Dolce Vita: ο ρόλος που την καθόρισε
Σκηνή πρώτη: Αεροδρόμιο Τσιαμπίνο της Ρώμης: Δημοσιογράφοι και φωτορεπόρτερ συνωστίζονται για να υποδεχθούν την Αμερικανίδα σταρ Σύλβια Ρανκ η οποία με το που κάνει την εμφάνιση στην έξοδο του αεροπλάνου οι πάντες παραληρούν.
Σκηνή δεύτερη: Στη σουίτα της στο ξενοδοχείο δίνει πρες κόνφερανς. Απαντάει σε ερωτήσεις των δημοσιογράφων όταν καταφθάνει καθυστερημένος ο μνηστήρας της Ρόμπερτ μεθυσμένος. Ο Μαρτσέλο, ο δημοσιογράφος που υποδύεται ο Μαστρογιάνι, προτείνει στον παραγωγό της να την πάνε για ξενάγηση στον Άγιο Πέτρο.
Σκηνή τρίτη: Η Σύλβια ανεβαίνει τρέχοντας σαν αγριόγατα τις αναρίθμητες σκάλες του τρούλου του ναού αφήνοντας πίσω έναν φωτογράφο που την ακολουθεί. Ο Μαρτσέλο αρπάζει την ευκαιρία να μείνει μόνος μαζί της στην εξέδρα της οροφής που βλέπει πανοραμικά το Βατικανό. Ο αέρας παίρνει το μαύρο της καπέλο κι εκείνο χάνεται στον ουρανό της Ρώμης.
Στην ανυπέρβλητη αυτή ταινία του 1960 η πληθωρική και επιβλητική καλλονή Ανίτα Έκμπεργκ δεν είναι απλώς ένα σύμβολο του σεξ αλλά η απόλυτη γυναίκα, «Εύα, μάνα, άγγελος, διάβολος», όπως χαρακτηριστικά της λέει ο Μαρτσέλο Μαστρογιάννι.
Σκηνή τέταρτη: Πάρτι στις Θέρμες του Καρακάλα. Μερικά ζευγάρια χορεύουν βαριεστημένα. Ο Μαρτσέλο χορεύει μαζί της και της λέει κοιτάζοντας την μέσα στα μάτια: «Ποια είσαι Σύλβια; Είσαι τα πάντα, η Εύα, η πρώτη γυναίκα στη γη, άγγελος, διάβολος, μάνα, αδελφή, ο ωκεανός, σπίτι, ναι σπίτι!».
Εκείνη ακούει χωρίς να καταλαβαίνει. Φοράει μία μαύρη στράπλες τουαλέτα (χάρη στην οποία ο Πιέρο Γκεράρντι κέρδισε το Όσκαρ ενδυματολογίας) μέσα στην οποία ασφυκτιούν δύο τεράστια στήθη. Στους ώμους της χύνονται τα κατάξανθα πλατινένια της μαλλιά.
Καταφθάνει ένας φωνακλάς Αμερικανός φίλος της που την ξεσηκώνει σε έναν ξέφρενο δυνατό χορό που ακολουθείται από μία πομπή την οποία οδηγεί ο Αντριάνο Τσελεντάνο τραγουδώντας. Λίγο αργότερα στο τραπέζι οι προσβολές του μνηστήρα της την εξοργίζουν και αποχωρεί από το πάρτι. Ο Μαρτσέλο την ακολουθεί μαζί με έναν παπαράτσο.
Σκηνή πέμπτη: Χάνονται στα αρχαία δρομάκια γύρω από το σιντριβάνι της Φοντάνα ντι Τρέβι. Ο Μαρτσέλο πάει να βρει γάλα για ένα γατάκι που βρήκε η Σύλβια και με το οποίο περιφέρεται στο κεφάλι της. Επιστρέφει με ένα ποτήρι γάλα και τη βρίσκει να διασχίζει τα νερά της στέρνας (παγωμένα καθώς η σκηνή γυρίστηκε Ιανουάριο). Δίνει γάλα στο γατί και μπαίνει και ο ίδιος στα νερά ακολουθώντας το κάλεσμα της «Come here Marcello, hurry up». Εκείνη σαν να θωπεύει τα νερά που τρέχουν από ψηλά, εκείνος σαν να θωπεύει το αλαβάστρινο πρόσωπο της.
Ξαφνικά, ως δια μαγείας, τα νερά σταματούν, η νύχτα φεύγει, ξημερώνει. Ένας νεαρός εργάτης με ποδήλατο τους κοιτάζει αποσβολωμένος.
Σκηνή έκτη: Επιστρέφουν πίσω στο ξενοδοχείο με το κάμπριο Alfa Romeo του Μαρτσέλο. Τους περιμένει ο Ρόμπερτ ο οποίος χαστουκίζει τη Σύλβια, τη διατάζει να πάει αμέσως στο δωμάτιο της και καυγαδίζει με τον Μαρτσέλο.
Έξι αλησμόνητες σεκάνς από την ταινία του Φεντερίκο Φελίνι Dolce Vita που ανήκει πια στην μυθολογία του 20ού αιώνα. Εκεί, όταν βλέπεις πρώτη φορά τις σκηνές που εμφανίζεται η Σύλβια –δηλαδή η Ανίτα Έκμπεργκ– νομίζεις ότι το πανί, η οθόνη, είναι σαν να είναι φτιαγμένη από σάρκα.
Σε πολύ λίγες περιπτώσεις μπορεί να το νιώσει κανείς αυτό, σπανιότατα – κυρίως σε ασπρόμαυρα φιλμ όπως με την Άβα Γκάρντνερ, τη Ρίτα Χέιγουορθ, τη Μέριλιν Μονρό. Γιατί στην ανυπέρβλητη αυτή ταινία του 1960 η πληθωρική και επιβλητική καλλονή Ανίτα Έκμπεργκ δεν είναι απλώς ένα σύμβολο του σεξ αλλά η απόλυτη γυναίκα, «Εύα, μάνα, άγγελος, διάβολος», όπως χαρακτηριστικά της λέει ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι.
Διακατέχεται από έναν αχαλίνωτο ερωτισμό που μόνο ο Φελίνι –λάτρης των γιγαντόσωμων γυναικών με τις καμπύλες και τα τεράστια στήθια– κατάφερε να αναδείξει, όσο κανείς πριν από αυτόν. Δεν είναι τυχαίο ότι δεν υπάρχει βιβλίο, αφίσα, φωτογραφία αφιερωμένα στο έργο του που να μην κυριαρχεί η εικόνα της Έκμπεργκ. Ίσως λοιπόν να μην έχει τόσο άδικο όταν ισχυρίζεται ότι «δεν με έκανε ο Φελίνι διάσημη αλλά εγώ εκείνον». Όπως συνήθιζε να λέει συχνά στις συνεντεύξεις της.
Ποια ήταν η Ανίτα Έκμπεργκ;
Η αλήθεια είναι ότι πριν φτάσει στο πλατό του Φελίνι η Έκμπεργκ είχε ήδη διανύσει μια δεκαετία αμερικανικής καριέρας. Γεννημένη στο Μάλο της Σουηδίας το 1931, το έκτο από οκτώ παιδιά μιας προτεσταντικής οικογένειας, ξεκίνησε από πολύ νωρίς το μόντελινγκ μέχρι που το 1950 στην ηλικία των 19 στέφθηκε Μις Σουηδία.
Αμέσως μετά ταξίδευσε στην Αμερική για να συμμετάσχει στο διαγωνισμό Μις Υφήλιος, τίτλο που δεν κέρδισε αλλά στη θέση του κέρδισε το διαβατήριο για το Χόλιγουντ. Έτσι, παράλληλα με φωτογραφίσεις μόδας άρχισε να κάνει ταινίες σε ρόλους που η μόνη απαίτηση ήταν να δείχνει όμορφη. Σύντομα όμως απέδειξε ότι είχε ταλέντο ηθοποιού και όλο και συχνότερα συμμετείχε σε ταινίες με σημαντικούς πρωταγωνιστές: Τζον Γουέιν, Λορίν Μπακόλ, Ντιν Μάρτιν, Τζέρι Λιούις, Μπομπ Χόουπ, Όντρεϊ Χέπμπορν, Χένρι Φόντα, Φρανκ Σινάτρα.
Ο τελευταίος σχετίστηκε και μαζί της όπως και ο Τάιρον Πάουερ, ο Γιουλ Μπρίνερ, ο Έρολ Φλιν και ο Γκάρι Κούπερ. Επίσης ο δισεκατομμυριούχος και ιδιοκτήτης της RKO Χάουαρντ Χιουζ που ήθελε να την παντρευτεί. Στον πρώτο που είπε το ναι το 1956 ήταν ο Βρετανός ηθοποιός Άντονι Στιλ με τον οποίο χώρισε τρία χρόνια μετά. Ξαναπαντρεύτηκε το 1963 με τον επίσης ηθοποιό Ρικ βαν Νάτερ, με τον οποίο ο γάμος κράτησε δώδεκα χρόνια. Και για τις δύο περιπτώσεις έλεγε ότι ήταν οι λάθος άνθρωποι.
Πώς την ανακάλυψε ο Φελίνι
Αλλά έτσι κι αλλιώς μάλλον δεν ήταν για γάμο η καλλονή Σουηδή που η Paramount προσπαθούσε να επιβάλλει ως ίνδαλμα αντίστοιχο της Μέριλιν Μονρό. Το 1956 κέρδισε μια Χρυσή Σφαίρα ως η πιο ελπιδοφόρα νέα ηθοποιός, φωτογραφιζόταν ως pin-up girl και ταξίδευε σε αποστολές προς ψυχαγωγία του αμερικανικού στρατού μαζί με τον κωμικό και φίλο της Μπομπ Χόουπ. Χάρη σε μια ολόσωμη φωτογράφιση της σε ένα αμερικάνικο περιοδικό έγινε η εμμονή – εφιάλτης του δαιμόνιου Ιταλού σκηνοθέτη που θα άλλαζε τη ζωή της.
Για εκείνη την πρώτη εικόνα που τόσο τον τάραξε, ο Φεντερίκο Φελίνι έλεγε: «Αυτός ο δυναμικός θηλυκός πάνθηρας ήταν καθισμένος καβάλα στο κιγκλίδωμα μιας σκάλας κι έπαιζε το μικρό κοριτσάκι. «"Θεέ μου", σκέφτηκα τότε, "βοήθησέ με να μην πέσω ποτέ στα νύχια της"».
Και φυσικά έκανε τα πάντα να πέσει στα νύχια της. Κατά την εκδοχή της ίδιας, πρώτη φορά ο Φελίνι την είδε ενώ οδηγούσε την γκρι κάμπριο Μερσεντές της -από τις πρώτες που κυκλοφορούσαν στην Ευρώπη-, στους δρόμους της Ρώμης. Όποια κι αν είναι η σωστή εκδοχή εκείνος την ερωτεύτηκε παράφορα εγείροντας τη μήνιν της γυναίκας του, Τζουλιέτα Μασίνα, η οποία ήταν πεπεισμένη ότι διατηρούσαν ερωτικό δεσμό. Κάτι που η Έκμπεργκ δεν έπαψε να το διαψεύδει όλη της τη ζωή. Μια υστερία, από την πλευρά της Μασίνα, που λίγο θυμίζει κι εκείνη της γυναίκας του δημοσιογράφου που υποδύεται ο Μαστρογιάνι στην Dolce Vita, για τη σταρ Σύλβια.
Έτσι κι αλλιώς οι ταινίες που έκανε μαζί με τον Φελίνι είναι ελάχιστες και καμία του ύψους και κυρίως της μυθικής διάστασης που πήρε η Dolce Vita. Στη σπονδυλωτή ταινία Boccaccio '70, το 1962, ως το μοντέλο μιας γιγαντοαφίσας που ζωντανεύει, στους Κλόουν του 1972 και στο συγκινητικό Intervista γυρισμένο μέσα στην έπαυλη της όπου επανασυνδέεται με τον Μαρτσέλο της και γίνεται μια γλυκιά αντιπαράθεση μεταξύ των θρυλικών εικόνων της Φοντάνα ντι Τρέβι με τους δύο γερασμένους ηθοποιούς.
Επίλογος
Μετά την τεράστια επιτυχία της Dolce Vita δεν επέστρεψε ποτέ ούτε στην Αμερική ούτε βέβαια στη Σουηδία όπου έλεγε ότι μόνο για να θαφτεί θα επιστρέψει. Έκανε αρκετές ιταλικές κι άλλες διεθνείς ταινίες, κάποιες καλές αλλά οι περισσότερες μέτριες, ανακηρύχτηκε από το περιοδικό Empire μία από τις πιο σέξι γυναίκες στην ιστορία του κινηματογράφου, και μετά από 50 χρόνια αποχώρησε παίζοντας για τελευταία φορά μια ξεπεσμένη τραγουδίστρια της όπερας στον Κόκκινο Νάνο του Ιβάν λε Μουάρ. Αλλά τι σημασία έχει; Εμείς θα τη θυμόμαστε πάντα ως μια θεά της «Γλυκιάς Ζωής».
Απεβίωσε στη Ρόκα ντι Πάπα, στο Λάτσιο σε ηλικία 83 χρονών. «Δεν ξέρω αν υπάρχει παράδεισος ή κόλαση, αλλά σίγουρα η κόλαση θα είναι πιο ευχάριστη» είχε πει σε σουηδική ραδιοφωνική εκπομπή.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 12.1.2015
σχόλια