ΟΤΑΝ ΕΦΥΓΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗ ο Λούις Άρμστρονγκ τον Ιούλιο του 1971, λίγο πριν κλείσει τα εβδομήντα του χρόνια, η αντίληψη που είχε επικρατήσει τότε ήταν ότι η θρυλική και πασίγνωστη αυτή μορφή όχι μόνο της τζαζ αλλά του 20ου αιώνα συνολικά, είχε πεθάνει χωρίς να αφήσει απογόνους (και ενδεχομένως ήταν «ανίκανος», σύμφωνα με κάποιες κακές γλώσσες). Η αντίληψη αυτή παρέμεινε ακλόνητη στο κοινό για πολλές δεκαετίες, μέχρι και πριν από μερικά χρόνια όταν εμφανίστηκε ένα βιβλίο απομνημονευμάτων με τον αποκαλυπτικό τίτλο Little Satchmo: Living in the Shadow of My Father, Louis Daniel Armstrong. Συγγραφέας του βιβλίου ήταν η Σάρον Πρέστον-Φόλτα, η «μικρή Satchmo» του τίτλου (από το παρατσούκλι με το οποίο ήταν ευρέως γνωστός ο μεγάλος μουσικός), η οποία αποφάσισε να προβεί μετά από τόσα χρόνια στην λυτρωτική για την ίδια αποκάλυψη της πολύπλοκης και τραυματικής σχέσης της με τον πατέρα που μόνο κατ’ ιδίαν την είχε αναγνωρίσει όσο εκείνος ζούσε.
Και τώρα, ακριβώς με την συμπλήρωση μισού αιώνα από τον θάνατό του, επισημοποιεί με ακόμα πιο εμφατικό και θεαματικό τρόπο την σχέση της μαζί του μέσω της ταινίας “Little Satchmo” που βασίστηκε στο βιβλίο της και πραγματοποιεί την παγκόσμια πρεμιέρα της σε λίγες μέρες στο πλαίσιο των ετεροχρονισμένων προβολών του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης.
Έχοντας περάσει την ζωή της ως μια κρυφή υποσημείωση στο μακρύ και πολυσήμαντο βιογραφικό του διάσημου πατέρα της, η Σάρον μοιράζεται με τους θεατές μια επιλογή από γράμματα και ηχογραφημένα μηνύματα που της έστελνε ο πατέρας της, εκδηλώνοντας την αγάπη του προς την μικρή, την οποία όμως ποτέ δεν αναγνώρισε δημόσια, παρά τις υποσχέσεις προς την μητέρα της ότι θα χώριζε την σύζυγό του για να βρεθεί και επισήμως κοντά τους.
Η Σάρον, που γεννήθηκε το 1955, ήταν ο καρπός της σχέσης του Άρμστρονγκ με την αιώνια ερωμένη του (αλλά ποτέ σύζυγό του), την Λουσίλ Πρέστον, χορεύτρια του θρυλικού Cotton Club στο Χάρλεμ. «Η μητέρα μου ήταν απελπιστικά ερωτευμένη με τον πιο διάσημο μαύρο άντρα στον κόσμο, απελπιστικά ερωτευμένη με κάποιον που δεν θα μπορούσε να της ανήκει ποτέ», λέει στην κάμερα με μια γλυκόπικρη έκφραση, αλλά όχι με παράπονο. Η σχέση αυτή κράτησε για μια εικοσαετία περίπου και έληξε μόνο με τον θάνατό του που άφησε στην ζωή της Λουσίλ και της Σάρον ένα εκκωφαντικό κενό και μια βαθιά πληγή που θα χρειαζόταν δεκαετίες για να επουλωθεί.
Έχοντας περάσει την ζωή της ως μια κρυφή υποσημείωση στο μακρύ και πολυσήμαντο βιογραφικό του διάσημου πατέρα της, η Σάρον μοιράζεται με τους θεατές μια επιλογή από γράμματα και ηχογραφημένα μηνύματα που της έστελνε ο πατέρας της, εκδηλώνοντας την αγάπη του προς την μικρή, την οποία όμως ποτέ δεν αναγνώρισε δημόσια, παρά τις υποσχέσεις προς την μητέρα της ότι θα χώριζε την σύζυγό του για να βρεθεί και επισήμως κοντά τους. «Η δημόσια αναγνώριση ενός παιδιού που έκανε με την ερωμένη του δεν αποτελούσε επιλογή ακριβώς για κάποιον σαν τον Λούις Άρμστρονγκ», λέει στην ταινία η Σάρα Πρέστον. «Επιθυμούσε διακαώς να είναι πατέρας. Το μυστικό όμως έπρεπε να κρατηθεί πάση θυσία.
Μοιράζεται επίσης κάποια πολύτιμα και ανεκτίμητα για την ίδια κειμήλια – ένα φωτογραφικό κολάζ που είχε φτιάξει ο πατέρας την με την ίδια και την μητέρα της, δίκην οικογενειακού πορτραίτου, ένα δικό του πουκάμισο (αδειανό) και διάφορα άλλα σπαράγματα μιας σχέσης που έμελλε να μην απαλλαγεί ποτέ από ένα πέπλο μυστικότητας και ντροπής.
Μοιράζεται, τέλος, διάφορες αναμνήσεις από τις τακτικές συναντήσεις που με τον πατέρα της ως μικρό κορίτσι, το δέος που ένιωθε στο καμαρίνι του ή στις περιοδείες του, το σκίρτημα που ένιωθε όταν πρόβαλλε η λιμουζίνα του στην γωνιά του δρόμου, αλλά και καναδυό μαθήματα ζωής που της έμειναν από την επαφή τους. «Είναι σημαντικό να ενημερώνεσαι πάντα και να κρατάς επαφή με την τρέχουσα επικαιρότητα» της έλεγε συχνά, ενώ μια μέρα που περπατούσαν μαζί στον δρόμο, πέρασε από δίπλα τους ένα (λευκό) ζευγάρι και η μικρή άκουσε την γυναίκα να λέει: «Κοίτα! Ο Λούις Άρμστρονγκ!». «Και ποιος σκοτίστηκε; Ένας νέγρος είναι κι αυτός», της αποκρίθηκε ο σύντροφός της. Όταν το πληροφορήθηκε ο πατέρας της έγινε έξαλλος και της είπε με ένα ύφος μεταξύ οργής και παραίτησης: «Ό,τι κι αν πετύχεις σ’ αυτόν τον κόσμο, γι’ αυτούς δεν θα είσαι παρά μόνο ένας νέγρος».
Συγχρόνως, βλέπουμε κι εμείς μέσα από το πικραμένο βλέμμα της κόρης του, τον πατέρα της σε αποσπάσματα από το πλούσιο αρχειακό υλικό που διαθέτει η ταινία, να φωτογραφίζεται δημοσίως με άλλα (λευκά ως επί το πλείστον) παιδάκια και να τραγουδάει “Sometimes I feel like a motherless child”. H ταινία τελειώνει όπως αρχίζει σχεδόν, αλλά το γλυκό μειδίαμα στο πρόσωπο της υποδηλώνει ότι η λύτρωση και η ψυχική γαλήνη που αναζητούσε σε όλη της την ζωή σχεδόν, έχει επιτευχθεί πλέον μέσα από την διαδικασία των γυρισμάτων αυτού του φιλμ: «Είμαι η Σάρον Πρέστον – Φόλτα [το δεύτερο είναι το επίθετο του συζύγου της], είμαι το μοναδικό παιδί του Λούις Άρμστρονγκ και περίμενα όλη μου τη ζωή για να το αναγγείλω αυτό δημόσια».