Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ισορροπεί διαρκώς μεταξύ ενός εκσυγχρονιστικού προτάγματος και ενός αναχρονιστικού σπαράγματος. Κάποιοι βλέπουν δύο Ελλάδες, μια προοδευτική, δυτικοποιημένη και ορθολογική και μια παραδοσιακή, ανατολίτικη και θυμική. Προφανώς και αυτή η απλοποίηση είναι λανθασμένη, όμως οι τάσεις για μια σύγχρονη και μια αναχρονιστική ταυτότητα (συλλογική και ατομική) υπάρχουν, ενίοτε μάλιστα συνυπάρχουν. Αυτή η συμπόρευση έχει εμφανιστεί με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο στο ζήτημα της πολιτικής βίας.
Ο πολιτικός εξτρεμισμός έχει βρει σε ορισμένες πολιτικές συγκυρίες της μεταπολιτευτικής περιόδου γόνιμο έδαφος για να εκδηλωθεί. Τα τραύματα που άφησε η επταετία της δικτατορίας έφεραν την ακροαριστερή τρομοκρατία στο προσκήνιο, που έμενε ασύλληπτη για δεκαετίες. Η οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας άναψε το φιτίλι τόσο του ακροαριστερού όσο και του ακροδεξιού εξτρεμισμού. Η λογική της αυτοδικίας, το δικαίωμα του αγανακτισμένου πολίτη να προσφύγει στη βία, έγιναν ξανά μέρος του πολιτικού παιχνιδιού, μάλιστα σε ορισμένες φάσεις έγιναν το ηγεμονικό ιδεολογικό στίγμα μιας κοινωνίας σε απότομη πτώση.
Για ένα σημαντικό διάστημα της περιόδου της Μεταπολίτευσης η τρομοκρατική βία έτυχε μερικής ανοχής, αν όχι και υποστήριξης. Αυτοί που μεταδικτατορικά (τις δεκαετίες του 1970 και 1980) έδωσαν ένα πλαίσιο δικαιολόγησης του τρομοκρατικού φαινομένου ανήκαν συχνά στο αυτοπροσδιοριζόμενο στρατόπεδο της προόδου, του σεβασμού των ατομικών δικαιωμάτων, της αντιπολεμικής-αντιιμπεριαλιστικής ιδεολογίας. Δεν ενέκριναν τις τρομοκρατικές πράξεις, όμως έβλεπαν σε αυτές το αποτέλεσμα κοινωνικοπολιτικών συγκρούσεων και ανισορροπιών και έναν εσφαλμένο τρόπο αντιμετώπισης μιας πραγματικά ζοφερής συνθήκης, μόνο κατ’ όνομα δημοκρατικής. Η Μεταπολίτευση ποτέ δεν συντελέστηκε πλήρως γι’ αυτόν τον «προοδευτικό» κόσμο, «η χούντα δεν τελείωσε το ’73». Και, φυσικά, εάν ήσουν «προοδευτικός» άνθρωπος, δεν κινδύνευες από τρομοκρατικό χτύπημα…
Ο εξτρεμισμός ποτέ δεν υπήρξε το κυρίαρχο ιδεολογικό πλαίσιο μιας κοινωνίας κατά βάση απολύτως ενσωματωμένης στον σύγχρονο πλουραλιστικό, υπερκαταναλωτικό κόσμο. Ο εξτρεμισμός έγινε, και γίνεται, σημαντικός παράγοντας στην πολιτική ζωή της σύγχρονης Ελλάδας όταν σοβαρές κρίσεις τον καθιστούν συνομιλητή εκείνων των κοινωνικών και πολιτικών ομάδων που με κάποιους όρους πρεσβεύουν την αλλαγή και την πρόοδο και εκφράζουν απόλυτη δυσθυμία απέναντι στην υπάρχουσα κατάσταση.
Η ελλειμματική, για ορισμένους, δημοκρατία που επικράτησε μετά το 1974 αποτέλεσε και την αιτία της χρεοκοπίας του 2010. Στην πάνω και κάτω πλατεία, στις κρεμάλες και στις αμεσοδημοκρατικές συνελεύσεις στην πλατεία Συντάγματος το 2011 συνευρέθηκαν, εάν δεν συνδέθηκαν ιδεολογικά, όλοι όσοι απέδωσαν την οικονομική κρίση στο «σάπιο» πολιτικό σύστημα και στην παγκόσμια (νεοφιλελεύθερη) τάξη πραγμάτων που ήλθε να κάνει την Ελλάδα αποικία. Η εκλογική εκτόξευση της Χρυσής Αυγής οφείλεται, περισσότερο και από τη ρατσιστική της ρητορική, στο γεγονός ότι εξέφρασε παραδειγματικά την καταδίκη του «προδοτικού» πολιτικού και μιντιακού σύστηματος. Παράλληλα, η επαναλαμβανόμενη καταστροφή της Αθήνας, η δολοφονία τριών πολιτών που εργάζονταν στην τράπεζα Marfin και οι εμπρησμοί ενημερωτικών μέσων παραγνωρίστηκαν ως μέρος μιας γενικευμένης αγανάκτησης, μιας ριζοσπαστικής πρότασης, της πολεμικής ιαχής «ή εσείς ή εμείς» που πλανιόταν ολόγυρα μέχρι το 2015.
Ο εξτρεμισμός ποτέ δεν υπήρξε το κυρίαρχο ιδεολογικό πλαίσιο μιας κοινωνίας κατά βάση απολύτως ενσωματωμένης στον σύγχρονο πλουραλιστικό, υπερκαταναλωτικό κόσμο. Ο εξτρεμισμός έγινε, και γίνεται, σημαντικός παράγοντας στην πολιτική ζωή της σύγχρονης Ελλάδας όταν σοβαρές κρίσεις τον καθιστούν συνομιλητή εκείνων των κοινωνικών και πολιτικών ομάδων που με κάποιους όρους πρεσβεύουν την αλλαγή και την πρόοδο και εκφράζουν απόλυτη δυσθυμία απέναντι στην υπάρχουσα κατάσταση.
Οι εγχώριοι τρομοκράτες γνωρίζουν πολύ καλά ότι η παλιά τους δύναμη οφειλόταν ακριβώς στο γεγονός ότι μπορούν να καθορίσουν σε ορισμένες συγκυρίες την ημερήσια ατζέντα, συμμετέχοντας με τον τρόπο τους στη γενικότερη κοινωνική και πολιτική δυσφορία. Ειδικά εκείνοι της 17Ν είχαν αποδειχτεί ιδιαίτερα ικανοί να προκαλούν επικοινωνιακό ενδιαφέρον και να αντλούν την κρυφή κατανόηση μέρους του «προοδευτικού» κόσμου. Όταν βρίσκονταν στο τρομοκρατικό ημίφως, κατάφερναν να διαμεσολαβήσουν την εγκληματική τους δράση με πρωτοσέλιδα που τους έδιναν τα προσωνύμια «επαγγελματίες», «άρτια εκπαιδευμένοι εκτελεστές», «φαντομάδες», «Ρομπέν των πτωχών», «Ζορό».
Δεν είναι περίεργο ότι σήμερα, την περίοδο της τεράστιας πανδημικής κρίσης, ο παλιός πρωταγωνιστής της εγχώριας τρομοκρατίας, ο αμετανόητος «πατέρας» της, Δημήτρης Κουφοντίνας, προσπαθεί να επικοινωνήσει με τη δύσθυμη κοινωνία που βρίσκεται μήνες σε κυλιόμενο lockdown (η έκρυθμη κατάσταση στη Νέα Σμύρνη δείχνει πόσο λεπτές είναι οι ισορροπίες). Δραματοποιεί το πραγματικό ή φανταστικό δικαίωμά του να αλλάξει φυλακή μέσα από παρατεταμένη απεργίας πείνας. Ο κ. Κουφοντίνας ξαφνικά εμφανίζεται ως υπερασπιστής των ατομικών δικαιωμάτων, των δικαιωμάτων των φυλακισμένων, υπερασπιστής ενός δικαιικού συστήματος που απεχθάνεται και αν περνούσε από το δολοφονικό του χέρι, θα καταργούσε σε μία ημέρα, όπως έκανε 11 φορές στο παρελθόν. Να σημειωθεί ότι το αίτημά του δεν έχει καμία σχέση με άλλα αιτήματα του πρόσφατου παρελθόντος, που φυλακισμένοι για τρομοκρατικές ή άλλες πράξεις διεκδικούσαν το δικαίωμα στην εκπαίδευση και έτυχαν μια πολύ ευρύτερης αποδοχής.
Όμως η σημερινή κρίση δεν είναι ίδια. Ούτε η πολιτική και κοινωνική κατάσταση. Παρά το γεγονός ότι η διαμαρτυρία του κ. Κουφοντίνα έτυχε σημαντικής συμπαράστασης όχι μόνο από βίαιες μειοψηφικές ομάδες ομοϊδεατών του αλλά και από πολλούς ειρηνικούς υπερασπιστές του δημοκρατικού δικαιώματος οποιασδήποτε ζωής στη ζωή, αυτό δεν επέφερε και μια ευρύτερη ομοθυμία για το δίκαιο του αιτήματός του, ούτε παρέγραψε το τρομοκρατικό του παρελθόν, για το οποίο, άλλωστε, ουδόλως δεν έχει μεταμεληθεί.
Δεν είναι μόνο οι δημοσκοπήσεις που έδειξαν ότι ένα συντριπτικό μέρος της ελληνικής κοινωνίας αδιαφορεί για τις μεθόδους πολιτικής επικοινωνίας του κ. Κουφοντίνα. Είναι και το ίδιο το περιβάλλον της σύγχρονης διαδικτυακής πληροφόρησης που έκανε το αίτημά του να ακουστεί, το οποίο τώρα έφερε στο προσκήνιο και τις φωνές των θυμάτων της τρομοκρατίας, που τον καλούσαν να ζήσει για να υπερασπιστεί νόμιμα όσα δεν άφησε να υπερασπιστούν όσοι σκότωσε. Είναι τα πανό των οπαδών του που συνεχίζουν να επικαλούνται την αυτοδικία ως γενέθλια πολιτική μνήμη και προσβάλλουν θύματα, είναι οι άστοχες δηλώσεις συμπαθούντων του αιτήματός του, που δείχνουν ότι η υπεράσπισή του δεν είναι παρά το κλείσιμο του ματιού στον βίαιο αρχαϊσμό. Είναι, τέλος, η ίδια η σημερινή συνθήκη με τους χιλιάδες νεκρούς λόγω Covid-19 και εκατοντάδες διασωληνωμένους, που κάνει την επίκληση σε αυτοκτονικές πρακτικές ενός υπερήφανου δολοφόνου ένα απευκταίο ενδεχόμενο, αλλά ταυτόχρονα και μια σκέτη ακρότητα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.