνδεδεμένη με τον λόγο ή τον σκηνικό χώρο, παρόλο που ο τρόπος πρόσληψης δεν είναι ο ίδιος. Πολλές φορές συνδέεται με την πρωταρχική ουσία της παράστασης, τη βασική δραματουργία.
• Έχω ένα θέμα που προτείνω σε φίλους σκηνοθέτες ώστε να βρεθεί η κατάλληλη παράσταση που θα το «στεγάσει»: θέλω να εμπλακώ ως μουσικός σε μια παράσταση που να διαχειρίζεται τη σιωπή ως κάτι πολύ ενεργό.
Εδώ που είμαστε και ακούμε μια ολόκληρη πόλη γύρω μας, αν ξαφνικά η πόλη σιγήσει, θα δημιουργηθεί κάτι πολύ ισχυρό. Ίσως πιο ισχυρό από το ν' ακούμε μουσική. Από κει και πέρα, έχω κάνει παραστάσεις που έχουν μουσική από την αρχή ως το τέλος, παρ' όλα αυτά δεν υπάρχει η αίσθηση ότι έχουν πολλή μουσική.
• Η μουσική θεωρώ ότι στην κύρια λειτουργία της είναι πάντα πειραματική. Ακόμα και ένα μουσικό είδος που το θεωρούμε πάρα πολύ γνωστό, στο αυτί μας μπορεί να έχει κάτι πειραματικό. Τι έκανε ο Κουρτ όταν έπαιζε Μπαχ; Δεν ήταν πειραματικό αυτό; Πιστεύω ότι όλα αυτά αφορούν την επικοινωνία.
Δεν κάνω μια δουλειά για να την κρατάω στο σπίτι μου. Κάνω μια δουλειά που ξεκινάει από κάτι που μου ζητείται απ' έξω και βγαίνει προς τα έξω. Πιστεύω πως υπάρχει κοινό για τη μουσική μου ‒ στο κάτω-κάτω η μουσική που κάνω αγγίζει πολύ διαφορετικά πράγματα.
Από μια μουσική με όργανα ενός μουσικού συνόλου, με περιεχόμενο αρμονικό, μελωδικό, που είναι εύκολη στ' αυτιά μιας μεγάλης μερίδας κόσμου, μέχρι ηλεκτρονική μουσική πιο πειραματικής κατεύθυνσης ηχητικά, που έχει ένα πολύ περιορισμένο κοινό, που είναι κοντά στο noise.
• Έχει αλλάξει ο τρόπος που ακούμε μουσική. Κυρίως λόγω του τρόπου που μεταδίδεται η μουσική. Το κύριο μέσο μπορεί να είναι ένα κινητό τηλέφωνο τόσο δα.
Έχει αλλάξει την υφή της μουσικής, και τον τρόπο που την ακούμε και τον τρόπο που παράγεται. Πλέον φτιάχνεται για να ακουστεί σωστά από το κινητό. Είναι και κάποια πράγματα που έχουν να κάνουν με τη φυσική ιδιότητα της ακρόασης. Το να ακούς noise, ανεξάρτητα από το πόσο μπορεί να σε ενδιαφέρει πραγματικά, είναι ένα πράγμα που κουράζει πολύ περισσότερο απ' ό,τι αν ακούς μίνιμαλ.
Ο κόσμος που ενδιαφέρεται δύσκολα παίρνει την απόφαση μέσα στη μέρα να ακούσει noise. Θα ακούσει κάτι που στο αυτί περνάει πιο εύκολα. Απ' την άλλη υπάρχει και αυτό το καταπληκτικό πράγμα, που η μουσική διαδίδεται εύκολα παντού.
Αυτοαναιρέθηκε η μουσική και βιομηχανοποιήθηκε, αλλά υπάρχει ακόμα και το βινύλιο. Το θέμα είναι ότι κάποιος δίνει χρήματα και αγοράζει ένα βινύλιο, άρα έχει τον χρόνο και δύο ηχεία για να ακούσει αυτήν τη μουσική που είναι κάτι διαφορετικό από το να κατεβάσει ένα mp3 και να πει ότι το άκουσε.
• Πιστεύω ότι η μοτοσικλέτα σε κάνει καλύτερο άνθρωπο. Το να είσαι ενεργός μοτοσικλετιστής μπορεί να είναι κάτι επικίνδυνο, από την άλλη, όμως, μπορεί να σου δείξει πράγματα για τη ζωή σου: πώς να είσαι ασφαλής και να μπορείς να κινείσαι με αποτελεσματικότητα σε ένα επικίνδυνο περιβάλλον.
Στη μουσική είναι κάτι αντίστοιχο το να μπορείς να είσαι παραγωγικός και ενεργητικός σε ένα περιβάλλον που είναι πολύ εύκολο να οδηγήσει σε ένα χάος, σε μια θολούρα. Δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι είσαι στην καλή πλευρά.
• Ο Λευτέρης Βογιατζής ήταν από τις πολύ ευτυχείς συναντήσεις της ζωής μου. Έζησα κοντά του πολλά πράγματα, έντονα. Αλλά το κύριο στοιχείο που κρατάω ήταν η αίσθηση του επικίνδυνου και της ευθύνης που είχα ‒ ίσως ο μοναδικός σκηνοθέτης με τον οποίο το είχα αυτό το πράγμα.
Γιατί ενώ ήταν πάρα πολύ αυστηρός στη δουλειά του και στα πρόσωπα γύρω του, μαζί μου είχε μια σχέση εμπιστοσύνης. Δεν ξέρω τι ακριβώς ήταν αυτό, αλλά μου άφηνε έναν χώρο που ήταν απόλυτα δικής μου ευθύνης και αισθανόμουν ότι ήμουν χωρίς δίχτυ ασφαλείας. Με άλλους σκηνοθέτες μπορεί να πειραματιστώ παραπάνω, ξέροντας ότι αν κάτι δεν δουλέψει, θα το δούμε μαζί και θα το αλλάξουμε.
• Προσβάλλουν την αισθητική μου πάρα πολλά πράγματα. Σχεδόν ό,τι παίρνω ως πληροφορία από το σύστημα αυτή της πόλης, πράγματα που δεν μπορώ να ελέγξω, από το περιβάλλον της πόλης και των ανθρώπων της.
Τα δίκτυά της τα ιντερνετικά και τα τηλεοπτικά στη μεγάλη τους πλειονότητα με ενοχλούν, θέλω να τα κλείνω και να παίρνω όσο γίνεται λιγότερα. Αλλά αυτό δεν γίνεται, γιατί σε αυτή την πόλη ζω και πρέπει να συμμετέχω, κι ας μου είναι πολλές φορές δυσάρεστο.
• Μου αρέσει να είμαι στη θάλασσα με όλους τους τρόπους, να πλέω, να κάνω καταδύσεις. Μου αρέσει να ταξιδεύω με μηχανή. Μου αρέσει να είμαι με φίλους, περισσότερο να είμαστε ήσυχα και να μπορούμε να συζητάμε παρά να τρώμε, να πίνουμε και να χορεύουμε.
• Σίγουρα γίνονται καινούργια πράγματα στη μουσική σήμερα και σίγουρα παίζει ρόλο η ιδιαιτερότητα, της οποίας βασικό συστατικό είναι η απελπισία. Δημιουργεί καινούργια ρεύματα, συναντήσεις.
Μπορεί να μη λειτουργεί σε μεγάλη κλίμακα, αλλά έχουμε καλούς μουσικούς που είναι ανοιχτοί, συναντιούνται και κάνουν πειραματικά πράγματα.
• Με κάποιο τρόπο έχω απελευθερωθεί από κάτι τα τελευταία χρόνια. Θυμάμαι ότι, όταν γύρισα στην Ελλάδα από τα μέσα της δεκαετίας του '90 και μετά, είχα συνέχεια μια ελπίδα και μια αίσθηση ότι τα πράγματα θα πάνε καλύτερα. Χάνοντας αυτή την ελπίδα, απελευθερώθηκα.
Δεν πιστεύω ότι στη διάρκεια της ζωής μου θα δω καλύτερα πράγματα στην Ελλάδα. Πιστεύω ότι πια είναι τόσο σύνθετο και εγγενές το πρόβλημα του συστήματος ‒και εγώ είμαι συστημικός, πιστεύω ότι τα πράγματα δεν μπορεί κανείς να τα δει εκτός του συστήματός τους‒ που δεν μου δίνει καμία ελπίδα ότι θα βρεθώ σε ένα καλύτερο περιβάλλον. Αυτό μου δίνει δύναμη.
• Τι με έχει μάθει η ζωή; Νομίζω ότι είναι αυτό που λέει η μάρκα των τηλεοράσεων LG: Life is Good. Έτσι μου είπαν στην Ιαπωνία, δεν ξέρω αν όντως ισχύει...
Η πρωτότυπη μουσική του για την παράσταση «Ρομπ» των Δημήτρη Καραντζά και Ευθύμη Φιλίππου
Ο Δημήτρης Καμαρωτός με τον Μιχαήλ Μαρμαρινό ετοιμάζουν την Ηλέκτρα για το Εθνικό Θέατρο της Σανγκάης
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO