ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ ΠΟΥ βλέπω την «Ντόλτσε Βίτα» μέσα στις δεκαετίες –και την έχω δει περισσότερες φορές μάλλον από οποιαδήποτε άλλη ταινία, με εξαίρεση το «Μπλε Βελούδο» ίσως– το βλέμμα και το μυαλό μου κολλάνε σε διαφορετικά πράγματα και σε διαφορετικά πρόσωπα από τον (φαύλο) κύκλο που περιστοιχίζει τον κεντρικό χαρακτήρα, τον Μαρτσέλο. Και κάθε φορά αναδεικνύεται με διαφορετικό τρόπο καθεμιά από τις τρεις γυναίκες με τις οποίες σχετίζεται ή θα ήθελε ιδανικά να σχετίζεται ερωτικά στην ταινία.
Η ασύλληπτη πληθωρικότητα της Σίλβια (Ανίτα Έκμπεργκ), της σταρ από το Χόλιγουντ που προσγειώνεται με εκθαμβωτική μεγαλοπρέπεια στη Ρώμη και στη ζωή του, χάνει με κάθε προβολή του φιλμ κάτι από την έτσι κι αλλιώς φευγαλέα υπόστασή της. Και κάθε φορά το παραλήρημα του Μαρτσέλο όταν της κάνει ερωτική εξομολόγηση ως αυθεντικός Ιταλός φανφαρόνος –«Είσαι τα πάντα… η μάνα, η αδελφή, η φίλη, η ερωμένη, ο άγγελος, ο διάβολος, η γη, το σπίτι»– μοιάζει όλο και πιο άσφαιρο, μάταιο και σαχλό.
Ο Μαρτσέλο μπορεί να είναι σκλάβος της γλυκιάς ζωής και τζουτζές της παρακμιακής πλουτοκρατίας, όπως καταλήγει επίσημα πλέον στο τέλος της ταινίας, αλλά μέσα του ξέρει ότι μόνο η Έμα μπορεί να είναι πάντα εκεί, συγχρόνως η ευχή και η κατάρα του.
Σαφώς περισσότερο ενδιαφέρον έχει η σχέση του με την Μανταλένα (Ανούκ Εμέ), την κομψή, αινιγματική και σε μόνιμη αναζήτηση λυτρωμού από την πλήξη, μεγαλοαστή καλλονή, η οποία όμως μοιάζει να μην είναι ποτέ εκεί στην πραγματικότητα.
Αυτή που όχι μόνο διατηρεί αλλά επαυξάνει την ισχύ της με κάθε προβολή είναι η Έμα, την οποία υποδύεται η Ιβόν Φουρνό, μια ηθοποιός που είχε κάνει μια φοβερή «διπλή» εμφάνιση στην οθόνη, μ’ αυτή την ταινία και με την «Αποστροφή» του Πολάνσκι (στο ρόλο της αδελφής της Κατρίν Ντενέβ) λίγα χρόνια μετά.
Μετά όμως «χάθηκε» σταδιακά από το προσκήνιο μέχρι χθες, που ανακοινώθηκε ο θάνατος της σε ηλικία 98 ετών. Μ’ αυτή την αφορμή έμαθα ότι ήταν Αγγλίδα (γεννημένη στη Γαλλία), με σοβαρή προϋπηρεσία στο θέατρο, στοιχεία που προσδίδουν μια ακόμα διάσταση στον τρόπο με τον οποίο ενσάρκωσε την «απλή», μικροαστή κοπέλα που είναι η επίσημη μνηστή του Μαρτσέλο στην «Ντόλτσε Βίτα», το ήμισυ μιας σχέσης που, με σύγχρονους όρους, οπωσδήποτε θα χαρακτηρίζαμε τοξική (και τον χαρακτήρα του Μαστρογιάνι ακραίο νάρκισσο).
Συγχρόνως όμως, οι σκηνές μεταξύ τους έχουν έναν ηλεκτρισμό και μια αίσθηση του επείγοντος – έναν ρεαλισμό που διαπερνά το ονειρικό, αλληγορικό πέπλο που σκεπάζει μεγάλο κομμάτι της ταινίας. Ειδικά η σκηνή που μαλώνουν ξημερώματα στα περίχωρα της πόλης μέσα και έξω από το σπορ αυτοκίνητο του Μαρτσέλο, είναι από τις καλύτερες (και πιο διαχρονικές) της ταινίας και η συμβολή της Φουρνό είναι καταλυτική.
Έμα: Τι έχω κάνει και μου φέρεσαι έτσι; Ούτε σκυλί δεν αξίζει τέτοια μεταχείριση… Αν μ’ αγαπούσες το μισό απ’ όσο σ’ αγαπάω εγώ, θα καταλάβαινες. Δεν καταλαβαίνεις επειδή δεν αγαπάς κανένα. Είσαι ένας εγωιστής με μια άδεια, κλειδωμένη καρδιά. Κυνηγάς τις γυναίκες και νομίζεις ότι αυτό είναι αγάπη. Τι θέλεις πια; Είσαι ένα μίζερο σκουλήκι, και θα μείνεις μόνος σου σαν το σκυλί… Δεν συνειδητοποιείς ότι βρήκες το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή – μια γυναίκα που σ΄ αγαπάει πραγματικά. Όταν δύο άνθρωποι αγαπιούνται, τα υπόλοιπα δεν έχουν σημασία. Τι φοβάσαι;
Μαρτσέλο: Εσένα και τον εγωισμό σου. Μα δεν βλέπεις πόσο άθλια είναι η ζωή που θέλεις; Το μόνο που σε νοιάζει είναι το μαγείρεμα και το κρεβάτι. Ο άνδρας που το δέχεται αυτό είναι ένα τίποτα. Ένα πραγματικό σκουλήκι! Όχι, δεν πιστεύω στην επιθετική, πιεστική, μητρική αγάπη σου. Δεν τη θέλω! Αυτό δεν είναι αγάπη, είναι ασφυξία! Δεν μπορώ να ζήσω έτσι, δεν μπορώ να ζήσω μαζί σου! Θέλω να είμαι μόνος.
Μετά τη λεκτική, ακολουθεί και κάποια σωματική βία (εκατέρωθεν), εκείνος τη διώχνει και φεύγει μόνος του, εκείνη καπνίζοντας βαδίζει αγέρωχα στην έρημη λεωφόρο μέχρι που η μέρα χαράζει και το αυτοκίνητο επιστρέφει για να την πάρει. Ο Μαρτσέλο μπορεί να είναι σκλάβος της γλυκιάς ζωής και τζουτζές της παρακμιακής πλουτοκρατίας, όπως καταλήγει επίσημα πλέον στο τέλος της ταινίας, αλλά μέσα του ξέρει ότι μόνο η Έμα μπορεί να είναι πάντα εκεί, συγχρόνως η ευχή και η κατάρα του.