Γεννήθηκα τα Χριστούγεννα του '43. Ο πατέρας μου ήταν ηθοποιός στο Θέατρο Τέχνης, συμμετείχε μάλιστα και στην πρώτη παράσταση του θεάτρου με τον Κουν. Έπαιξαν την Αγριόπαπια του Ίψεν μαζί με τον Διαμαντόπουλο. Μετά, που δεν έβγαινε, έπιασε δουλειά σε μια ασφαλιστική εταιρεία.
• Στην Καλλιθέα οι περισσότεροι δρόμοι και η λεωφόρος Θησέως δεν ήταν ασφαλτοστρωμένοι. Ήταν έρημοι και αυτοκίνητα είχαν μόνο οι πολύ πλούσιοι. Παίζαμε μπάλα στον δρόμο και κάναμε τριπλούν στο περιθώριο της ασφάλτου, όπου μαζευόταν αρκετή άμμος από τις βροχές. Η περιοχή είχε δυο πολύ ωραία τραμ, ένα κίτρινο κι ένα πράσινο, που ανέβαιναν τη λεωφόρο Θησέως και κατέληγαν μπρoστά από την Ακαδημία Αθηνών. Εκεί κατέβαινα γιατί πήγαινα με το τραμ στο σχολείο, στη Λεόντειο, στο νούμερο 1 της οδού Σίνα, εκεί που είναι τώρα το Οφθαλμιατρείο.
Ήταν καλό σχολείο η Λεόντειος. Είχα συμμαθητές τον Βαγγέλη Παπαθανασίου -τον βοηθούσα, μάλιστα, στα μαθηματικά- και τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, τον οποίο τον έδιωξαν γιατί ήταν ανεπίδεκτος και «φθοροποιό στοιχείο». Θυμάμαι, την ημέρα που πήρα το απολυτήριό μου, ζήτησαν να εκφωνήσω τον αποχαιρετιστήριο λόγο από τους μαθητές προς τους καθηγητές.
Αφού έβγαλα αυτό το λογύδριο, κι ενώ περίμενα να πάρω το λεωφορείο για να γυρίσω στη Νέα Φιλαδέλφεια –εκεί μέναμε τότε-, ορκίστηκα στον εαυτό μου να μην ξεχάσω ποτέ ότι, πέρα από τα θετικά και τα ευχάριστα, για μένα κατά βάση το σχολείο ήταν μια φυλακή.
Το θέμα της γλώσσας υπάρχει σε όλα μου τα βιβλία και σε όλη μου τη ζωή. Αισθανόμουν ένα βάρος. Μήπως θα ήταν φρονιμότερο για έναν συγγραφέα να έχει μια γλώσσα αντί για δύο; Η απόφαση που πήρα ήταν ότι είναι πλεονέκτημα και όχι μειονέκτημα κι ότι η ταυτότητά μου ήταν αυτή και ήταν ανοιχτή και συμπεριλάμβανε όλα τα ταξίδια που είχα κάνει, τη γέννησή μου στην Ελλάδα, την παραμονή μου στη Γαλλία. Δεν πρέπει να απλοποιούμε την ταυτότητά μας, αντίθετα να την εμπλουτίζουμε.
• Από μικρός ήθελα να γίνω συγγραφέας, απλώς είχα επίγνωση του ότι έπρεπε να βγάλω χρήματα κι έτσι διάλεξα τη δημοσιογραφία επειδή ήταν πιο κοντά στο επάγγελμα του συγγραφέα. Πήρα μια υποτροφία για να φύγω έξω. Έφυγα 17 χρόνων με καράβι από τον Πειραιά - όλοι κλαίγαμε. Αφενός σ' αυτή την ηλικία είναι κανείς μικρός, αφετέρου ήταν μεγάλο το ταξίδι – τότε ήταν μεγάλη περιπέτεια, σαν ένα παιδί 17 χρόνων να πηγαίνει στην Αυστραλία σήμερα. Τρεις μέρες ταξίδευα για να φτάσω στη Λιλ, στη βόρεια Γαλλία.
• Στη Λιλ ήταν χάλια. Μου έλειπε η Ελλάδα, η μάνα μου, ένιωθα τη μελαγχολία του μετανάστη σε βαθμό απίστευτο. Από την άλλη μεριά, δεν συμπαθούσα τους Γάλλους, κρατούσα μια απόσταση από όλους, ακόμα και από τους συμφοιτητές μου. Τότε δεν είχαμε ούτε τηλέφωνα. Πήγαινα μια φορά τον μήνα στο κεντρικό ταχυδρομείο για να πάρω την οικογένειά μου τηλέφωνο.
Έμεινα εκεί τρία χρόνια, μάλλον γιατί καταλάβαινα ότι μάθαινα πράγματα που δεν θα είχα την ευκαιρία να μάθω αλλιώς, και μάθαινα και μια γλώσσα. Το πλήρωσα πανάκριβα όμως, γιατί έχω σημαδευτεί διά βίου από αυτά τα τρία κωλοχρόνια στη Λιλ. Ήταν απελπιστικά μεγάλη η μοναξιά μου. Μετά, πήγα για λίγο στο Παρίσι να δω τι γίνεται κι άρχισα να πουλάω κάποια αρθράκια και κάποια σκίτσα σε περιοδικά.
• Γύρισα στην Ελλάδα για να πάω φαντάρος. Υπηρετούσα στην Τηλεόραση Ενόπλων Δυνάμεων - την ιστορία της θητείας μου τη διηγήθηκε εν μέρει ο Νίκος Περάκης στη Λούφα και Παραλλαγή. Ήμασταν ο Περάκης, ο Τάκης ο Γιαννόπουλος, ο μοντέρ, ο Θανάσης Αρβανίτης που είναι ηχολήπτης, ο Μανώλης Μαριδάκης που κάνει ντεκόρ, ο Δημήτρης Αυγερινός, ο σκηνοθέτης.
Πήρανε όλους εμάς που ξέραμε από τηλεόραση να δουλέψουμε. Ποιος έπαιζε εμένα στην ταινία; Θυμάσαι έναν τύπο που γράφει συνέχεια σε μια γραφομηχανή κι έχει μια ξένη γκόμενα; Ε, αυτός ήμουν. Με έπαιξε ο Γιάννης Χατζηγιάννης, που ήρθε μάλιστα εδώ να δει πώς μιλούσα και πώς κινούμαι.
• Μετά τον στρατό βρέθηκα στο Παρίσι. Ήταν αμέσως μετά τον Μάιο του '68. Βρήκα ένα Παρίσι ανθηρό, ανοιχτό, με χιούμορ και διάθεση αμφισβήτησης. Δεν είχα γνωριμίες, δεν είχα χρήματα, δεν είχα τίποτα. Με φιλοξενούσε ένας φίλος μου σ' ένα καμαράκι δύο επί δύο. Τηλεφώνησα 24 χρόνων άγνωστος στη «Monde» και τους είπα ότι θέλω να κάνω κριτική βιβλίου.
Δεν μου το έκλεισαν, με ρώτησαν μόνο τι έχω κάνει και μου έκλεισαν ραντεβού με τη διευθύντρια της ενότητας του βιβλίου της εφημερίδας. Σκέψου ότι ήμουν ένα παιδί από την Ελλάδα και η «Monde» ήταν η εγκυρότερη εφημερίδα της εποχής. Η διευθύντρια μού ζήτησε δοκιμαστικά μια κριτική 15 γραμμών για ένα βιβλίο 500 σελίδων. Ήταν ενός μεγάλου μυθιστοριογράφου και ορειβάτη που λεγόταν Roger Frison-Roche.
Μου πήρε τρεις μέρες να το γράψω, το έδωσα, δημοσιεύτηκε κι έτσι άρχισα να δουλεύω σε αυτή την εφημερίδα. Η συνεργασία μας κράτησε 20 χρόνια. Είχα την αίσθηση ότι κάθε φορά περνούσα τις εξετάσεις της ζωής μου, ότι κάθε κριτική που έγραφα ήταν και μια μάχη και ότι επρεπε να κερδίσω την επιβίωσή μου.
Υπηρετούσα στην Τηλεόραση Ενόπλων Δυνάμεων - την ιστορία της θητείας μου τη διηγήθηκε εν μέρει ο Νίκος Περάκης στη Λούφα και Παραλλαγή. Πήρανε όλους εμάς που ξέραμε από τηλεόραση να δουλέψουμε. Ποιος έπαιζε εμένα στην ταινία; Θυμάσαι έναν τύπο που γράφει συνέχεια σε μια γραφομηχανή κι έχει μια ξένη γκόμενα; Ε, αυτός ήμουν.
• Παντρεύτηκα τη γυναίκα μου που ήταν Γαλλίδα και κάναμε και δυο παιδιά. Σταμάτησα να γράφω ελληνικά. Φεύγοντας από την Ελλάδα, είχα πάρει και μια ελληνική γραφομηχανή. Την έβλεπα κλεισμένη μες στο κουτί και με στενοχωρούσε. Την έβγαζα και με έπιανε μια απίστευτη μελαγχολία, βλέποντας τα γράμματα της ελληνικής αλφαβήτου που δεν χρησιμοποιούσα πια. Ξεκίνησα να γράφω μυθιστορήματα στα γαλλικά. Το Sandwich, τα Κορίτσια του Σίτυ Μπουμ-Μπουμ, γράφτηκαν στα γαλλικά περίπου την ίδια περίοδο που γεννήθηκαν και τα παιδιά μου.
• Μου ήταν αδιανόητο να σκεφτώ ότι τα βιβλία μου θα δημοσιεύονταν στην Ελλάδα την εποχή της χούντας. Σκέψου ότι το δεύτερο μυθιστόρημά μου, Τα κορίτσια του Σίτυ Μπουμ-Μπουμ, αρχίζει με την προκλητική φράση: «Να σας πω το πρόβλημά μου... Δεν γαμάω αρκετά». Όταν έπεσε η χούντα, ήθελα σοβαρά να δω τι θα γίνει με τα ελληνικά μου.
Μετά από προσπάθεια κάποιων ετών, έγραψα το Τάλγκο, ήταν το πρώτο μου βιβλίο που έγραψα κατευθείαν στα ελληνικά. Ήταν δύσκολο, είχα ξεσυνηθίσει να γράφω ελληνικά. Το ύφος μου το είχα βρει στα γαλλικά. Χρειάστηκε να κάνω μεγάλη προσπάθεια, να διαβάσω εφημερίδες και βιβλία. Έπεσα με τα μούτρα στον Ταχτσή και στον Τσίρκα.
• Στην αρχή έγινε ένα μπέρδεμα. Δεν ξέρανε πού να με κατατάξουν. Με είχαν για Γάλλο και μετά έγραψα ένα βιβλίο στα ελληνικά. Τώρα πια γράφω και στις δυο γλώσσες. Το αποφάσισα ότι έτσι θα έκανα, ειδικά αφού έγραψα κι ένα αυτοβιογραφικό κείμενο, το Παρίσι-Αθήνα, μερικά χρόνια αργότερα.
Το θέμα της γλώσσας υπάρχει σε όλα μου τα βιβλία και σε όλη μου τη ζωή. Αλλά είχα πρόβλημα. Κανείς δεν πίστευε ότι είμαι ξένος, στις κριτικές μου έγραφαν ότι είμαι γαλλικής καταγωγής και σκεφτόμουν ότι είμαι ένας προδότης. Αισθανόμουν ένα βάρος. Μήπως να διαλέξω μια γλώσσα; Μήπως θα ήταν φρονιμότερο για έναν συγγραφέα να έχει μια γλώσσα αντί για δύο;
Η απόφαση που πήρα ήταν ότι είναι πλεονέκτημα και όχι μειονέκτημα κι ότι η ταυτότητά μου ήταν αυτή και ήταν ανοιχτή και συμπεριλάμβανε όλα τα ταξίδια που είχα κάνει, τη γέννησή μου στην Ελλάδα, την παραμονή μου στη Γαλλία. Δεν πρέπει να απλοποιούμε την ταυτότητά μας, αντίθετα να την εμπλουτίζουμε.
• Άλλαξε η σχέση μου με την Αθήνα αφού αγόρασα αυτό το υπόγειο στο Κολωνάκι. Ο πατέρας μου ήθελε να αγοράσω ένα καμαράκι στην Αθήνα και επέμενε. Δεν είχε άδικο. Με έπεισε, λέγοντάς μου: «Ξέρεις, υπάρχει και μια λεμονιά στον κήπο».
• Σκέφτομαι και γράφω και στις δυο γλώσσες. Σε ποια γλώσσα ονειρεύομαι; Εξαρτάται από τα πρόσωπα που βλέπω. Αν είναι Γάλλοι, μιλάνε γαλλικά, αν είναι Έλληνες, ελληνικά.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 14.4.2011